Από καιρό έχω καταλάβει ότι στη δημοσιογραφία δεχόμαστε κάποια πράγματα ως δεδομένα μόνο και μόνο επειδή βαριόμαστε να ασχοληθούμε μαζί τους. Ετσι, εμείς οι ίδιοι είμαστε που συμβάλλουμε στην καλλιέργεια και την εδραίωση παρανοήσεων. Αυτή η τελευταία καραμέλα για την «πράσινη ανάπτυξη» και έναν καπιταλισμό οικολογικού χαρακτήρα, που θα σέβεται το περιβάλλον, φαίνεται πολύ ελκυστική και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Πόσω μάλλον που ο πλανήτης ήδη έχει αρχίσει να εκπέμπει SOS εδώ και χρόνια και οι κλιματικές αλλαγές μαζί με την ύπαρξη ακραίων καιρικών φαινομένων έχουν γίνει σχεδόν καθεστώς, με δυσάρεστες συνέπειες.
Στη δημοσιογραφία πολύ συχνά έχει μεγάλη σημασία να βρεις κάποιον που γνωρίζει καλά έναν τομέα –που εσύ αγνοείς– και ο οποίος μπορεί να σου εξηγήσει με κατανοητό τρόπο έννοιες και σχέσεις που είναι δυσνόητες για τους μη μυημένους. Και να σου τις εξηγήσει με τέτοιον τρόπο που να αποκλείει κάθε είδους καθοδήγηση, τουλάχιστον συνειδητή. Ο γράφων σε όλη αυτή τη μεγάλη και επίκαιρη –με την έννοια της μόδας– συζήτηση για την «πράσινη ανάπτυξη» έχει πολλές απορίες και ακόμα περισσότερες επιφυλάξεις.
Προχθές συναντήθηκα ύστερα από πολύ καιρό με έναν παλιό φίλο Βέλγο που εργάζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και έχει μία μεγάλη αγάπη στην Ελλάδα (τόσο που έφτασε να μάθει ελληνικά). Ο Ανρί βρέθηκε εδώ για τέταρτη φορά τους τελευταίους 8 μήνες, προετοιμάζοντας την επικείμενη συνταξιοδότησή του. Εκανε μία έρευνα αγοράς και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εδώ θα έχει πολύ καλύτερη ποιότητα ζωής απ' οποιοδήποτε άλλο μέρος στην Ευρώπη. Είχε αγοράσει το οικόπεδο στους πρόποδες του Πηλίου από την πλευρά του Αϊ-Γιάννη και έβαλε να φτιάξει ένα σπίτι βιοκλιματικό.
Ο Ανρί είναι ακόμα ειδικός σε ζητήματα περιβάλλοντος, παλιός μαοϊστής του Μάη του '68, συνεπής και συγκροτημένος οικολόγος, κρύβει το παρελθόν του όχι από ντροπή, αλλά από συστολή. Ενα παρελθόν που δεν σκέφτηκε ποτέ να ξεπουλήσει. Ενα από τα πράγματα που δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω σε όλες αυτές τις νέες δράσεις της περιβαλλοντικής πολιτικής είναι αυτό το περίφημο εμπόριο ρύπων που μπήκε στον κόπο ο Ανρί να μου εξηγήσει. Κάθε εταιρεία, ανάλογα με τον κλάδο βιομηχανικής παραγωγής στον οποίο βρίσκεται, έχει ένα ποσό ρύπων που μπορεί να «ρίξει» στο περιβάλλον. Αν ξεπεράσει αυτό το ποσό, δέχεται πρόστιμο.
Τώρα, αν μία άλλη εταιρεία έχει εξασφαλίσει μία περισσότερο φιλική συμπεριφορά προς το περιβάλλον και της περισσεύει ένα μεγάλο ποσό από το περιθώριο ρύπων που μπορεί να «ρίξει» στο περιβάλλον, αυτό το επιπλέον ποσό μπορεί να το πουλήσει στην εταιρεία που ξεπερνάει το περιθώριο που της έχει οριστεί. Σε μια πρώτη ματιά, το μέτρο φαίνεται καλό, αλλά, όπως μου εξήγησε ο Ανρί και όπως νομίζω ότι είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος, οι εταιρείες εκείνες που έχουν κατ' εξοχήν ρυπογόνο συμπεριφορά, αντί να δαπανούν κεφάλαια για να γίνει η παραγωγική τους δραστηριότητα περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον, αρκούνται στο να αγοράζουν ρύπους.
Κοστίζει λιγότερο. Βέβαια, δεν είναι και λίγες οι περιπτώσεις που το σύστημα μπορεί να αποδειχθεί εξυπηρετικό, αλλά έχει μετεξελιχθεί σ' ένα είδος κλαδικής χρηματιστηριακής αγοράς. Ο Ανρί μού έλεγε πως η αγορά ρύπων έχει γίνει περιζήτητη και προβλέπεται να φθάσει έως το 2020 στα 565 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τις προβλέψεις ενός πολύ γνωστού ερευνητικού κέντρου, του Point Carbon, που βρίσκεται στο Οσλο. Σύμφωνα με τα στοιχεία μιας άλλης εταιρείας ερευνών που εδρεύει στο Λονδίνο, της New Carbon Finance, έχουν επενδυθεί κάπου 12 δισ. δολάρια σε funds που ασχολούνται με την καταπολέμηση της ρύπανσης.
Το γνωστό πρακτορείο οικονομικών ειδήσεων «Μπλούμπεργκ» αρκετές φορές έχει μιλήσει για τους «καπιταλιστές των ρύπων», αφιερώνοντας εκτενή ρεπορτάζ στο νέο αυτό είδος που φιλοδοξεί να βγάλει κέρδος από το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Οι ρύποι παράγουν πλούτο
Το Λονδίνο έχει γίνει η χρηματιστηριακή πρωτεύουσα του νέου αυτού είδους «επένδυσης», μια και το 50% από τα κεφάλαια που επενδύονται στην αγορά ρύπων προέρχονται από εκεί. Η αγορά ρύπων γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη αποδοχή μετά την παγκόσμια περιβαλλοντική καμπάνια του Αμερικανού πρώην αντιπροέδρου Αλ Γκορ. Ο Αλ Γκορ ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της δημιουργίας αγοράς ρύπων ως μέσο για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου και την εκπλήρωση των κριτηρίων της συμφωνίας του Κιότο, που θέτει όρια στο πόσο επιτρέπεται να ρυπαίνουν οι χώρες. Ορια που ήδη θεωρούνται ξεπερασμένα.
Οι αγορές ρύπων δίνουν το δικαίωμα σε εταιρείες ενέργειας, διυλιστήρια και εργοστάσια να αγοράζουν και να πωλούν τα δικαιώματα ρύπων μόλις πιάσουν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο. Οι επικριτές αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα του οικονομικού κινήτρου και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημιουργία μιας ακόμα χρηματιστηριακής κερδοσκοπικής αγοράς που μπορεί να βοηθά τον πολλαπλασιασμό των κερδών των διάφορων επενδυτικών funds, αλλά όχι και το περιβάλλον.
Πόσο χρήμα –και φυσικά κέρδος– υπάρχει σε αυτή την αγορά φάνηκε και από τις εξαγορές και επενδύσεις που έκαναν μεγάλες εταιρείες και τράπεζες τα τελευταία χρόνια στη συγκεκριμένη αγορά. Για παράδειγμα, πριν από δύο χρόνια η γνωστή αμερικανική τράπεζα επενδύσεων Morgan Stanley αγόρασε το 38% της εταιρείας MGM International, η οποία είχε έδρα στο Μαϊάμι, για να επενδύσει σε έργα που έχουν σχέση με τη μείωση της εκπομπής καυσαερίων, ύψους 3 δισ. δολαρίων, στην αγορά ρύπων.
Από αυτή την αγορά που μπορεί να φτιάξει φούσκες και μεγάλα κέρδη δεν λείπουν και τα γνωστά αμοιβαία κεφάλαια υψηλού ρίσκου που έχουν τα τελευταία χρόνια ενσκήψει σε κάθε είδους χρηματιστηριακό προϊόν. Ενα από αυτά, το hedge fund Man Group, που είχε έδρα το Λονδίνο, στις αρχές του 2007 είχε συγκεντρώσει 382 εκατ. δολάρια για τη δημιουργία fund που ειδικεύεται στις εκπομπές διοξειδίου σε εργοστάσια άνθρακα στην Κίνα. Εκεί που 16 εκατομμύρια βιομηχανίες ρυπαίνουν καθημερινά το περιβάλλον και πολύ θα ήθελαν να αγοράσουν «περιθώρια».
Και με τον ηλεκτρισμό τι γίνεται;
Ο Ανρί είναι ένα βιβλίο γεμάτο ιστορίες. Ιστορίες που δείχνουν ποιο είναι το πραγματικό ενδιαφέρον των περισσότερων κυβερνήσεων στον κόσμο για το περιβάλλον. Ενα από τα πράγματα που δεν είναι γνωστά στους πιο πολλούς –και θα εκπλαγούν δυσάρεστα όταν ανακαλύψουν τη σημασία του– είναι πως η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ε.Ε. έχει απελευθερωθεί, βάζοντας και τους ιδιώτες σταδιακά στο παιχνίδι παραγωγής και πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας. Και ο ιδιώτης ενδιαφέρεται πρωτίστως για το κέρδος, σε αντίθεση με τις δημόσιες εταιρείες, κάτι που ανακάλυψαν με οδυνηρό τρόπο στην Καλιφόρνια, με το περίφημο μπλακάουτ της περασμένης δεκαετίας.
Η ηλεκτρική ενέργεια δεν μπορεί να αποθηκευτεί. Γι' αυτό οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν την ετοιμότητα να ανταποκριθούν ανά πάσα στιγμή σε ενδεχόμενη αύξηση της ζήτησης. Πριν από την απελευθέρωση της αγοράς στην Καλιφόρνια, οι δημόσιες επιχειρήσεις επένδυαν για να διατηρούν αυτή την ετοιμότητα. Μετά την απελευθέρωση, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις όχι μόνο δεν επένδυαν σε αυτόν τον τομέα, αλλά περίμεναν πώς και πώς να ξεπεράσει η ζήτηση την προσφορά για να κερδοσκοπήσουν με τις τιμές. Ενας κίνδυνος που βρίσκεται μπροστά μας.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.