Mε τη -σχεδόν σίγουρη- μετανάστευση του Χρήστου Πατσατζόγλου στο εξωτερικό, Κύπρο, Τουρκία ή Ιταλία, μικρή σημασία έχει, κλείνει περίπου ένας κύκλος ποδοσφαιριστών που λατρεύουμε να μισούμε. Αυτών που σχεδόν φέρνουν μόνοι τους κόσμο στο γήπεδο, αλλά για λάθος λόγο: για να τους φορτώσει όλα τα στραβά της ομάδας, της Ελλάδας, του κόσμου. Για να τους κράξει στο πρώτο λάθος κοντρόλ, στην πρώτη στραβοκλοτσιά, στη φάση στην οποία θα χάσει μια μονομαχία ακόμα και στο κέντρο. Να τους φορτώσει άγχος κι ενοχές, να τους ρίξει την ψυχολογία στα Τάρταρα.
Δεν διαφέρει πολύ αυτή η συμπεριφορά απ’ αυτή που δείχναμε στο σχολείο, όταν στοχοποιούσαμε έναν από την τάξη και τον μουρλαίναμε στο δούλεμα, την καζούρα και το «σύννεφο - φατούρο». Την πλήρωνε αυτός για όλους, τη γλιτώναμε εμείς από τα αλάνια και τους νταήδες της τάξης: υπήρχε το εύκολο θύμα. Τα ίδια περίπου και στον στρατό, όπου «διαλέγαμε» έναν εύκολο στόχο, ένα παιδί από την επαρχία κατά προτίμηση, λίγο πιο αγράμματο, λίγο πιο αγαθό, λίγο πιο κοντό κι αδύνατο, χωρίς βύσματα και συμπάθειες στους καραβανάδες, για να κάνει όλα τα «γερμανικά» νούμερα, να καθαρίζει μόνιμα τις τουαλέτες, να του κάνουμε καψώνια, να βγάζουμε όλα τα κόμπλεξ μας πάνω τους. Να πληρώνει αυτός τα νεύρα μας επειδή η γκόμενά μας ήταν 300 χιλιόμετρα μακριά.
Αυτό δεν κάνουμε και στο γήπεδο; Πάντα κάποιος πληρώνει τα νεύρα μας, όχι μόνο αν η εικόνα της ομάδας δεν μας ικανοποιεί αλλά και αν δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τη δουλειά που κάνουμε και τα λεφτά που βγάζουμε, με τη γυναίκα μας, με τη ζωή μας γενικότερα. Πάμε στο γήπεδο για να βγάλουμε τα πιο άρρωστα απωθημένα μας πάνω στους πιο εύκολους στόχους. Κάποτε ήταν ο Καφές στον Ολυμπιακό, φέτος ήταν ο Πατσατζόγλου. Στην ΑΕΚ ήταν ο Ζούλιο Σέζαρ. Στον Παναθηναϊκό πάντα ο Βύντρα, ενίοτε ο Τζιόλης.
Ποιος είναι ο κοινός παρανομαστής σχεδόν όλων αυτών; Οτι πλην του Βύντρα, όλοι λύγισαν. Είτε ζήτησαν να φύγουν οι ίδιοι, μην αντέχοντας άλλο αυτή την ξεφτίλα, αυτή την ισοπέδωση της προσωπικότητάς τους, είτε η διοίκηση δεν έδειξε καμιά ζέση να τους κρατήσει, συναισθανόμενη ότι η φυγή τους θα ηρεμούσε τα πράγματα. Ο Καφές κάπως έτσι έφυγε, κοινή συναινέσει. Ο Ζούλιο Σέζαρ το ίδιο, ο Τζιόλης σκέφτεται ότι θα πρέπει να γυρίσει το καλοκαίρι και βγάζει καντήλες, ο «Πάτσα», εκτός από το οικονομικό, έχει στο μυαλό του -σύμφωνα με τους ρεπόρτερ του Ολυμπιακού κι όχι απ’ το μυαλό μου- όλα αυτά που έχει ακούσει κι έχει να ακούσει από την εξέδρα.
Ειδικά στην περίπτωση του Πατσατζόγλου δημιουργείται μια έξτρα απορία: δεν μοιάζει λίγο περίεργο να «διώχνουν» λίγο άκομψα έναν παίκτη στον οποίο φέρθηκαν με τόσο μεγάλη ανθρωπιά αυτά τα δύο και βάλε χρόνια που ταλαιπωρούνταν από σοβαρούς τραυματισμούς; Δεν τον έδιωξαν τότε, αλλά τον στήριξαν έμπρακτα, ανανεώνοντάς του το συμβόλαιο. Γιατί λοιπόν φέτος, που έπαιξε όλη τη σεζόν και για τον ίδιο και για τον απόντα Στολτίδη; Λύγισαν στην γκρίνια της εξέδρας;
Ο μόνος που δεν έσκυψε το κεφάλι, που δεν έκανε το «χατίρι» της εξέδρας, που δεν τα παράτησε ποτέ, είναι τελικά ο Βύντρα. Αυτός που έχει ακούσει περισσότερα απ’ όλους τους προαναφερθέντες. Που τον εμπιστεύτηκαν όλοι οι προπονητές που πέρασαν απ’ την ομάδα, σε αντίθεση με τους οπαδούς. Που έφτασε μια ανάσα από τη μεταγραφή του στη Γερμανία, αλλά όταν αυτή χάλασε δεν «χαλάστηκε», δεν μουλάρωσε απαιτώντας μεταγραφή εδώ και τώρα, δεν εμφανίστηκε αδιάφορος ούτε σε ένα παιχνίδι, δεν αρνήθηκε ποτέ να παίξει βασικός ή να μπει αλλαγή, δεν επικαλέστηκε ποτέ ενοχλήσεις στη μέση ή στους προσαγωγούς. Ως παίκτης μπορεί να έχει «χ» ή «ψ» αδυναμίες, ελλείψεις ή περιθώρια βελτίωσης. Ως άνθρωπος, όμως, έχει δείξει επιμονή, υπομονή και πείσμα πρωτόγνωρο. Μέχρι και «μεγαλείο ψυχής» το λες λίγο στην υπερβολή του.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.