Σε παλιότερες εποχές κάποιος ρεπόρτερ θα είχε μάθει πρώτος ότι φέτος ο Ολυμπιακός θα προετοιμαστεί στο Kitzbuhel. Θα είχε πάρει τηλέφωνο τον κολλητό του ρεπόρτερ που συνεργάζονται στο ρεπορτάζ. «Μίλησες με τον Κούλη, ρε;». «Οχι ακόμα. Εσύ μίλησες;». «Ναι». «Είχε τίποτα να σου πει;». «Μαλακίες.
Το μόνο που μου είπε και έχει νόημα είναι ότι φέτος η ομάδα θα προετοιμαστεί στο… Περίμενε, ρε μαλάκα, να δω, γιατί το έγραφα την ώρα που μου το έλεγε… Στο… Στο… Κάτι σαν Καρακίτσιος μου είπε χωρίς το "Κάρα". Κίτσιος;». «Σιγά, μωρέ μαλάκα, μήπως το είπε και Κούτσης;». «Οχι, περίμενε. Τώρα θυμάμαι. Κίτσμπελ». «Ωραία. Το γράφω και εγώ Κίτσμπελ». Και μια χαρά θα τα περνάγαμε όλοι, αφού καμία ευθύνη δεν έχουμε που οι Αυστριακοί βάζουνε τέσσερα γράμματα για να πούνε το ένα.
Μόνο που με τις 11 εφημερίδες, τα πέντε σάιτ και τα τέσσερα ραδιόφωνα αυτές οι ευτυχισμένες μέρες έφυγαν. Ο ένας το λέει Κίτσμπιχελ. Ο άλλος το γράφει Κιτσμπίχλ. Ο τρίτος Κίτσμπιελ. Στην αναζήτηση της σωστής προφοράς κάναμε τον κόσμο να πιστεύει ότι ο Παναθηναϊκός χωρίστηκε σε γκρουπ και κάνει προετοιμασία σε τέσσερις πόλεις.
Το γράφω και ως απάντηση στον Μανώλη Μαυρομμάτη, που στη συνέντευξή του στο «SMS» έθιξε το θέμα των διδύμων Φρανκ και Ρόναλντ. Δεν γράφω Ντε Μπουρ ή Ντε Μπερ, γιατί ο «Μανόλο» το εξήγησε. Το ένα είναι το φλαμανδικό και το άλλο το γαλλόφωνο.
Σε αυτό το σημείο, επειδή υπάρχουν και ζηλόφθονοι Βερνίκοι, να προσθέσω ότι με το γαλλόφωνο ο «Μανόλο» δεν εννοούσε ηλεκτρική συσκευή, όπως το κασετόφωνο ή το μικρόφωνο, αλλά τους ανθρώπους που μιλάνε γαλλικά. Λοιπόν, ο «Μανόλο» έλυσε το αιώνιο αυτό μυστήριο λέγοντας ότι είπε τον έναν με τη φλαμανδική και τον άλλον με τη βαλονική προφορά ώστε να έχουμε καλύτερη ενημέρωση. Στη λογική ότι και το Γκαλίτσιος σωστό είναι και το Γκαλίτς αν το πεις λαρσινά.
Οσο για το πώς προφέρεται η καταραμένη κωμόπολη, είναι απλό. Κίτσμπιλ. Αν θέλεις να το πεις με σωστή προφορά, το πρώτο «ι» είναι κοντό και το δεύτερο μακρύ και με τα χείλη να κλείνουν. Το έμαθα από πρώτο χέρι το 1979. Οταν ένα βράδυ το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι το «Koutouki» του Δυτικού Βερολίνου και έπειτα από 10 screw drivers και μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα συνήλθα σε ένα χωριό της Αυστρίας, με δύο Γερμανίδες στις οποίες είχα πει ότι ήμουνα άσος του σκι. Σε τέτοιες ιστορίες δύσκολα ξεχνάς το όνομα του χωριού. Οπως και του ρεζιλικιού να στέκεσαι με τα σκι στην αρχή της κατάβασης του Κίτσμπιλ και να λες ότι «σε δεύτερη σκέψη θα πάρω ξανά το τελεφερίκ για να κατέβω».
Ενα άλλο που θυμάμαι από τις σκιστικές περιπέτειές μου στο Κίτσμπιλ είναι το πρώτο και μοναδικό μάθημα στο αντιπαθές άθλημα. Το μάθημα έδωσε ένας από τους «Κόκκινους διαβόλους» του Αντον Σάιλερ με πρώτη εντολή το «ακολούθα με όσο το δυνατόν πιο κοντά. Το έκανα τόσο καλά, που όταν μας μάζεψε και τους δύο το νοσοκομειακό, εγώ είχα στραμπουλήξει τον αστράγαλο, αλλά αυτουνού νομίζω ότι του έσπασα το πόδι.
Oταν τύχει να δείτε στην τηλεόραση μία από τις παλιές ελληνικές ταινίες, παρατηρήστε τις συμπεριφορές απέναντι στους εργαζομένους. Για παράδειγμα, πώς δίνονταν οι παραγγελίες στα καφενεία και τα εστιατόρια. «Ελα εδώ, γκαρσόν. Φέρε για μένα έναν καφέ και για την κυρία μία σεράνο και κοίτα να είναι περιποιημένα και γρήγορα. Αντε, φύγε». Σήμερα τέτοια συμπεριφορά δεν θα δεις όχι σε μαγαζί, αλλά ούτε στον στρατό.
Στο ποδόσφαιρο, λόγω του ότι υπάρχει μόνο το «Οι άσοι των γηπέδων», μια ταινία πολύ σιδερωμένη σε διαλόγους, οι πραγματικές συμπεριφορές δεν έχουν καταγραφεί. Χονδρικά, πάντως, υπήρχε λιγότερη λεκτική βία και περισσότερη σωματική. Για να το κάνω πενηνταράκια, στα αποδυτήρια τα καντήλια ήταν λιγότερα και οι φάπες περισσότερες. Με άλλες συμπεριφορές να είναι ακατανόητες για τις μέρες μας.
Οπως η περίπτωση ενός γνωστού μου, διεθνούς παίκτη μεγάλης ομάδας, που σε ταξίδι στο εξωτερικό με τη στρατιωτική ομάδα τον είχαν βάλει να κοιμάται στο δωμάτιο ενός μεγαλύτερου, αμυντικού θρύλου που το όνομά του αναφέρεται μέχρι σήμερα. Το βραδάκι στο δωμάτιο άρχισαν να μαζεύονται κι άλλοι από τους μεγάλους της ομάδας. «Πήγαινε μια βόλτα, γιατί κάτι έχουμε να μιλήσουμε», είχε πει ο γέροντας στον γνωστό μου. Εκανε τη βόλτα, γύρισε όταν είχαν φύγει και όταν μπήκε στο δωμάτιο τον πιάσανε τα ντουμάνια. «Αυτά δεν είναι για σένα, μικρέ», του έκοψε την κουβέντα ο γέροντας και ντάγκλα την έπεσε για ύπνο.
Αλλη μία ιστορία είναι με έναν από τους πιο διάσημους προπονητές της δεκαετίας του '50, που ο θρύλος αναφέρει ότι όταν είχε πρόβλημα με τη συμπεριφορά κάποιου από τους πιτσιρικάδες της ομάδας, τον φώναζε να τα πούνε, έκλεινε την πόρτα και τον πήδαγε. Κυριολεκτικά. Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στην εμπέδωση της πειθαρχίας, ακομπλεξάριστη ακόμα και για τη σημερινή εποχή, αλλά κομμάτι extreme. Εκτός αν πιστεύετε ότι την ίδια αντίδραση θα είχε προκαλέσει η συνέντευξη του Εντίνιο αν αντί να πει ότι ο Μπάγεβιτς τον αδικούσε έλεγε ότι τον φιστίκωνε.
Οι παλιές ιστορίες μού ήρθαν στο μυαλό όταν χθες διάβαζα τις αντιδράσεις του Τιμούρ Κετσπάγια μετά το δεύτερο ημίχρονο με την Μπόχουμ. Οχι ότι οι αντιδράσεις του Κετσπάγια ήταν κάτι το εξωπραγματικό. Κατέβασε ένα καντήλι, κλότσησε ένα μπουκάλι, δεν έκανε χειραψίες και είπε στους παίκτες ότι αυτά που είδε δεν θέλει να τα ξαναδεί.
Τίποτα το φοβερό ακόμα και με τα σημερινά μέτρα, αν σκεφτούμε ότι δεν πέρασε και τόσος καιρός από τότε που ο Φέργκιουσον είχε πετάξει παπούτσι στο κεφάλι του Μπέκαμ. Μόνο που με τον Κετσπάγια συμβαίνει ό,τι και με έναν αλκοολικό όταν βάζει το πρώτο ποτήρι. Μπορεί να έχει βάλει ολόκληρη η παρέα, αλλά σε αυτόν μπαίνει η ιδέα ότι θα τελειώσει το μπουκάλι. Αν κρατήσει τα ξεσπάσματά του, έχει καλώς. Αν, όμως, ανεβάσει περισσότερο τους τόνους, θα κάνει τον χαρακτήρα του το κύριο θέμα αμφισβήτησης.
Επίσης, αυτό που είχε γράψει προ ημερών ο Κάρπετ και ισχύει είναι η συνήθεια του Κετσπάγια να φέρνει ως παράδειγμα την Ανόρθωση. «Εμείς στην Ανόρθωση…» και ακολουθεί μια ιστορία με τα έργα και τις ημέρες του Κετσπάγια στην Ανόρθωση. Ο λόγος που όλο μιλάει για την Ανόρθωση ο Κετσπάγια είναι ότι είναι το μόνο προπονητικό σημείο αναφοράς στην καριέρα του.
Το πρόβλημα, όμως, θα ήταν το αντίθετο. Να έχει πάει από τον Ολυμπιακό στην Ανόρθωση και να λέει πώς τα κάνανε στην προηγούμενη ομάδα του. Σε αυτή την περίπτωση ακούγεται σνομπάρισμα. Για απόδειξη σκεφτείτε τον Τεν Κάτε στις ομιλίες του να ξεκινάει με το «εμείς στην Μπαρτσελόνα…» και το «όταν ήμασταν στην Τσέλσι...».
Μόνο που το μυαλό του παίκτη πολλές φορές είναι άβυσσος στο πώς καταλαβαίνει αυτά που ακούει. Φεύγει ο Εντίνιο από την ΑΕΚ, μιλάει για παιδιά και αποπαίδια του Μπάγεβιτς και λέει ότι ορισμένοι παίκτες δεν χρειαζόταν να σκίζονται στις προπονήσεις, μια και είχαν σίγουρη τη θέση στην ομάδα.
Μετά προσθέτει ότι δεν θέλει να πει ονόματα, γιατί κάποιοι είναι φίλοι του. Και το ρεπορτάζ από το Ζέεφελντ μετά αναφέρει ότι κάποιοι παίκτες της ΑΕΚ στράβωσαν για τα καρφιά του πρώην συμπαίκτη τους. Σκέψου, δηλαδή, ο Εντίνιο να είχε πει και ονόματα.
Ενα ερώτημα είναι αν τα λεφτά από την πώληση του Εντίνιο είναι καλά. Εδώ σηκώνει κουβέντα. Από τη μία μιλάμε για ένα μόλις εκατομμύριο για ενεργό παίκτη της εθνικής Πορτογαλίας. Από την άλλη μιλάμε για έναν πλήρως απαξιωμένο από την ομάδα του παίκτη, που η τιμή του έχει πέσει κατακόρυφα από τη στιγμή που δεν ακολούθησε την ομάδα στην προετοιμασία.
Οι άλλες ομάδες ξέρουν ότι από εκείνη τη στιγμή, ό,τι μαγκιές και να λέει μια διοίκηση, θα κρατήσει τον παίκτη. Κι ας τον πληρώνει όσο πλησιάζουν το τέλος των μεταγραφών και η στιγμή της αλήθειας, που όσο ένας παίκτης πληρώνεται για να κάθεται τόσο χαμηλώνει και η τιμή. Και για να είμαστε δίκαιοι, η απαξίωση του Εντίνιο ξεκίνησε την εποχή του Δώνη.
Ευχαριστώ τον Π.Π. για την παρατήρησή του ότι στη συνέντευξη του «Μανόλο» στο «SMS» στη μία φωτογραφία φοράει το ρολόι στο δεξί και στην άλλη στο αριστερό. Πριν όλοι οι νέοι το μιμηθούν -ο «Μανόλο» πάντα έλεγε ότι είναι ο σπόρτκαστερ της νέας γενιάς και ο Ζανό των γερόντων-, να προσθέσω ότι και ο τίτλος της «SportDay» είναι ανάποδα. Οπως και η φωτογραφία.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.