Στην Ελλάδα η αμφισβήτηση του εκάστοτε προπονητή οποιασδήποτε ομάδας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ποδοσφαιρικής κουλτούρας. Το «όνομα» από μόνο του δεν αρκεί για να κλείσει τα στόματα. Κι έχω την αίσθηση πως ο Χενκ Τεν Κάτε αλλιώς σκεφτόταν την επαγγελματική «περιπέτεια» του στην «μικρή» Ελλάδα όταν υπέγραφε το συμβόλαιο του κι αλλιώς τη βιώνει. Εχοντας περάσει πλέον στο τελευταίο στάδιο της προπονητικής του καριέρας κι αφού πρώτα πήρε πρωταθλήματα και Τσάμπιονς Λιγκ, ως βοηθός του Φρανκ Ράικαρντ στην Μπαρσελόνα και αποτέλεσε το δεξί χέρι του Αβρααμ Γκραντ στην Τσέλσι, προφανώς θεώρησε τον Παναθηναϊκό ως ένα μέσο για να μετουσιώσει σε πράξη όλα όσα σκεφτόταν στην ποδοσφαιρική θεωρία όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δίχως να μπορεί να τα προχωρήσει σε συλλόγους επιπέδου, Μπαρσελόνα, Τσέλσι ή ακόμα και Αγιαξ.
Οι κατά καιρούς «πειραματισμοί» του, όσον αφορά στον καταρτισμό της ενδεκάδας, έχουν στοιχήσει βαθμολογικά στον Παναθηναϊκό δίχως αυτό να σημαίνει πως έχει και την αποκλειστική ευθύνη για τη φετινή πορεία στις εγχώριες διοργανώσεις.
Στους πράσινους το μεγαλύτερο πρόβλημα μοιάζει να έχει να κάνει με τον συνολικό προγραμματισμό. Και εξηγούμαι..
Όταν αποφασίζει κανείς για την πρόσληψη προπονητή θα πρέπει να ξέρει τι ζητά. Όταν αποφασίζει για μετεγγραφές θα πρέπει επίσης να γνωρίζει τι θέλει. Να έχει προχωρήσει σε π[λήρη καταγραφή του έμψυχου δυναμικού και να επιλέγει τους «νέους» με βάση τις ανάγκες και όχι μόνο και μόνο με κριτήριο την αγωνιστική αξία του κάθε ποδοσφαιριστή.
Από το «λεξιλόγιο» του Παναθηναϊκού η λέξη «προγραμματισμός» μοιάζει να απουσιάζει τα τελευταία χρόνια. Τι εννοώ;
Δεν είναι δυνατόν να επιλέγεις, Ολλανδό προπονητή, που οι πιθανότητες να μην παίξει 4-3-3 ή οποιαδήποτε παραλλαγή του, επί της ουσίας είναι ανύπαρκτες κι όλα αυτά, ενώ έχεις…προλάβει να γεμίσεις το ρόστερ σου με όλους τους κεντρικούς μέσους που κυκλοφορούν στην αγορά. Κι από ακραίους, που αποτελούν βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της συγκεκριμένης διάταξης στον αγωνιστικό χώρο… τίποτα. Μετρήστε… Κλέιτον, Καραγκούνης, Ιβανσιτς, Νίνης,
Χριστοδουλόπουλος, Σιμάο, Μάτος, Σίλβα. Ολοι, ποδοσφαιριστές που έχουν συνηθίσει να παίζουν στον άξονα της μεσαίας γραμμής. Ο Χριστοδουλόπουλος, τα καλά του παιχνίδια με τον ΠΑΟΚ τα έκανε εκεί, ο Ιβανσιτς στην Ζάλτσμπουργκ παλαιότερα και στην εθνική Αυστρίας τώρα, παίζει στον άξονα. Ο Κλέιτον, στην Καλαμαριά, ήταν «δεκάρι» και χρησιμοποιήθηκε στα άκρα στη Λάρισα εξ’ ανάγκης. Ο Νίνης με τους Νέους του Παναθηναϊκού αγωνιζόταν πίσω από τους επιθετικούς. Για τους υπόλοιπους τα πάντα είναι λίγο πολύ γνωστά….
Τώρα θα μου πείτε στην Ευρώπη πως δούλεψε το σύστημα; Μα εκεί οι χώροι απέναντι σε ομάδες θεωρητικά καλύτερες από τον Παναθηναϊκό, που παίζουν επιθετικά, είναι τόσοι πολλοί, που οι αγωνιστικές αδυναμίες του κάθε παίκτη που χρησιμοποιείται στα άκρα δεν φαίνονται. Όταν όμως οι χώροι περιορίζονται και η πίεση αυξάνεται στις εγχώριες διοργανώσεις, ποδοσφαιριστές «γραμμής», τύπου Ρόμενταλ, Γκρόνκγιερ κλπ, που και ταχύτατοι είναι και τις κινήσεις για να ξεμαρκαριστούν παίζοντας στον «ασβέστη» γνωρίζουν, λάμπουν δια της απουσίας τους.
Ο Τεν Κάτε αυτά τα γνώριζε εξ’ αρχής. Παρ’ όλα αυτά δέχθηκε να πειραματιστεί. Και ως ένα σημείο το έκανε με επιτυχία. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως οι πράσινοι έχουν για την ώρα τουλάχιστον και μετά από αρκετά χρόνια (σ.σ.…αν δεν κάνω λάθος από την περίοδο 1999-2000) την πλέον παραγωγική επίθεση στο πρωτάθλημα. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Με απλές μετεγγραφικές κινήσεις κι όχι απαραιτήτως ακριβές ο Παναθηναϊκός μπορεί να βελτιώσει σημαντικά το αγωνιστικό του επίπεδο. Οσο για τον Τεν Κάτε, η διοίκηση θα πρέπει να αποφασίσει αν θα τον εμπιστευτεί για τα επόμενα χρόνια. Αν το αποφασίσει θα πρέπει να λάβει και την δέσμευση του Ολλανδού πως δεν θα σταματήσει την καριέρα του στο τέλος της επόμενης σεζόν, όπως έχει σχεδόν προαναγγείλει. Αλλιώς, για ποιον προγραμματισμό μιλάμε….
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.