Στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο νομίζω ότι περνάμε το πιο ενδιαφέρον καλοκαίρι των τελευταίων χρόνων. Το ενδιαφέρον σε αυτή την περίοδο οφείλεται στον τρόπο που το ποδόσφαιρο αντιδρά στην παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία δεν «φαίνεται» να το επηρεάζει σοβαρά. Βλέπουμε ότι υπάρχουν ομάδες που ξοδεύουν και μάλιστα ποσά που ξεφεύγουν από το μέτρο ή τη λογική, αν θέλετε, όμως η γενική εικόνα δείχνει μια αυτοσυγκράτηση ιδίως στη συμπεριφορά εκείνων που δεν έχουν μεγάλη οικονομική δύναμη.
Δεν θα πρέπει να παραγνωρίσει κανείς και το γεγονός πως υπάρχουν ομάδες που ξόδεψαν πολλά τα προηγούμενα χρόνια δημιουργώντας χρέη και τώρα -με αφορμή την οικονομική κρίση και την πίεση που δημιουργεί- προσπαθούν να μαζέψουν τα οικονομικά τους. Βέβαια, οι αντοχές του ποδοσφαίρου στην κρίση θα φανούν αργότερα, μέσα στη χρονιά, από τα επίπεδα στα οποία θα διαμορφωθεί η «κατανάλωση» του προϊόντος ποδόσφαιρο και του ποδοσφαιρικού θεάματος.
Πόσα διαρκείας θα πουλήσουν οι ομάδες, πόσες φανέλες, ποιος θα είναι ο μέσος όρος των εισιτηρίων, τι θεαματικότητες θα συγκεντρώσουν τα παιχνίδια που μεταδίδονται τηλεοπτικά, πόση διαφήμιση θα προσελκύσουν, τι χορηγίες θα εξασφαλίσουν οι ομάδες και όλα αυτά τα σχετικά με το μάρκετινγκ ζητήματα. Υπάρχουν ειδικοί της οικονομίας των σπορ που υποστηρίζουν ότι σε τέτοιες εποχές αβεβαιότητας, στις οποίες πλήττεται, μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα για κατανάλωση και δεν είναι φρόνιμο να κάνεις υπέρογκες δαπάνες.
Υπάρχουν διάφορα πρότυπα οικονομικής συμπεριφοράς, όπως ας πούμε της Ρεάλ και της Μάντσεστερ. Και οι δύο είναι ομάδες με πολύ μεγάλο χρέος αλλά η Ρεάλ ξοδεύει πολλά, ενώ η αγγλική ομάδα ακολουθεί μια πολύ πρισσότερο συγκρατημένη οικονομική πολιτική, παρά το γεγονός ότι έβαλε και 94 εκατομμύρια στο ταμείο της από την πώληση του Κριστιάνο Ρονάλντο.
Φυσικά, η πορεία της Γιουνάιτεντ τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα πετυχημένη, αντίθετα μ’ εκείνη της Ρεάλ, που είναι αναγκασμένη να κάνει επενδύσεις για να μπορέσει να γίνει πιο ανταγωνιστική μέσα στο γήπεδο, αλλά και να μεγαλώσει τις εισροές της από το μάρκετινγκ. Εδώ αξίζει να σημειώσει κάποιος την πίεση που νιώθει η Μπαρτσελόνα, η οποία θα αναγκαστεί να κάνει κάποια ή κάποιες μεταγραφές και για λόγους μάρκετινγκ. Σκέφτομαι, όμως, το κόστος που μπορεί να έχει για μια ομάδα όπως η Ρεάλ η αποτυχία της να διακριθεί τη χρονιά που θα αρχίσει σε λίγο.
Γιατί, για επενδύσεις αυτού του ύψους και για μια ομάδα του μεγέθους της Ρεάλ, θα είναι αποτυχία το να μην κατακτήσει το πρωτάθλημα και να μη φτάσει στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ ή τουλάχιστον στον τελικό. Και πρόκειται για διακρίσεις που, αν τις πετύχει, θα πρέπει να τις επαναλάβει και την επόμενη χρονιά για να υπολογίσει σε κάποια σοβαρά έσοδα που θα βοηθήσουν να πραγματοποιηθεί η απόσβεση ενός μεγάλου μέρους των φετινών της επενδύσεων. Δεν είναι δυνατό με οικονομικούς όρους μια ομάδα αυτού του επιπέδου να ξοδεύει κάθε χρόνο μεγάλα ποσά σε μεταγραφές.
Ο παραλογισμός της πρώτης τριετίας του Αμπράμοβιτς στην Τσέλσι μπορεί να έφερε δύο πρωταθλήματα στην ομάδα, αλλά δεν της έφερε –ακόμη- το ιερό δισκοπότηρο, ενώ της δημιούργησε και πολύ μεγάλα χρέη. Φέτος βλέπουμε και μία ακόμα ομάδα να έχει μπει δυναμικά στον τρελό χορό των δαπανών, χωρίς να υπάρχουν εχέγγυα ότι θα μπορέσει να πετύχει τον στόχο της.
Η Μάντσεστερ Σίτι –που ακόμη πιστεύει ότι μπορεί να δελεάσει με τα χρήματα των Αράβων τον Τέρι της Τσέλσι (το σίριαλ του καλοκαιριού την Αγγλία)- ξοδεύει ασύστολα για να μπει σφήνα στην τετράδα των ισχυρών, όπως ακριβώς έκανε πριν από δύο χρόνια η Τότεναμ, που ξόδεψε 85 εκατομμύρια μέσα σε ένα καλοκαίρι.
Οι «πετεινοί», βέβαια, ακόμη κυνηγούν το όνειρο αλλά πιο συντηρητικά, διότι κατάλαβαν ότι υπάρχει όριο στις δαπάνες. Οι Αραβες της Σίτι και οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω τους θεωρούν ότι όλα είναι ζήτημα χρημάτων. Ενα λάθος που έκαναν και άλλοι στο παρελθόν και το κατάλαβαν όταν ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Μόνο που το χρέος το φόρτωσαν στην ομάδα και όχι στην πλάτη τους. Δείτε τη Νιούκαστλ που πέφτει στον ίδιο γκρεμό που έπεσε πριν από μία επταετία η Λιντς.
Ενας άλλος δρόμος
Οι ομάδες πολύ συχνά όταν πρόκειται να ασχοληθούν με νεαρούς ποδοσφαιριστές, με ταλαντούχους, το κάνουν μόνον από ανάγκη. Αν δηλαδή οι οικονομικές τους δυνατότητες δεν τους επιτρέπουν να ξοδέψουν χρήματα για φτασμένους ποδοσφαιριστές –που κοστίζουν- στρέφονται στα τμήματα υποδομής, δίνοντας χώρο και χρόνο σε κάποιους από τους ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που διαθέτουν.
Μια τέτοια πολιτική είναι, βέβαια, κοντόφθαλμη, ευκαιριακή και στερεί ευκαιρίες από τους νεαρούς ποδοσφαιριστές, αλλά έχει να κάνει εκτός από τις οικονομικές δυνατότητες και με την πολιτική για τα τμήματα υποδομής που έχει μια ομάδα και την αξιοποίησή τους. Οι αλλαγές στην ποδοσφαιρική αγορά και η οικονομική κρίση αναγκάζουν πολλές από τις μεγάλες ομάδες να δουν με άλλο μάτι τα τμήματα υποδομής. Οι μικρές ομάδες, που δεν έχουν οικονομικές δυνατότητες για μεταγραφές, θα έπρεπε να στηρίζονται περισσότερο πάνω στους νεαρούς ποδοσφαιριστές αλλά, αν κοιτάξει κάποιος ακόμα και το ρόστερ ομάδων της ελληνικής Γ' Εθνικής, θα κατανοήσει τη ζημιά που έκανε ο νόμος Μποσμάν.
Ας επιστρέψω, όμως, στους νεαρούς. Μια μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα που φέτος -από ανάγκη, λόγω των χρεών της- κάνει στροφή στην ανάδειξη και αξιοποίηση νεαρών ποδοσφαιριστών είναι η Μίλαν. Στην εντεκάδα της φετινής χρονιάς θα δούμε να παίρνουν όλο και μεγαλύτερο χρόνο συμμετοχής και περισσότερες πρωτοβουλίες τέσσερις ποδοσφαιριστές μικρότεροι των 21. Ο Βραζιλιάνος Πάτο και οι Ιταλοί Μπερέτα, Τζιγκόνι και Ντι Τζενάρο. Παράλληλα, παρατηρώ και ένα ακόμα φαινόμενο που αρχίζει να παίρνει έκταση.
Οι ομάδες αρχίζουν σιγά σιγά να εμπιστεύονται νεαρούς προπονητές, που, πέρα από όλα τα άλλα, κοστίζουν και λιγότερο. Την εντυπωσιακή αρχή έκανε πέρυσι η Μπάρτσα με τον Γκουαρντιόλα, και ακολουθούν φέτος η Μίλαν με τον Λεονάρντο και η Γιουβέντους με τον Φεράρα. Πιθανόν, αν αυτή η τάση γενικευτεί, να σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα από τη διάθεση των ομάδων να κάνουν οικονομία. Ισως αρχίζει το βάρος να πέφτει περισσότερο στο θέαμα και λιγότερο στην τακτική.
Δώσε για να πάρεις
Λένε ότι στην πολιτική οι πρωθυπουργοί δεν αποκαλύπτουν ποτέ τις προθέσεις τους σε ό,τι αφορά τους ανασχηματισμούς και τις εκλογές. Αν σε ό,τι αφορά τους ανασχηματισμούς μπορεί και να αιφνιδιάσουν –όσο και αν αμφισβητείται, πλέον, το δημοσκοπικό όφελος που μπορεί να αποφέρει μια τέτοια κίνηση-, με τις εκλογές τα πράγματα «μυρίζουν» από νωρίς. Κάτι οι παροχές ή τα ρουσφετολογικά παραθυράκια που ανοίγουν, κάτι οι ρυθμίσεις και οι εκκρεμότητες για ζητήματα που αφορούν τα θέματα των media, κάτι η διάθεση της κρατικής διαφημιστικής δαπάνης, όλα αυτά αποτελούν ισχυρές ενδείξεις.
Οπως επίσης τα σκληρά οικονομικά μέτρα. Οταν είναι αναγκασμένη να πάρει τέτοια μέτρα, το κάνει μετά τις εκλογές. Και αυτή η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη το φθινόπωρο να πάρει σκληρά μέτρα. Βέβαια, επειδή τον τελευταίο καιρό ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας μάς «τα έχει ζαλίσει» με το δημόσιο χρέος και την ανάγκη περιορισμού των δημόσιων δαπανών, από πού θα πληρωθούν οι 80 χιλιάδες συμβασιούχοι που σχεδιάζεται να μονιμοποιηθούν;
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.