Οσα θαυμαστά διαδραματίστηκαν εσχάτως σε Βερολίνο και Καλογρέζα πιστοποιούν ότι ισχύει και το... αντεστραμμένο αξίωμα: η αξία του νικητή δίνει δόξα στην προσπάθεια του ηττημένου. Αρκεί οι ηττημένοι να μη φοβηθούν την αυτοκριτική. Να θυμηθούν πως «αληθινή αποτυχία είναι αυτή που δεν έγινε μάθημα». Ηθικοπλαστικό κλισέ; Μπορεί. Πολύ χειρότερο, όμως, είναι το κλισέ που βολεύει οποιονδήποτε (ηττημένο) έχει διάθεση για... κοπάνα –όχι μόνο από το μάθημα, αλλά από την ίδια την πραγματικότητα.
Ποιο κλισέ εννοούμε; Αυτό που υπενθυμίζει πως «ο αγώνας κρίθηκε σε ένα σουτ» (μπάσκετ) ή «στα πέναλτι» (ποδόσφαιρο), επεκτείνεται στο αυτονόητο «θα μπορούσαμε να έχουμε κερδίσει εμείς» και τερματίζει εκεί. Μισές αλήθειες, ολόκληρος ο στρουθοκαμηλισμός. Ποιος, όμως, στ' αλήθεια, τον χρειάζεται;
Θα μπορούσε ο Ολυμπιακός να έχει νικήσει τον Παναθηναϊκό στον πρωτομαγιάτικο ημιτελικό του φάιναλ φορ; Ασφαλώς, έστω κι αν μια τέτοια έκβαση θα διέψευδε τη ροή του αγώνα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι «ερυθρόλευκοι» κυνηγούσαν στο σκορ. Οταν έφθαναν ή και προσπερνούσαν, έχαναν τα (προσωρινώς) κεκτημένα. Σχετικώς εύκολα και γρήγορα. Αυτή ήταν η ισχυρή «τάση» στο παιχνίδι. Καθώς το ματς κυλούσε, άπαντες αναμέναμε –μην το αρνηθείτε– πως κάποια στιγμή ένας από τους άσους του ΠΑΟ θα έστρεφε την «πυξίδα» του αγώνα προς το πράσινο. Αν αυτός δεν ήταν ο Γιασικεβίτσιους, κάποιος άλλος θα βρισκόταν! Το περιμέναμε, διότι ξέρουμε τα χαρακτηριστικά του ΠΑΟ: στόφα, ωριμότητα, αυτοπεποίθηση.
Τι άλλο βλέπαμε με την πάροδο του χρόνου; Πως σε ένα παιχνίδι που παρουσίασε –εν γένει– κάμποσα ελλείμματα αμυντικής σύνεσης, οι «πράσινοι» κατόρθωσαν την κρίσιμη ώρα να θέσουν εκτός ρυθμού τον Γκριρ. Με μπλοκαρισμένο –και συνεπώς κρύο– τον αξιόπιστο περιφερειακό σουτέρ του Ολυμπιακού λιγόστευαν οι πιθανότητες να βρεθεί ο λυτρωτής... Εντι Τζόνσον του 1995. Τι άλλο διαπιστώναμε; Πως ο Παπαλουκάς, ο οργανωτής και το μυαλό των «ερυθρολεύκων», φορτωνόταν μπόλικη κούραση. Ιδού, λοιπόν, δύο από τους λόγους για τους οποίους οι ομάδες δεν εισήλθαν από ισότιμες θέσεις στην τελική ευθεία της αναμέτρησης.
«Μα ο Ολυμπιακός, έστω κι έτσι, θα μπορούσε να νικήσει», θα επιμείνει κάποιος. Ναι. Αν οι «πράσινοι» είχαν αστοχήσει σε μία ακόμα προσπάθεια που εκδηλώθηκε κοντά στο καλάθι ή αν οι «ερυθρόλευκοι» είχαν ευστοχήσει σε σουτ τριών πόντων στο τέλος –ειλικρινά, δεν βλέπω πώς ο Ολυμπιακός, βεβαρημένος με τόσα φάουλ, θα άντεχε σε παράταση. Ηταν «τρελά» τα σενάρια που έπρεπε να υλοποιηθούν για να επικρατήσουν οι «ερυθρόλευκοι»; Οχι. Δεν ήταν, όμως, και τα πιθανότερα, έτσι όπως είχαν ήδη εξελιχθεί τα πράγματα.
«Ματς που χάνεται σε ένα σουτ, έχει χαθεί σε ολόκληρο το παιχνίδι», είχε πει κάποτε ο παλιός Σοβιετικός διεθνής Ταρακάνοφ. Είχε δίκιο, ασχέτως αν στο μπάσκετ κάμποσες φορές τα φινάλε αποκλίνουν από τις προηγηθείσες «ροές» των παιχνιδιών. Στον ημιτελικό ο ΠΑΟ έδειξε το «κάτι παραπάνω» κι αυτό δεν το αίρει το γεγονός ότι ο Ολυμπιακός διεκδίκησε τη νίκη μέχρι τέλους.
Στο Βερολίνο επιβεβαιώθηκε ό,τι λίγο πολύ ξέραμε: ο Ολυμπιακός έχει ανέβει αισθητά, κοιτάζει τον «αιώνιο αντίπαλό» του στα μάτια, αλλά το βλέμμα του δεν είναι ακόμα... διαπεραστικό. Του Παναθηναϊκού είναι –κι ενίοτε γίνεται εξόχως «ψαρωτικό». Διαπιστώσεων συνέχεια στα ημέτερα πλέι οφ. Εν όψει αυτών η αυτογνωσία είναι ο ενδεδειγμένος σύμβουλος για τον Ολυμπιακό.
Από το Βερολίνο στο ΟΑΚΑ και τον –συγκλονιστικό, όντως– ποδοσφαιρικό τελικό Κυπέλλου. Εδώ δεν χρειάζονται καν αναφορές σε ειδικά τεχνικά χαρακτηριστικά της αναμέτρησης! Είναι ηλίου φαεινότερον: στην ΑΕΚ δεν αρμόζει η αυταπάτη ότι «στάθηκε ισάξια» στον τελικό.
Ναι, η «Ενωση» θα μπορούσε να έχει κατακτήσει το τρόπαιο –στο «τσακ» έφθασε. Μόνο που αν το πετύχαινε, δεν θα μιλούσαμε απλώς για το πόσο απρόβλεπτο είναι το ποδόσφαιρο. Θα μιλούσαμε πάλι για τον... Κοέλιο που έπεισε όλες τις δυνάμεις του σύμπαντος να φορέσουν τα κιτρινόμαυρα. Αυτό πάνω κάτω συνέβη, αλλά η ΑΕΚ αρνήθηκε την προσφορά.
Πού βασίζονται όσοι –οπαδοί, φίλα προσκείμενος Τύπος– ωθούν την ΑΕΚ στην εύκολη παρηγοριά; Πρώτον, στην επίκληση των ανεπανάληπτων συγκινήσεων που προσέφερε ο τελικός. Συγγνώμη, αλλά αυτό θυμίζει τη μυθική ατάκα του Ανδρέα Παπανδρέου το 1986, όταν το ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε στις δημοτικές εκλογές:
«Νίκησε η Τοπική Αυτοδιοίκηση». Ασφαλώς και θριάμβευσε το θεαματικό ποδόσφαιρο, ασφαλώς και η ΑΕΚ δικαιούται εύσημα για τη δική της συμβολή σε αυτό, μόνο που καλό είναι να προσμετρηθεί επακριβώς το μερτικό της: το αρχικό εξαιρετικό δεκάλεπτο, το θαυμάσιο σλάλομ του Σκόκο στο 90ό λεπτό και... τέρμα.
Δεύτερο επιχείρημα όσων εισηγούνται προσφυγή σε «φθηνή παρηγοριά» είναι το αρκούντως απλουστευτικό «οι ομάδες είχαν από ένα ημίχρονο». Γιατί απλουστευτικό; Διότι, πώς να το κάνουμε, δεν... μεταχειρίστηκαν με τον ίδιο τρόπο οι δύο αντίπαλοι τα σαρανταπεντάλεπτά τους. Από το 2-0 και μέχρι το τέλος του πρώτου μέρους η ΑΕΚ διαφύλασσε τα νώτα της με σχετική άνεση, αλλά δίχως τη φιλοδοξία να «σκοτώσει» –ίσως με μια καλή κόντρα– τον άκρως προβληματικό στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Ολυμπιακό. Στο δεύτερο μέρος, όταν οι «ερυθρόλευκοι» πίεσαν με τρόπο σχετικώς ορθολογικό, η ΑΕΚ απλώς... υπέφερε.
Παρόντος και του Κυργιάκου. Για να μην υποφέρει και κάθε έννοια ευθυκρισίας, ας μην περάσει στο ντούκου το δεύτερο ημίχρονο της παράτασης: το να διαθέτεις αριθμητικό πλεονέκτημα δύο παικτών και να μη σκοράρεις επί 13 λεπτά γίνεται. Το να μη δημιουργείς μία, έστω, ευκαιρία είναι πολύ βαρύ. Δεν το αντέχουν οι ώμοι του «φθάσαμε στα πέναλτι κι εκεί ατυχήσαμε».
Τι παραπάνω έπρεπε να συμβεί για να επικρατήσει –νωρίτερα– η ΑΕΚ; Το έξυπνο σχέδιο του αρχικού αιφνιδιασμού πέτυχε πλήρως, βοηθούσης της αβλεψίας του βοηθού διαιτητή που δεν διέκρινε το οφσάιντ στη φάση του 1-0, αλλά βοηθούσης και της τήρησης μιας «ερυθρόλευκης» παράδοσης. Αυτής που μνημονεύσαμε το περασμένο Σάββατο: κάθε φορά που ο Ολυμπιακός εμφανίζεται σε τελικό Κυπέλλου έπειτα από «υγιεινό περίπατο» στο πρωτάθλημα και αγωνιστική χαλάρωση ενός –ή και παραπάνω– μήνα δυσκολεύεται να βρει κάποιο ρυθμό.
Τουλάχιστον στην αρχή των συγκεκριμένων τελικών. Ε, αυτό συνέβη και φέτος. Η ΑΕΚ ευτύχησε να πετύχει το 3-2 το 90' κι ενώ οι οπαδοί της ευχαριστούσαν την τύχη που δεν είχε διαμορφωθεί ήδη το 2-3. Ο Ολυμπιακός έμεινε με εννέα παίκτες στην παράταση. Αφήστε τον... ορισμό του απίθανου: σε 120' η ΑΕΚ απείλησε 3,5 φορές και σκόραρε τέσσερις –κι αυτό σε εστία την οποία υπερασπιζόταν ο Νικοπολίδης! Κι όμως, ηττήθηκε...
Ο τελικός δεν υπενθύμισε μόνο τις γνωστές αδυναμίες της ΑΕΚ, τις «δομικές» (π.χ. ένδεια στις πτέρυγες) και τις ψυχικές. Υπάρχει κι η φωτεινή πλευρά: ο τελικός βοήθησε να θυμηθούμε ότι η ατομική αξία ορισμένων παικτών της ομάδας είναι μεγαλύτερη απ' όσο αναγνωρίζει η –συχνά άδικη– περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Δύο εξ αυτών είναι ο Μπλάνκο και ο Σκόκο. Οχι, όμως, οι μόνοι. Κατά την προσωπική άποψη του γράφοντος, δεν είναι λίγοι οι παίκτες που εν γένει αδικεί η «μέση» κριτική οπαδών κι όχι μόνο. Δεν είναι, όμως, αυτό το θέμα μας σήμερα –άλλωστε, ποιος ξέρει πόσοι θα παραμείνουν στην ΑΕΚ και του χρόνου;
Αν η μία αχρείαστη απόπειρα παρηγοριάς αφορά την ιδέα πως η «Ενωση» ήταν ισότιμη παρτενέρ του Ολυμπιακού στον τελικό, η άλλη –πολύ χειρότερη– παραπέμπει σε έναν ισχυρισμό αφόρητα υποτιμητικό: ότι συνιστά περίπου... κατόρθωμα η παρουσία της φετινής ΑΕΚ στον τελικό. Ελεος! Για την ΑΕΚ μιλάμε. Τα τελευταία χρόνια ο Αρης έχει φθάσει σε τρεις τελικούς Κυπέλλου –ο ένας, μάλιστα, ήταν τη σεζόν του υποβιβασμού. Να αυξήσουμε το δείγμα σε μια... ντουζίνα παρελθόντων ετών;
Θα θυμηθούμε φιναλίστ τον Απόλλωνα και τον Ιωνικό και τροπαιούχους τον Πανιώνιο και τη Λάρισα. Αν ορισμένοι θέλουν να μειώνουν την ΑΕΚ τόσο βάναυσα ώστε να παρουσιάζουν ως επιτυχία της αυτό που τόσο συχνά πετυχαίνουν «μεσαίοι» και «μικρομεσαίοι» σύλλογοι, δικαίωμά τους. Ο γράφων εξακολουθεί να σέβεται απεριόριστα την ΑΕΚ ως μεγάλη ομάδα. Και οι μεγάλες ομάδες αρνούνται να μειώσουν την αυτοκριτική τους, ακόμα κι όταν είναι μειωμένες οι χαρές και οι επιτυχίες τους...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.