Παλαιότερες

Οι τράπεζες που δεν πτωχεύουν διοικούν ομάδες (που πτωχεύουν)

SportDay

Την είδηση την πληροφορηθήκαμε την περασμένη εβδομάδα από τον διαδικτυακό τόπο της Ρέιντζερς. Η πίεση που δημιουργούν στη διοίκηση της σκωτσέζικης ομάδας τα χρέη των 30 εκατομμυρίων ευρώ και η αδυναμία της να διακριθεί στην Ευρώπη (και να εξασφαλίσει έσοδα και χορηγούς) οδήγησαν τον πρόεδρό της, Ντέιβιντ Μάρεϊ, στην παραίτηση. Τη θέση του πήρε ο Ντόναλντ Μούιρ, εκπρόσωπος του τραπεζικού ομίλου Lloyds.

Η αλλαγή αυτή δείχνει καθαρά ότι ο έλεγχος των οικονομικών της Ρέιντζερς περνάει στην τράπεζα –στην οποία η ομάδα χρωστάει αρκετά–, με αποτέλεσμα η ομάδα να μην μπορεί να κάνει μεταγραφές ή να διεκδικήσει κάτι περισσότερο από το μεταγραφικό παζάρι. Οι φίλαθλοι της ομάδας, πάντως, προχθές έβγαλαν μια ανακοίνωση με την οποία καλούν σε μποϊκοτάζ των προϊόντων και των υπηρεσιών της τράπεζας και ζητούν παράλληλα να υπάρξει άμεση μεταβίβαση του πακέτου της πλειοψηφίας των μετοχών, έτσι ώστε η ομάδα να αποφύγει τον έλεγχο της τράπεζας.

Η οικονομική κρίση θα ρίχνει φως σε παρόμοιες περιπτώσεις, αλλά δεν γνωρίζω αν το ενδιαφέρον του Τύπου θα φωτίζει αυτές τις περιπτώσεις, αναδεικνύοντας τον παραλογισμό του πλαισίου μέσα στο οποίο δραστηριοποιείται το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην Ευρώπη. Η ομάδα–επιχείρηση «λειτουργεί» στα άκρα. Παρουσιάζει περιπτώσεις όπως αυτές της Ρεάλ, που ξοδεύει 300 εκατομμύρια ευρώ μέσα σε ένα καλοκαίρι ενώ έχει χρέη που ξεπερνούν τα 400, και της Ρέιντζερς, που με χρέη 30 εκατομμυρίων περνά ουσιαστικά υπό την εποπτεία της τράπεζας.

Μιας τράπεζας που δεν την ενδιαφέρει να επενδύσει στην ομάδα ή να τη μετατρέψει –αν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο– σε κερδοφόρο επιχείρηση. Η αγορά και ο ανταγωνισμός των επιχειρήσεων στην εποχή του άγριου καπιταλισμού της παγκοσμιοποίησης δεν έχουν κανόνες. Και οι ομάδες που «επέλεξαν» να γίνουν επιχειρήσεις παίζουν ένα παιχνίδι που τις ξεπερνά και του οποίου τις συνέπειες θα πληρώσουν πολύ ακριβά.

Βέβαια, το σκωτσέζικο πρωτάθλημα δεν είναι κανένα πρότυπο ποδοσφαιρικού ανταγωνισμού, μια και ουσιαστικά πρόκειται για κούρσα δύο αλόγων. Της Σέλτικ και της Ρέιντζερς, που γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο την τελευταία επταετία «παρακαλούν» να ενταχθούν στην αγγλική Πρέμιερσιπ, για να λύσουν τα οικονομικά προβλήματά τους. Τα τελευταία χρόνια, σε ό,τι αφορά το σκωτσέζικο πρωτάθλημα, η Σέλτικ βρίσκεται στη θέση του οδηγού.

Η ομάδα της Ρέιντζερς, το λάβαρο των διαμαρτυρομένων, που συμπλήρωσε 121 χρόνια ζωής, δεν έχει καταφέρει να απεμπλακεί από τα οικονομικά προβλήματα που δημιούργησε η μεγαλομανία του προέδρου της, Ντέιβιντ Μάρεϊ, που έφτασε να χρεώσει τον σύλλογο με 90 εκατομμύρια και κάτι. Την τελευταία τριετία, που η Ρέιντζερς έχει βυθιστεί στη δίνη των προβλημάτων, ο Μάρεϊ ξανάφερε στον πάγκο της ομάδας τον Γουόλτερ Σμιθ, τον αρχιτέκτονα της μεγάλης ομάδας της Ρέιντζερς στη δεκαετία του '90, τότε που ο Μάρεϊ ξόδευε αρκετά, πολλά από τα οποία ήταν από δάνεια.

Οι κινήσεις της Ρέιντζερς στη μεταγραφική αγορά τα τελευταία τρία χρόνια είναι ενδεικτικές. Ελεύθεροι και φθηνοί κυρίως ποδοσφαιριστές εντάσσονται στην ομάδα, μια και λείπουν οι δυνατότητες για τα μεγάλα ονόματα. Το καλοκαίρι της σεζόν 1997-98 (τότε που ξοδεύτηκαν περίπου 25 εκατομμύρια ευρώ και το Αϊμπροξ έγινε μία μικρή Ιταλία, καθώς έφτασαν στη Γλασκώβη οι Γκατούζο, Αμορούζο, Νέγκρι και Πορίνι) μοιάζει και είναι πολύ μακρινό και μάλλον δεν πρόκειται να ξανάρθει σύντομα.

Η Ρέιντζερς από εδώ και πέρα θα πρέπει να συνηθίσει στον χειμώνα και η μόνη της ελπίδα είναι να βρεθεί κάποιος που θα πάρει τη θέση του παραιτηθέντος Μάρεϊ και θα κρατήσει τον «άγριο σκύλο» της τράπεζας μακριά. Ομως μια τέτοια πιθανότητα προς το παρόν δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα και μία ακόμα ιστορία ποδοσφαιρικής δυστυχίας αρχίζει να ξεδιπλώνεται, χωρίς να συγκινεί κανέναν πέρα από τους φίλους της ομάδας. Και αυτή η δυσάρεστη ιστορία δεν είναι η μόνη που εξελίσσεται σε ένα παιχνίδι που παραδόθηκε σε κερδοσκόπους και μεγαλομανείς.

Και η Λίβερπουλ;

Πιθανώς πολλοί πιστεύουν ότι η Λίβερπουλ δεν βρίσκεται στην ίδια θέση με τη Ρέιντζερς. Και έχουν δίκιο, με τη διαφορά ότι οι οικονομικές δυσκολίες της Λίβερπουλ είναι πολύ μεγαλύτερες και προς το παρόν κρύβονται πίσω από την τεράστια ιστορία και το όνομα της ομάδας του μεγάλου λιμανιού.

Τα οικονομικά προβλήματα της Λίβερπουλ, η αδυναμία του παλιού ιδιοκτήτη της, Ντέιβιντ Μουρς, να ακολουθήσει την υψηλότερη ταχύτητα ανταγωνισμού που έβαζαν οι τρεις άλλοι ισχυροί του αγγλικού ποδοσφαίρου αλλά και η απληστία του τον ώθησαν να πουλήσει την ομάδα στους Αμερικανούς Χικς και Τζίλετ. Εκείνο τον καιρό ο Μουρς διαπραγματευόταν την πώληση της ομάδας και με άλλους.

Θυμίζω ότι μαζί με τους Χικς και Τζίλετ είχε στα χέρια του και πρόταση από την επενδυτική εταιρεία DIC, ιδιοκτησίας του σεΐχη του Ντουμπάι, Μαγκντούμπ, που έφτανε τα 620 εκατομμύρια ευρώ. Η πρόταση των Αμερικανών –που είχαν υποσχεθεί πολλά, αλλά δεν έδιναν εγγύηση για τίποτα– έφτανε τα 650 εκατομμύρια ευρώ και επέτρεπε στον τότε ιδιοκτήτη της ομάδας, τον Ντέιβιντ Μουρς, να κερδίσει 12 εκατομμύρια ευρώ περισσότερα.

Οταν οι Αμερικανοί ανέλαβαν την ομάδα, η Λίβερπουλ είχε χρέη 150 εκατομμυρίων στερλινών, σε μια εποχή που η στερλίνα ήταν ισχυρότερο νόμισμα από το ευρώ και η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν είχε δείξει ακόμα τα δόντια της. Τώρα, που η στερλίνα είναι πιο αδύναμο νόμισμα σε σχέση με το ευρώ, τα χρέη της Λίβερπουλ έχουν φτάσει τα 270 εκατομμύρια στερλίνες και η αγωνιστική κρίση της ομάδας του Μπενίτεθ αρχίζει να φαίνεται σιγά σιγά πόσο σοβαρή μπορεί να είναι.

Κι αν τυχόν λείψει ο Τζέραρντ από την ενδεκάδα, που χρόνο με τον χρόνο αποδυναμώνεται, τότε ίσως κάποιοι κατανοήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μιας κατάστασης που δεν αφορά μόνο τη Λίβερπουλ, αλλά όλο το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Οι ομάδες έχουν μεταμορφωθεί σε επιχειρηματικές φούσκες που επιτρέπεουν σε κάποιους να κερδίζουν πολλά και στις ίδιες να χάνουν περισσότερα, μια και εκείνο που καταφέρνουν σε τελική ανάλυση είναι να γίνονται απλοί κουμπαράδες ελλειμμάτων. Περιπτώσεις όπως αυτές της Ρέιντζερς και της Λίβερπουλ είναι προειδοποιήσεις πολύ σοβαρές για να τις αγνοήσουμε.

Ο καθένας λέει τα δικά του

Η ιστορία με τον υποψήφιο αγοραστή της ΑΕΚ, Μπομπ Κοζώνη από το Σικάγο, θα δείξει –σε όσους μπορούν να τα δουν– τα όρια και τις δυνατότητες του αθλητικού Τύπου στην Ελλάδα. Του Τύπου –και των αθλητικών Μέσων γενικότερα- που φαίνεται ότι έχει ξεχάσει ή έχει απαρνηθεί τη σχέση του με τη δημοσιογραφία.

Δεν είναι δυνατόν τόσες ημέρες η εικόνα για τις οικονομικές δυνατότητες του συγκεκριμένου υποψηφίου να παρουσιάζεται μέσω «τρίτων» ή με εισαγωγικά ρήματα «λένε», «έχει ακουστεί», «γράφτηκε», με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί το πορτρέτο ενός μεγιστάνα που θα έρθει στην Ελλάδα και θα ξοδέψει εκατομμύρια δολάρια στο ελληνικό ποδόσφαιρο χωρίς ελπίδα να τα πάρει πίσω.

Αποκορύφωμα σε αυτόν τον παράλογο αγώνα παραπληροφόρησης, το κυριακάτικο πρωτοσέλιδο αθλητικής εφημερίδας που «πρόσκειται» στην ΑΕΚ και χαρακτήριζε τον κ. Κοζώνη «ζάπλουτο» με περιουσία 10 δισ. Την ώρα που ο Μέρντοχ είναι στη θέση 37 της περίφημης λίστας των 400 δισεκατομμυριούχων του αμερικανικού περιοδικού «Forbes» με περιουσία 6,7 δισ. Ο «ζάπλουτος» δεν είναι ούτε στην τελευταία θέση της λίστας, στην οποία συνωστίζονται πέντε-έξι «φτωχαδάκια» με περιουσία λίγο πάνω από το 1 δισ. Οπότε;

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x