ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑΣ
Eνα από τα συναισθήματα της εξέδρας του Ηρακλή, δείγμα αφοσίωσης αλλά και δραματικό ταυτόχρονα, είναι αυτό με το οποίο ο οπαδός παρακαλεί τον Θεό: «Οταν κάποτε πεθάνω, να μ’ αφήσεις να βλέπω τον Ηρακλή από τον ουρανό».
Το είδα στο σήμα της «Λέσχης Φίλων Ηρακλή», μιας ομάδας στενά δεμένης με τον αθλητισμό, τον πολιτισμό, τους εθνικούς αγώνες, όταν χρειάστηκε, αλλά και τις συνήθειες και τη νοοτροπία που κυριαρχούν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Το τι θα πράξει ο Υψιστος, βέβαια, αλλά και το τι γίνεται εκεί ψηλά εις τας αιωνίους μονάς ουδείς στον μάταιο τούτο κόσμο γνωρίζει. Γι’ αυτό κι έχω γίνει μάρτυρας σχετικών «αυτοκτονικών» συζητήσεων με φιλάθλους ή καλύτερα οπαδούς, οι οποίοι έλεγαν μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι προτιμούν να φύγουν από τον κόσμο το καλοκαίρι, ώστε να μη μείνουν με την αγωνία ποιος πήρε πρωτάθλημα, Κύπελλο και θέσεις στην Ευρώπη, ποιος πέφτει, ποιος ανεβαίνει και άλλα τέτοια!
Είναι όμως ευκαιρία με αφορμή την ίδρυση της λέσχης να θυμηθούμε ορισμένα πράγματα για τον «Γηραιό» της Θεσσαλονίκης.
Ο Ηρακλής των ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσης φιλάθλων, οι οποίοι πάνω από πρωταθλήματα και κύπελλα βάζουν την ανεπανάληπτη, «θεϊκή» ντρίμπλα του Χατζηπαναγή στον Στυλιανόπουλο, σ’ εκείνο το ιστορικό ματς Ηρακλής – ΑΕΚ του 1980 στο Καυτανζόγλειο, αποτελεί μια πραγματικά ξεχωριστή ιστορία.
Θα περίμενε κανείς ότι η έλλειψη τροπαίων θα στερούσε από την «κυανόλευκη» οικογένεια νέα μέλη, παιδιά και εφήβους. Κι όμως, νεολαία είναι η πλειονότητα των οπαδών της ομάδας, οι οποίοι αντιπαρέρχονται ψύχραιμα την ειρωνεία κυρίως των ΠΑΟΚτσήδων: «Ολες οι γριές χωρούν σε ένα ταξί»!
Είναι σύνηθες εξάλλου το φαινόμενο, κάνοντας μία καινούργια γνωριμία, μία φιλία, να διαπιστώνεις ότι «κι αυτός Ηρακλής είναι».
Τι είναι ο Ηρακλής, όμως;
Είναι η ιστορικότερη ομάδα της Βορείου Ελλάδας, η οποία μετεξελίχθηκε από τον «Σύλλογο Φιλομούσων» του 1896 στον Ηρακλής Γ.Σ. το 1908, τέσσερα χρόνια πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Είναι η ομάδα των εθνικών ηρώων Κατσάνη και Ιβάνωφ και πολλών μεταλλίων και πρωταθλητών.
Ηρακλής θα ήταν χωρίς άλλο η πλειονότητα των πιτσιρικάδων ορφανών του Παπαφείου της Κατοχής, μιας καλόκαρδης και ατρόμητης παρέας που εκδιώχθηκε από το ορφανοτροφείο από τους Γερμανούς και εξελίχθηκε στους «Ρομπέν των Δασών» της Θεσσαλονίκης, όπως απεικονίζεται στην ταινία «Ξυπόλυτο Τάγμα», ένα υπέροχο δείγμα όσο και μοναδικό του νεοελληνικού ρεαλισμού (1953).
Στην ταινία μπορείς να δεις πώς ήταν η Θεσσαλονίκη αμέσως μετά τον Eμφύλιο. Μπορείς να δεις τα τραμ, την Καμάρα, το λιμάνι με τις βάρκες, και τον τροχονόμο (θα τον θυμηθούμε και παρακάτω αυτόν).
Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, μια ηρωική συμμορία κλέβει τους κατακτητές και τους μαυραγορίτες για να βοηθήσει να επιβιώσουν οι πένητες και αντιστασιακοί.
Ηρακλής είναι ο «κύριος Θουκυδίδης», ο 72χρονος συνταξιούχος του πέμπτου γυμνασίου αρρένων (φανταστική φιγούρα που εμφανίζεται στο εκπληκτικό διήγημα για τον Ηρακλή του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, «Πάλι κεντάει ο Στρατηγός»).
«Τότε που δεν είχα χρήματα πήγαινα κάθε Κυριακή στον Ηρακλή, τώρα που έχω, ποιο το όφελος; Δεν μ’ αφήνει ο γιατρός. Ασε που τις δύο τελευταίες φορές που πήγα με χτύπησαν άσχημα οι πιτσιρικάδες. Ολοι μας δέρνουν, πλέον, μέχρι και τα τζόβενα του Μακεδονικού. Οι ΠΑΟΚτσήδες, άμα τελειώσει το ματς στην Τούμπα και έχουν χάσει, πετάγονται κατευθείαν στο Καυτανζόγλειο και πλακώνουν εμάς για να ξεσπάσουν. «Πάμε», λένε, «να πλακώσουμε μερικές γριές να εκτονωθούμε»!
Κατ' άλλους Ηρακλής σημαίνει:
Αραιή κερκίδα απέναντι από τους επισήμους, Φεβρουάριο μήνα, ήλιο με δόντια και με τον Bαρδάρη να θερίζει με ριπές τη μεριά του Σέιχ Σου!
Σκληρή, αυτομαστιγωτική κριτική για την ομάδα με ισχυρές δόσεις γκρίνιας για τις φάσεις που δεν έγιναν γκολ ή για τις φάσεις που έβγαλαν οι αντίπαλοι λόγω δικής μας ολιγωρίας. Ολα αυτά έρχονται να δικαιώσουν όσους έσπευσαν να παρατηρήσουν ομοιότητες του «Γηραιού» με τον Συνασπισμό και τον πρόγονό του, το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Φιλάθλους που αν πήγαιναν όλοι μαζί στο γήπεδο ένα απόγευμα, κάτι σαν απογραφή πληθυσμού ένα πράγμα, θα άλλαζαν πολλές από τις δοξασίες της θεσσαλονικιώτικης ποδοσφαιρικής παραφιλολογίας.
Για τους παλιότερους, Ηρακλής ήταν ο τροχονόμος στη διαγώνιο τα χρόνια του '40 και του '50. Ο μύθος λέει πως οι τροχονόμοι του κέντρου της Θεσσαλονίκης έκαναν τα στραβά μάτια όταν τις τροχαίες παραβάσεις έκαναν οπαδοί του Ηρακλή. Αρκούσε να του ψιθυρίσεις στ' αυτί: «Ηρακλής είμαι», για να εισπράξεις ένα πλατύ χαμόγελο και ένα «άντε, φύγε, φύγε»! Σε αντίθεση με ΠΑΟΚτσήδες, Αρειανούς και «τσαμούρια» Καλαμαριώτες.
Προσωπικά απολαμβάνω πιο πολύ από οποιοδήποτε άλλο ένα τραγούδι της εξέδρας του «Γηραιού», παρμένο από τον Βασίλη Τσιτσάνη:
«Ελα να νιώσεις / πώς είν' η ζωή
κι όλα τα ωραία / με τον Ηρακλή».
Είναι νομίζω της ίδιας αξίας διασκευή με έναν άλλον Τσιτσάνη που συγκλόνισε την Ελλάδα το 2004: «Σήκωσέ το, το τιμημένο, δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω».
Παρμένο, βέβαια, από το «Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια στου γιαλού, στου γιαλού τα βοτσαλάκια».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.