Κάποτε ήταν το κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου. Με γεμάτα γήπεδα, σπουδαίες ομάδες, μεγάλους ποδοσφαιριστές, χορηγούς, διαφημιστές και πολλά εκατομμύρια. Τώρα μοιάζει με ένα μεγάλο δεξαμενόπλοιο, έρημο, που μένει δεμένο αρόδο, περιμένοντας τη σειρά του να πάει για σκραπ. Λίγο ακόμη και θα μπορούσε να μοιάζει με εκείνες τις έρημες πόλεις του Φαρ Ουέστ, τις οποίες έφτιαξαν και στη συνέχεια εγκατέλειψαν χρυσοθήρες. Το Καμπιονάτο, τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια, βρίσκεται σε διαρκή πτώση.
Κι αυτό παρά το γεγονός ότι μέσα σε αυτή τη δεκαετία που διανύουμε τώρα είχαμε έναν καθαρά ιταλικό τελικό το 2002-03, στον οποίο νίκησε η Μίλαν, η οποία στη συνέχεια βρέθηκε σε δύο ακόμη τελικούς για να κερδίσει τον έναν, αυτόν που έγινε στην Αθήνα το 2007. Ομως, η Μίλαν είναι ένα τελείως διαφορετικό κεφάλαιο του ιταλικού ποδοσφαίρου και οι επιτυχίες της δεν αντανακλούν τη συνολική δύναμη και οικονομική υγεία του Καμπιονάτο. Θα περίμεμενε κάποιος ότι, μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του '90 που έγινε στην Ιταλία, το ιταλικό ποδόσφαιρο θα γνώριζε πολύ μεγάλη ανάπτυξη.
Και για μία επταετία περίπου η εικόνα που παρουσίαζε ήταν εικόνα ανάπτυξης και επέκτασης. Μόνο που –και εδώ– η απληστία έπαιξε τον ρόλο της. Οι ομάδες, στην προσπάθειά τους να γίνουν ισχυρότερες αλλά και για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τους αγγλικούς συλλόγους στη μεταγραφική αγορά, άρχισαν να ξοδεύουν όλο και περισσότερα, χωρίς να έχουν και ανάλογη αύξηση στα έσοδά τους. Το επόμενο φυσικό επακόλουθο ήταν η χρεωκοπία και χρειάστηκαν τρεις νομοθετικές ρυθμίσεις στην ιταλική βουλή για να ρυθμιστεί στο τέλος του 2003 ένα χρέος, για όλες τις ομάδες της Σέριε A, που έφθανε τα 700 εκατομμύρια.
Οι ομάδες, με χρέη και χωρίς χρήματα πλέον, άρχισαν να παίζουν κακό ποδόσφαιρο. Οι κερκίδες στα ήδη γερασμένα γήπεδα άρχισαν να αδειάζουν με γοργό ρυθμό, η βία πήρε θέση στις άδειες κερκίδες και η λάμψη ενός μεγάλου πρωταθλήματος, που είχε ανοίξει τις πόρτες του στους μεγάλους σταρ από τις αρχές της δεκαετίας του 80, άρχισε να σβήνει. Αργότερα θα έρθουν στην επιφάνεια και τα σκάνδαλα των στημένων παιχνιδιών και η όποια αξιοπιστία του ιταλικού πρωταθλήματος θα πάει περίπατο.
Ολη αυτή η αρνητική πραγματικότητα, όμως, μυστηριωδώς δεν θα εμποδίσει την Ιταλία να κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο το 2006. Να, κάτι τέτοια, η Μίλαν, η εθνική Ιταλίας, κάποιοι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, είναι τα στοιχεία που δημιουργούν μια ψευδαίσθηση γα τη δυναμική του ιταλικού πρωταθλήματος. Ομως, τώρα, μετά και την αποχώρηση του Κακά –της οποίας ο συμβολισμός είναι ιδιαίτερα ισχυρός-, το Καμπιονάτο έχει φθάσει στο χαμηλότερο σημείο που θα μπορούσε. Από εδώ και πέρα, μόνο προς τα πάνω θα μπορεί να κινηθεί ή, τουλάχιστον, αυτό ελπίζουν οι φίλοι του, ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο γράφων.
Η αποχώρηση του Κακά ήταν το πιο μεγάλο χτύπημα που δέχθηκε το ιταλικό ποδόσφαιρο μετά το τέλος της φετινής αγωνιστικής περιόδου. Είχαν προηγηθεί οι ανακοινώσεις των αποχωρήσεων τριών σπουδαίων ποδοσφαιριστών. Του Μαλντίνι, του Φίγκο και του Νέντμεντ. «Δεινόσαυροι», θα πει κάποιος. Αλλά έτσι συμβαίνει με ό,τι μεγάλο σβήνει. Το ιταλικό ποδόσφαιρο δεν προσελκύει νέους ποδοσφαιριστές, ενώ σε πάρα πολλές περιπτώσεις βλέπει τα ταλέντα του να φεύγουν για το εξωτερικό.
Ομως, πέρα από τους ποδοσφαιριστές υπήρχε και η αποχώρηση ενός μεγάλου προπονητή. Ο Κάρλο Αντσελότι, ένας από τους καλύτερους και πιο επιτυχημένους Ιταλούς προπονητές, για τα επόμενα τρία χρόνια –καλώς εχόντων των πραγμάτων- θα κάθεται στον πάγκο της Τσέλσι. Και ως φαίνεται, μία ακόμη αποχώρηση ενός μεγάλου σταρ, του Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, ετοιμάζεται. Τι άλλο μένει, με δεδομένο ότι η Ιντερ εκτός Ιταλίας δεν δείχνει να φοβίζει κανέναν, ενώ η Μίλαν και η Γιουβέντους χτίζονται από την αρχή; Το μόνο που μένει είναι η ελπίδα το ιταλικό ποδόσφαιρο να ξαναβρεί τον δρόμο του. Η λάμψη, έτσι κι αλλιώς, αν έρθει, θα αργήσει πολύ ακόμη.
Ο γέρος σκύλος και τα νέα κόλπα
Η επιστροφή του Φλορεντίνο Πέρεθ στην προεδρία της Ρεάλ φαίνεται να είναι η μόνη λύση για να γυρίσει η «Βασίλισσα» ξανά στην κορυφή της Ευρώπης. Οχι ότι ο Πέρεθ έχει κάποια μυστική συνταγή. Γι' αυτόν ισχύει η παλιά αμερικανική παροιμία που υποστηρίζει πως δεν μπορείς να μάθεις καινούργια κόλπα σ' ένα γέρικο σκύλο. Η συνταγή του Πέρεθ είναι μία. Χρήματα. Ξοδεύει για να φτιάξει μεγάλες ομάδες. Δεν είναι κάποια πρωτότυπη συνταγή, αλλά είναι αποτελεσματική, ιδίως όταν έχεις να ξοδέψεις.
Και το καλό με τα γέρικα σκυλιά είναι ότι μπορείς να τα εμπιστευτείς. Ο Πέρεθ είναι γνωστό ότι μπόρεσε να εξασφαλίσει για τις μεταγραφικές κινήσεις του μαδριλένικου συλλόγου ένα δάνειο 120 εκατομμυρίων ευρώ από τραπεζικά ιδρύματα. Βέβαια, η προηγούμενη παρουσία του στην προεδρία της «Βασίλισσας» μπορεί να μην έφερε τους τίτλους που όλοι θα περίμεναν, αλλά γέμισε για τα καλά τα ταμεία της.
Είναι χαρακτηριστικό πως όλοι οι μεγάλοι σταρ που υπέγραφαν συμβόλαιο με τη Ρεάλ επί των ημερών του δεσμεύονταν να παραχωρούν το μισό ποσό κάθε διαφημιστικού συμβολαίου που υπέγραφαν ως παίκτες της μαδριλένικης ομάδας. Και αν σκεφθεί κάποιος το ύψος των συμβολαίων που υπέγραφαν ποδοσφαιριστές όπως ο Ζιντάν, ο Μπέκαμ, ο Ρομπέρτο Κάρλος, ο Ρονάλντο ή ο Ραούλ, μπορεί να καταλάβει τις εισροές που εξασφάλιζε για το ταμείο της Ρεάλ, η οποία «έβγαλε» το κόστος της μεταγραφής του Μπέκαμ μόνο από τις φανέλες που πουλήθηκαν με το όνομά του. Φυσικά, τη φετινή μεταγραφική της επίθεση η Ρεάλ δεν θα τη βασίσει μόνο πάνω στο δάνειο που εξασφάλισε ο Πέρεθ αλλά και στις οικονομικές επιδόσεις του ίδιου του συλλόγου.
Η Ρεάλ στο τέλος του μήνα αναμένεται να ανακοινώσει μία αύξηση στα ετήσια έσοδά της, η οποία φθάνει στο ποσό–ρεκόρ των 407 εκατομμυρίων ευρώ, 41 περισσότερα από πέρυσι. Μάλιστα, τα κέρδη του συλλόγου, προ φόρων, φθάνουν τα 58 εκατομμύρια ευρώ και, επιπλέον, σημειώθηκε και μείωση των χρεών της κατά 17%. Τα 407 εκατομμύρια ευρώ ως ετήσια έσοδα καθιστούν τη Ρεάλ τον πλουσιότερο σύλλογο στον κόσμο αυτή τη στιγμή και μπορούν να τροφοδοτούν τα όνειρα των φίλων της για την επιστροφή στην κορυφή.
Δικαιολογείται η αισιοδοξία;
Εντάξει, οι εκλογές πέρασαν και η κυβέρνηση πήρε το μήνυμα που της έστειλαν οι πολίτες και πιστεύει πως το αποκρυπτογράφησε σωστά. Και, σύμφωνα με τα λεγόμενα του πρωθυπουργού αλλά και κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης, το περιεχόμενο του μηνύματος έλεγε περισσότερη δουλειά και επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων. Και η συζήτηση γι' αυτές τις μεταρρυθμίσεις, για το κόστος τους, την κατεύθυνση προς την οποία θα κινούνται, το ποιοι θα ωφεληθούν από αυτές τις μεταρρυθμίσεις, αυτή η συζήτηση ποτέ δεν έγινε.
Και δεν πρόκειται να γίνει τώρα. Εκείνο που είμαι περίεργος να μάθω είναι το από πού αντλούν την αισιοδοξία τους ορισμένα κυβερνητικά στελέχη. Πώς το κυβερνητικό έργο θα είναι προς όφελος του πολίτη, όταν το 5% για την Παιδεία που είχε υποσχεθεί ο πρωθυπουργός δεν το έδωσε όταν ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 4% και δεν υπήρχε η παγκόσμια οικονομική κρίση; Το ερώτημα μπορεί να επαναληφθεί για διαφορετικές πολιτικές, αλλά δεν θα έχει απάντηση. Κι αυτό που μπορεί να θεωρηθεί απάντηση έχει τη μορφή του φόρου, που μαντεύετε ποιος θα τον πληρώσει.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.