Σπάνια νιώθω την ανάγκη να απαντήσω μέσω της σελίδας μου σε κάποιο e-mail που μου στέλνει αναγνώστης, αλλά μερικές φορές είναι μάλλον αναγκαίο. Ο Γ.Κ. είναι φίλος της Μάντσεστερ Σίτι και αφού διάβασε ένα κείμενό μου την προηγούμενη εβδομάδα, το οποίο αναφερόταν στην αγαπημένη ομάδα του και τις προθέσεις του Αραβα ιδιοκτήτη της, με «εγκαλεί» για μεροληπτικότητα και μου υπενθυμίζει ότι η Σίτι είναι εξίσου μεγάλη ομάδα με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ –αν όχι μεγαλύτερη– και πως οι «μπλε» είναι η κατ' εξοχήν ομάδα της πόλης του Μάντσεστερ και όχι η Γιουνάιτεντ «με τους Κορεάτες και τους Γιαπωνέζους οπαδούς».
Σε ένα κείμενο που αναφέρεται πρώτα απ’ όλα σε οικονομικά δεδομένα που έχουν δημοσιευθεί και δεν έχουν αμφισβητηθεί –εφόσον δεν τα παραποίησα–, δεν μπορεί κάποιος να με κατηγορήσει για μεροληπτικότητα. Φυσικά η Γιουνάιτεντ είναι η ομάδα που υποστηρίζω στην Αγγλία, αλλά δεν διανοήθηκα ποτέ –είτε για τη Γιουνάιτεντ είτε για οποιοδήποτε άλλο προσωπικό μου «πιστεύω»– να μπερδέψω τη δημοσιογραφία με τον οπαδισμό. Πιθανόν ο νεαρός φίλος, μαθημένος από την οπαδική στόχευση του ελληνικού αθλητικού Τύπου, να θεωρεί ότι όλοι γράφουν για να υποστηρίξουν την ομάδα τους.
Με όλο το θάρρος, αυτή η αντίληψη είναι ένδειξη αμάθειας για την οποία ευθύνονται και το σχολείο και η οικογένεια και η αθλητική δημοσιογραφία. Βέβαια, ο καθένας μπορεί να πιστεύει ότι η ομάδα του είναι η μεγαλύτερη, αλλά η πίστη του καθενός πολλές φορές δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα. Η Γιουνάιτεντ είναι μαζί με τη Λίβερπουλ οι δύο μεγαλύτερες ομάδες στην Αγγλία, αλλά αυτή η διαπίστωση δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το κείμενο που έγραψα. Δεν ήταν κείμενο σύγκρισης της Σίτι με τη Γιουνάιτεντ, και πώς θα μπορούσε να είναι άλλωστε; Οι δύο ομάδες απέχουν πολύ και σε πάρα πολλά.
Την εποχή του Διαδικτύου δεν χρειάζεται οι δημοσιογράφοι να παίζουν και τον ρόλο του ιστορικού. Ο νεαρός φίλος φαντάζομαι ότι μπορεί πολύ εύκολα να αναζητήσει την ιστορία της Μάντσεστερ Σίτι, για να διαπιστώσει ότι έχει ένα αναμφισβήτητα λαμπρό διάστημα από το 1966 έως το 1972. Επαιξε ωραίο ποδόσφαιρο, είχε σπουδαίους ποδοσφαιριστές, πήρε τίτλους εγχώριους και ευρωπαϊκούς, αλλά αυτό το φωτεινό διάστημα δεν είχε καμία συνέχεια, ούτε καν μια αναλαμπή τα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο ισχυρισμός επίσης ότι η ομάδα του Μάντσεστερ είναι η Σίτι και όχι η Γιουνάιτεντ είναι ένας ισχυρισμός συζητήσιμος, αλλά δεν είχε καμία σχέση με το κείμενο που γράφτηκε και –το ξαναλέω– έκανε λόγο για τα οικονομικά δεδομένα της Σίτι και τις προθέσεις του Αραβα ιδιοκτήτη της. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν θα ενδιέφερε κανέναν να διαβάσει ένα κείμενο που να συγκρίνει τις δύο ομάδες του Μάντσεστερ, για να φανεί από τη σύγκριση ποια είναι η μεγαλύτερη. Ασε που αν ένιωθα την ανάγκη να ικανοποιήσω τον οπαδικό μου εγωισμό γράφοντας ένα κείμενο στην εφημερίδα –που δεν με πληρώνει γι' αυτή τη δουλειά–, θα διάλεγα να «αντιπαρατεθώ» με μια ομάδα που είναι τόσο ισχυρή ή μεγάλη όσο και η δική μου ή μεγαλύτερη. Σε αυτές τις «οπαδικές» κόντρες δεν γίνεσαι μάγκας όταν τα βάζεις με μια μικρότερη ομάδα, έτσι δεν είναι; Και πέραν τούτων, έχω μεγαλώσει πάρα πολύ για να επιδιώκω να ικανοποιήσω τον εγωισμό μου μέσα από τη συλλογική προτίμησή μου.
Οσο κι αν αγαπώ την ομάδα μου, είτε πρόκειται για τη Μάντσεστερ είτε για την Μπάρτσα, ποτέ δεν κατάφερα να γίνω οπαδός. Το παιχνίδι για μένα είχε πάντα –ή τουλάχιστον από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τα πράγματα– μεγαλύτερη σημασία από την ομάδα. Πρώτα με νοιάζει ένα ωραίο παιχνίδι και μετά η νίκη της ομάδας μου. Επίσης κάτι που με το πέρασμα των χρόνων παγιώνεται μέσα μου ως αντίληψη: είναι αδόκιμο να συγκρίνεις ομάδες διαφορετικών εποχών. Δεν έχει νόημα από την ώρα που αλλάζουν οι συνθήκες και οι αντιλήψεις των ανθρώπων για το ωραίο ή το άσχημο, το καλό ή το κακό. Κατά τ’ άλλα, το κείμενο που αφορούσε τη Σίτι τυπώθηκε, μένει και μπορεί να ξαναδιαβαστεί. Αυτό είναι το πλεονέκτημα του δημοσιευμένου. Προσφέρει άπειρες ευκαιρίες για κατανόηση.
Ελλείμματα σε φόρμα
Ωραίες είναι οι μικρές διακοπές. Για έναν κυρίως λόγο: σου προσφέρουν κάτι σπάνιο, ήτοι ελεύθερο χρόνο. Που οι περισσότεροι αξιοποιούμε για αλλαγή παραστάσεων και ξεκούραση. Δεν ξεχνάς ούτε προβλήματα ούτε υποχρεώσεις, δεν αποφεύγεις την αναμέτρηση μαζί τους, απλώς οι μικρές διακοπές είναι μια περίπτωση ανακωχής. Ομως, κάθε φορά μετά την επιστροφή η προσαρμογή είναι κάτι σαν απότομο φρενάρισμα, που πολλές φορές μειώνει σε ένα βαθμό, μεγάλο ή μικρό –ανάλογα με τις αντιστάσεις του καθενός μας–, την όποια ξεκούραση μας έδωσε ο λίγος ελεύθερος χρόνος.
Ετσι, ανοίγοντας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σου βλέπεις –ανάμεσα σε άλλα– και την επισήμανση σε ένα άρθρο οικονομικής στήλης για τον ρυθμό και τα ποσά δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου. Το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς δανειστήκαμε το 80% του ποσού που θα κάλυπτε –σύμφωνα με όσα αναφέρονται στον προϋπολογισμό– τις δανειακές ανάγκες του Δημοσίου για ολόκληρη τη χρονιά. Είναι δεδομένο ότι θα υπερβούμε τα 43 δισ. ευρώ που υπολόγιζε η κυβέρνηση ότι θα χρειάζονταν.
Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για 50-53 δισ. ευρώ. Και το ερώτημα είναι πού θα βρούμε χρήματα για να αποπληρώσουμε αυτό το χρέος, την ώρα που η Κομισιόν μάς έχει θέσει σε καθεστώς επιτήρησης και τα βασικά μεγέθη του προϋπολογισμού αναθεωρούνται εβδομαδιαίως. Ενα από τα ευτράπελα στοιχεία του ελληνικού οικονομικού προϋπολογισμού αφορά εκείνους που δεν βλέπουν να υπάρχει κρίση, επειδή «δεν είδες πόσοι έφυγαν πάλι από την Αθήνα;». Ναι, είδα. Αλλά δεν έμαθα ούτε πού πήγαν ούτε πόσα ξόδεψαν.
Αντιθέτως, σε κάποιες περιπτώσεις –όπως, για παράδειγμα, στις τιμές της βενζίνης στην περιφέρεια– είδα πόσο χαρατσώθηκαν οι εξοδούχοι. Στα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, των οποίων τη συμπεριφορά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, είναι και το ιλιγγιώδες ποσό των μεταχρονολογημένων επιταγών του 2008, το οποίο φθάνει τα 420 δισ. ευρώ, ποσό σχεδόν διπλάσιο από το ΑΕΠ της χώρας, που αγγίζει τα 240 δισ. Η συζήτηση για το πώς φθάσαμε έως εδώ δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., που ευθύνονται γι' αυτό το χάλι, θα τα φορτώσουν στην παγκόσμια οικονομική κρίση, θα θεσπίσουν μερικούς φόρους παραπάνω, θα περικόψουν κοινωνικές παροχές, θα ευνοήσουν την αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων και θα κλείσουν πονηρά το μάτι στις τράπεζες. Και λίγα θα κάνουν, με δεδομένο ότι δεν πρόκειται να αντιδράσουμε.
Επιλογές και ευθύνες
Στην Αγγλία ο προπονητής ονομάζεται manager, έχει έναν πολύ πιο διευρυμένο ρόλο και περισσότερες αρμοδιότητες από όσες ο προπονητής όπως τον έχουμε συνηθίσει τον ανάλογο ρόλο εδώ. Οι αποφάσεις του καθορίζουν την πορεία μιας ομάδας –αγωνιστική και οικονομική– και γι' αυτό υπόκεινται σε πιο αυστηρή κριτική. Ο manager στην Αγγλία πληρώνεται για να παράγει αποτελέσματα. Και στο γήπεδο και στον ισολογισμό.
Και ο Αλεξ Φέργκιουσον, πέραν από τις αστείες δικαιολογίες για τον κακό αγωνιστικό χώρο του «Γουέμπλεϊ», στο κυριακάτικο ματς με την Εβερτον επιλέγοντας τη συγκεκριμένη αρχική ενδεκάδα μάς αποκάλυψε τις βασικές επιλογές του. Που δεν είναι άλλες από το πρωτάθλημα και το Τσάμπιονς Λιγκ. Εκεί που βρίσκονται η φήμη και το χρήμα. Στο Κύπελλο ρισκάρισε και παρ' ολίγον να κέρδιζε αυτό το ρίσκο. Εχασε, όμως, το ματς. Αλλά σε βάθος χρόνου θα κερδίσει τους περισσότερους από τους άπειρους ποδοσφαιριστές που έριξε στην «αρένα» του «Γουέμπλεϊ» προχθές.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.