Παλαιότερες

Από τον Μπάσμπι στον «Σάλπι»

SportDay

Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑΣ

Το άκουσα και τρόμαξα. Σήμερα στο ποδόσφαιρο μόνο η αριστοκρατία των πολύ πλούσιων ομάδων μπορεί να έχει ένα σταθερό κορμό μεγάλων παικτών για αρκετά χρόνια. Μόνον η Τσέλσι, δηλαδή, η Μπάρτσα, η Γιουνάιτεντ, η Μίλαν και καμιά δεκαριά άλλες του ίδιου επιπέδου θα έχουν και θα χαίρονται, αν το θελήσουν, για τρία, πέντε ή και παραπάνω χρόνια, έναν Ρούνεϊ, έναν Μέσι, έναν Κακά, έναν Ντρογκμπά. Ολες οι άλλες είναι υποχρεωμένες να φτιάχνουν ομάδες της μιας ή των δύο –το πολύ– χρήσεων.

Ωχ, σκέφτηκα! Τι ομάδα να φτιάξεις και πώς να την αγαπήσεις, όταν οι «παικταράδες» που θα φέρνουν οι σκάουτερ θα φεύγουν πριν καν μάθουν να ξεχωρίζουν την Πανεπιστημίου από τη Σταδίου ή την Τσιμισκή από την Εγνατία;
Η θεωρία, όμως, είναι αφοπλιστική: αν ο νεοαποκτηθείς αποδειχθεί «παλτό», ασφαλώς και πρέπει να τον διώξεις. Αν πάλι αποδειχθεί ταλέντο παγκόσμιας κλάσης «πώς να αρνηθείς μια πρόταση γύρω στα 6-8 εκατομμύρια ευρώ»; Τον πουλάς χωρίς δεύτερη σκέψη, λοιπόν.

Τι μένει; Φανταστείτε στην κερκίδα ύστερα από δύο χρόνια ένα παιδάκι με την κόκκινη, πράσινη, κίτρινη ή την ασπρόμαυρη φανέλα, που έχει πίσω τυπωμένο το όνομα, είτε της... παλτουδιάς είτε ενός Μπελούτσι, Σιμάο ή Μπλάνκο, ξέρω γω (δεν κάνω προφητεία, παράδειγμα φέρνω).

Σε επαρχιακό μικρομάγαζο με καρτ ποστάλ και αναμνηστικά είδα φανέλες με το όνομα του Μιχάλη Κωνσταντίνου. Η μία ήταν πράσινη και η άλλη ερυθρόλευκη –δεν κάνω πλάκα. Εν τω μεταξύ, ο Μιχαλάκης πρόλαβε και ξαναφόρεσε τη φανέλα του «Γηραιού» για κάτι εβδομάδες φέτος και στη συνέχεια πήγε στο κυπριακό πρωτάθλημα.

Το σύγχρονο ποδόσφαιρο για να επιβιώσει θέλει, πέραν των μεγάλων επενδύσεων, των υπερσύγχρονων γηπέδων με πολλαπλές χρήσεις και ανέσεις και του υψηλής ποιότητας θεάματος, μια καλή διαχείριση των μύθων και των συμβόλων. Αλλιώς θα ξυπνήσει –και αυτό το ξέρουν οι κολοσσοί του χρήματος που έχουν τις μεγάλες ομάδες της Ευρώπης– ο απλός φίλαθλος και θα πει με τη σειρά του: «Κι εγώ επαγγελματίας είμαι και κοιτάζω το συμφέρον μου». Και μην τον είδατε στις κερκίδες, στα «shop», τις μπουτίκ και τα καφέ.

Επί τη ευκαιρία, δεν ήθελα να χωθώ στη συζήτηση για το πόσο «σέβεται» το συμβόλαιό του και τα λεφτά που παίρνει ο Σαλπιγγίδης από τον Παναθηναϊκό, όταν δηλώνει ότι «συναισθηματικά παραμένει ΠΑΟΚτσής». Απλώς δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι ο διεθνής επιθετικός δείχνει τέτοια συνέπεια και εργατικότητα μέσα στο παιχνίδι όση θα ικανοποιούσε και τον πιο απαιτητικό οπαδό της θύρας 13. Προσοχή: δεν αναφέρομαι σε τεχνικές αρετές ή στα τακουνάκια και τις δαντελένιες ντρίμπλες που άλλα χρόνια ξεσήκωναν την αλάνα. Ας με συγχωρήσουν, λοιπόν, οι επικριτές του, αλλά δεν είδα στιγμή τον «Σάλπι» να θυμίζει κάτι περιπατητές, χαβαλετζήδες, οι οποίοι πουλάνε… φρόνημα σε κάθε συνέντευξή τους.

Είμαι, πάντως, σε μια ηλικία που πρόλαβα και το σίριαλ «Κούδα» και την επιστροφή στο Καραϊσκάκη του Δεληκάρη με την πράσινη φανέλα –και το περιβραχιόνιο!–, δεν ξεχνώ δε και τις «υποδοχές» που επιφύλαξαν οι φανατικοί του πετάλου στους Αποστολάκη και Νικοπολίδη, όταν μπήκαν στο γήπεδο με την ομάδα του εχθρού.

Θέλω να πω ότι σε αυτή τη χώρα που ανέκαθεν η καταγγελία πουλάει και η χαζή πλην συμφέρουσα θεωρία «για όλα φταίνε οι άλλοι» βολεύει διαχρονικά, δύσκολα θα βρεθεί η βάση μιας σοβαρής συζήτησης για τις σταθερές παραμέτρους του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Μια τέτοια συζήτηση δεν κόβει εισιτήρια ούτε φέρνει νούμερα της AGB.

Τροφή, πάντως, για προβληματισμό –έτσι για να κλείσω με σασπένς– αποτελεί και η εξόχως πονηρή ερώτηση ενός φίλου: «Αν είχε μεταγραφεί στον Ολυμπιακό, θα δήλωνε τόσο συχνά ότι παραμένει ΠΑΟΚτσής;». Ελα ντε;

Στην μπάλα, πάντως, οι παραδοσιακές διάφορες στη φυσιογνωμία των ομάδων δεν είναι κάτι κακό. Συμβαίνουν αυτά και στην Αγγλία, στη Γερμανία και σε άλλες καλές οικογένειες. Αλλες ομάδες είναι στην πλειονότητα των φίλων τους πιο λαϊκές, ενίοτε πιο παραπονιάρες και πιο φολκλόρ ένα πράγμα. Αλλες πιο «κουλ», πιο αστικές. Υπάρχουν και οι πιο «δεν βαριέσαι, αφού χάσαμε στο ποδόσφαιρο το άλλο Σάββατο ας πάμε για τένις»!

Οι νεότεροι ίσως δεν έχουν ακούσει πολλά για τον Ματ Μπάσμπι (1909-1994), το απόλυτο σύμβολο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, άγαλμα του οποίου κοσμεί το «Ολντ Τράφορντ». Ο σερ Ματ, επιζήσας του τραγικού δυστυχήματος του Μονάχου το 1958, υπήρξε τεχνικός ηγέτης των «κόκκινων διαβόλων» επί 24 συνεχή χρόνια. Από το 1945 μέχρι το 1969 ανελλιπώς και για λίγους μήνες το 1971, όταν τον χρειάστηκαν. Το ρεκόρ του ως μάνατζερ της Γιουνάιτεντ είναι ανεπανάληπτο. Αγώνες 1.141, νίκες 576, ισοπαλίες 299, ήττες 266. Ποσοστό στις νίκες: 50,4%.

Ιστορική έμεινε η ατάκα του για τον Τζορτζ Μπεστ, ο οποίος ήταν από τα αγαπημένα παιδιά του και ένας από αυτούς (όπως και Ντένις Λόου, ο Μπόμπι Τσάρλτον κ.ά.) που έδωσαν σάρκα και οστά στο όραμα του Μπάσμπι για θεαματικό ποδόσφαιρο στο «Ολντ Τράφορντ»: «Χρησιμοποιεί όποιο πόδι θέλει. Μερικές φορές μάλιστα δείχνει να έχει έξι»!
Κι όμως, ο αξέχαστος Μπάσμπι, ο τεράστιος αυτός άνθρωπος του βρετανικού ποδοσφαίρου, Σκωτσέζος, γιος ανθρακωρύχου έξω από τη Γλασκώβη, έπαιξε προπολεμικά με τη φανέλα δύο μισητών αντιπάλων της Γιουνάιτεντ και όχι για πέντε-έξι ματς, αλλά για πολλές αγωνιστικές χρονιές. Συγκεκριμένα, 115 ματς με τη Λίβερπουλ και 204 με τη Μάντσεστερ Σίτι. Με τους…μισητούς συμπολίτες της Γιουνάιτεντ, τους «σίτιζενς», πανηγύρισε μάλιστα και ένα Κύπελλο Αγγλίας το 1934.

Κι όμως, ο σερ Ματ είναι χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις ο ένας και μοναδικός μύθος των «κόκκινων διαβόλων». Γιατί οι μύθοι δεν χτίζονται στις φαντασιώσεις των φανατικών.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x