Είδα το ματς του Παναθηναϊκού με τη Βασιλεία σε τηλεόραση των 40 ιντσών. Στο «Chez Biniaris», από τα 20 μέτρα, και στις περισσότερες φάσεις η απορία ήταν αν αυτό που έβλεπα ήταν το πόδι του παίκτη ή του χταποδιού που μασούλαγα. Νομίζω ότι η προσοχή με την οποία το παρακολούθησα ήταν η ενδεδειγμένη.
Ο Κατσουράνης, ο Σισέ και ο Λέτο είναι γνωστοί και δεν έχουν ενταχθεί ακόμα στο σύστημα, και το δεύτερο φιλικό ματς της σεζόν δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο της πρόβας τζενεράλε. Στο φινάλε, κάθε χρόνο δεν φωνάζουμε ότι δεν μπορούν να βγαίνουν συμπεράσματα από τα φιλικά ματς; Οπότε τι απομένει να δεις; Τον Καραγκούνη;
Στο ότι ο Παναθηναϊκός δεν έβγαινε καλά από τα πλάγια δεν θα έδινα καμία σημασία, αν το πρόβλημα δεν περιελάμβανε τον Σωτήρη Νίνη. Μπορεί να μην είχε βοήθειες από τον παίκτη που έπαιζε στην πλευρά του και ίσως με τον Μουν πλάγιο δεξί μπακ -αντί του Μελίσση- η απόδοση του Νίνη να ήταν καλύτερη, αλλά το πρόβλημα του Νίνη εξελίσσεται σε χρόνιο. Προσπαθώντας να διορθώσει το ένα, χαλάει το άλλο. Η ιστορία του Νίνη αγωνιστικά πάει να μοιάσει με την αντίστοιχη του Δημήτρη Παπαδόπουλου.
Ο οποίος αφού κάποια στιγμή μπλέχτηκε από τις οδηγίες των προπονητών του, άρχισε να αλλάζει στυλ στο παιχνίδι του, μέχρι που βολεύτηκε με μια περίεργη λύση. Για να δείξει στους προπονητές του ότι είναι φιλότιμος άρχισε να κυνηγάει τους αντίπαλους αμυντικούς σαν να έπαιζε αυτός άμυνα. Ενα στυλ που αρχικά ικανοποιεί τον προπονητή και την εξέδρα αλλά τελικά καταστρέφει την καριέρα του επιθετικού.
Γιατί ο επιθετικός χρειάζεται καθαρό κεφάλι για να κάνει τις καλύτερες επιλογές, ενώ στην περίπτωση του αμυντικού και ένα διώξιμο μπορεί να αρκεί. Μετά τη χρονιά του Μουνιόθ, η εκρηκτικότητα και όχι το φιλότιμο ήταν αυτό που είχε λείψει από τον Νίνη. Οπότε, σε αυτό που πρέπει να συγκεντρωθεί είναι η έκρηξη στο παιχνίδι του και τα fundamentals. Στα βασικά στοιχεία του τρόπου παιχνιδιού του που τον είχαν κάνει να ξεχωρίσει όταν πρωτοεμφανίστηκε.
Τώρα, το ότι στα δεξιά της άμυνας -ιδιαίτερα μετά τα προβλήματα με τον Μουν- χρειάζεται ένας αμυντικός, δεν χρειάζεται να έχεις τελειώσει την ανωτάτη ποδοσφαιρική σχολή της Ζυρίχης για να το καταλάβεις. Οτι η επόμενη επιλογή μπορεί να είναι το στόπερ ή ένας για το πλάι δεξιά είναι λογικό. Υπάρχει όμως και η αρχή των συσχετισμών. Οταν μια ομάδα παίρνει έναν πολύ καλό παίκτη, οι υπόλοιποι μοιάζουν -χωρίς να είναι- χειρότεροι. Ο Παναθηναϊκός αυτή τη στιγμή για τα ελληνικά δεδομένα έχει την καλύτερη δεκαοκτάδα και απομένει στον Τεν Κάτε να τη μοντάρει. Χωρίς φυσικά να μπορεί να κριθεί στο δεύτερο φιλικό ματς. Οπως άλλωστε κάθε καλοκαίρι επαναλαμβάνουμε…
Από τον V.X., που δηλώνει αναγνώστης από την εποχή που έγραφα στο «Motorrad», πήρα mail με αντικείμενο την προφορά του Κάλστρομ. Αναφέρει ότι το όνομά του προφέρεται «Σέλστρομ» με το πρώτο «σ» να έχει το πάχος των «σ» του Κωνσταντίνου Original Καραμανλή. Στο γράμμα τονίζεται ότι η προσφορά στην ορθή προφορά του ονόματος του παίκτη γίνεται στην αρχή του «η προφορά του ονόματος ενός παίκτη είναι αυτή με την οποία τον αποκάλεσε ο πρώτος δημοσιογράφος που του μίλησε στο αεροδρόμιο».
Η εξαίρεση του κανόνα είναι ότι ο παίκτης μπορεί να αποκτήσει και δεύτερο όνομα, αν έτσι τον πει πάνω από τρεις φορές ο Σπυρόπουλος σε περιγραφή του. Του κανόνος εξαιρούνται οι παίκτες που υπάγονται στην κατηγορία «Νταραγκλίτση», σύμφωνα με τον αφορισμό του παίκτη «Νταραγκλίτσας, Νταραγκλίτσης, στ’ αρχίδια μου…». Μνεία χρήζει το φαινόμενο Τσ(ι)άρτα (Τσέρτη), που κάποια μέρα ο Βασίλης θα βγει και θα πει ότι κανένα από τα τρία ονόματα δεν είναι το σωστό και θα πρέπει να τον φωνάζουμε «Καμπρέρα».
Το θέμα πάντως θα το κλείσω με τη ρήση του Fat Freddy’s Cat «Call me Diddlewit, call me Finklewithers, call me anything you like, but never call me late for dinner». Και όποιοι δεν το καταλάβανε να αγοράζουν από εδώ και εμπρός ελληνικές εφημερίδες για να προσπαθούν να καταλάβουνε τι σημαίνει στα ελληνικά «Οταν τα σκληρά αρχίζουν, ο σκληρός ξεκινάει». Από την εποχή που έφυγε η εθνοσωτήριος τα ελληνικά έχουν γίνει εντελώς, τελείως passe.
Την εθνοσωτήριο τη θυμήθηκα διαβάζοντας ότι στις εκλογές του Ερασιτέχνη Παναθηναϊκού πρόεδρος εκλέχθηκε ο Μιχάλης Κίτσιος, κυβερνητικός επίτροπος στον Παναθηναϊκό στη δικτατορία. Η εκλογή του λοιπόν στη θέση του προέδρου γεννάει κάποια ερωτήματα. Στα 40 χρόνια που μεσολάβησαν από τον διορισμό του ως κυβερνητικού επιτρόπου ήταν τόσο καλός, που όταν ο Παναθηναϊκός χρειάστηκε πρόεδρο, στον Κίτσιο χρειάστηκε να στραφεί; Αν ισχύει, μήπως η χούντα έκανε καλές επιλογές;
Εκτός αν δεχτούμε ότι αυτοί που τον εξέλεξαν δεν έκαναν καλή επιλογή ή ότι είναι χουντικοί ή ό,τι άλλο… Πάντως, το γεγονός παραμένει. Βάλανε στα ρεπορτάζ ένα «Μιχάλης Κίτσιος, στρατιωτικός» και δεκάδες προοδευτικά οπίσθια σταμάτησαν να farting wool. Γιατί άλλο να κάνουμε πολεμική στον Μπερλουσκόνι και τον Μπους, που στα παπάρια τους τι γράφουν στην Ελλάδα, και άλλο να κάνουμε στις εκλογές του Ερασιτέχνη Παναθηναϊκού, που όλο και κάποιος ασχολείται…
Στην αρχή είχα νομίσει ότι πρόκειται για άλλο «Μιχάλη Κίτσιο», αφού όταν είχε γίνει κυβερνητικός επίτροπος εγώ ήμουνα 20 χρόνων, αλλά η αρχαιοπανάθα Π.Ι. στο καφέ του Ομίλου Αντισφαίρισης με διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για τον αυθεντικό. Οπότε έπεσε η ερώτηση-κουίζ. Ποιοι ήταν οι κυβερνητικοί επίτροποι στις μεγάλες ομάδες στη διάρκεια της δικτατορίας. Θυμήθηκα τον Πότη Ηλιόπουλο του Ολυμπιακού που είχε αδελφό τον Τζίμη που ήταν επίτροπος στον Πανιώνιο.
Ο Π.Ι. πρόσθεσε τρεις ακόμα του Παναθηναϊκού. Αργότερα θυμήθηκα τον Παπαποστόλου, και πάλι του Ολυμπιακού. Δεν θυμόμουνα όμως ποιοι ήταν στην ΑΕΚ, στον ΠΑΟΚ και έψαξα να βρω τα ονόματα στο Internet. Λοιπόν. Πιο εύκολα βρίσκεις πληροφορίες για τη σεξουαλική ζωή του γλάρου παρά για ό,τι έχει σχέση με τις ομάδες και τη χούντα. Υπάρχουν κάτι αναφορές για τη «χούντα και το ποδόσφαιρο», υπάρχει ένα κείμενο που βάζουν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού όταν τους την πέφτουν για το «Γουέμπλεϊ» και αναφέρεται στη σχέση του Ολυμπιακού με τη χούντα και του Γουλανδρή με τον Παπαδόπουλο, που έχει αντιγραφεί από κάποια πράσινη εφημερίδα, αλλά το θέμα είναι τσιζ, φτου, μη, κακά.
Οχι βέβαια ότι πρόκειται για κάποιο συγκλονιστικό ιστορικό θέμα που θα κλονίσει τα θεμέλια του ποδοσφαίρου, αλλά δείχνει τη νοοτροπία των Μέσων απέναντι στους οπαδούς των ομάδων. Γράφεται και λέγεται ό,τι δεν πρόκειται να χαλάσει τον πελάτη. Δεν μιλάω μόνο σε επίπεδο σχολίου, αλλά και σε επίπεδο ρεπορτάζ. Εδώ γράφουμε ο «Ιβοριανός άσος» και όποια άλλη άσχετη με το θέμα λεπτομέρεια σε μορφή επιθέτου, και όταν κάποιος προσδιορισμός έχει νόημα γιατί σου δείχνει την προϊστορία του προσώπου δεν το γράφουμε. Εστω, ρε παιδάκι μου, έτσι ξερά. Χωρίς κρίση. Αντίθετα, γράφεται ό,τι αρέσει στις ομάδες, ορισμένες φορές με σουρεαλιστικά αποτελέσματα.
Οπως στην περίπτωση του άρθρου της Μανίνας Ντάνου για τον ΠΑΟΚ στην «Καθημερινή». Δημοσιεύθηκε η ανακοίνωση της διοίκησης του ΠΑΟΚ χωρίς το άρθρο της Ντάνου. Σαν τα Μέσα να έχουν την υποχρέωση να δημοσιεύουν τις διαμαρτυρίες που αφορούν άλλα Μέσα. Και ως αναγνώστης αν δεν έχεις διαβάσει το άρθρο στην «Καθημερινή», ανάθεμα αν μπορείς να βγάλεις συμπέρασμα.
Μια λοιπόν και αναφερόμουνα στο Internet και το πόσο δύσκολο είναι να βρεις κάτι, αφού η ποσότητα της πληροφορίας και η αναξιοπιστία πάνε να ακυρώσουνε το Μέσον να προσθέσω ότι έδωσα συνέντευξη στο http://suspect-enjoys-the-silence.blogspot.com/2009/07/blog-post_06.html, όπου μεταξύ άλλων αποκαλύπτω πώς γνώρισα τη Μαριγώ και αν το απολλώνιο φως εκτός από τους Εβραίους διώχνει και τα κουνούπια.
Εδώ να προσθέσω ότι από την τελευταία μου γραπτή συνέντευξη έχουν μεσολαβήσει χρόνια. Παρ’ ότι εν τω μεταξύ υπήρξαν προτάσεις, ο λόγος που δεν έδινα είναι ότι στα κλασικά έντυπα οι ερωτήσεις είναι κλασικότερες και κυρίως ότι ορισμένα πράγματα, όπως το πού έχεις γεννηθεί και πού γνώρισες τον Κάρπετ, παραμένουν ίδια.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.