Στο αγγλικό ποδόσφαιρο υπήρχαν πάντα κάποιες αναλογίες και αρκετές παράδοξες αντιθέσεις που του έδιναν αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που το έχουν κάνει τόσο δημοφιλές και αγαπητό σε όλον τον κόσμο. Ας πούμε αυτή η αναλογία που υπάρχει με τη Λίβερπουλ, η οποία τα πηγαίνει εξαιρετικά στο Τσάμπιονς Λιγκ και τα κάνει θάλασσα στο πρωτάθλημα, συμβαίνει και με την εθνική και τους συλλόγους.
Ο,τι δεν καταφέρνουν οι Αγγλοι με την εθνική τους στις μεγάλες διοργανώσεις, το καταφέρνουν με τις ομάδες τους στις διασυλλογικές διοργανώσεις. Και για πολλούς, στους οποίους περιλαμβάνεται ο πρόεδρος της ΟΥΕΦΑ, Μισέλ Πλατινί, αυτή η επιτυχία γίνεται ενοχλητική. Ενα επιχείρημα που δικαιολογεί αυτή την ενόχληση υποστηρίζει ότι η διοργάνωση του Τσάμπιονς Λιγκ αρχίζει να γίνεται προβλέψιμη σε σημείο που να είναι ορατός ο κίνδυνος να μεταβληθεί αποκλειστικά σε «αγγλική» διοργάνωση.
Και αν προσέξει κάποιος τις τελευταίες τέσσερις διοργανώσεις του Τσάμπιονς Λιγκ -εξαιρουμένης της φετινής- θα διαπιστώσει ότι από τις συνολικά 16 ομάδες που έφτασαν στα ημιτελικά, οι 9 ήταν αγγλικές. Και αυτή η κυριαρχία των τελευταίων χρόνων πρέπει να έχει μια εξήγηση. Να οφείλεται σε κάποιους λόγους. Ο πλέον προφανής είναι τα χρήματα. Οι πολύ μεγάλες συμφωνίες πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων που έφεραν στα ταμεία των ομάδων πολύ μεγάλα ποσά χρημάτων, τα πολλά εισιτήρια -τα ποσοστά πληρότητας στα γήπεδα της Πρέμιερσιπ ξεκινούσαν από το 85% και έφθαναν μέχρι το 100%- και το εξαιρετικό μάρκετινγκ έκαναν το αγγλικό πρωτάθλημα το πλουσιότερο στον κόσμο.
Με όλα τα πλεονεκτήματα που προσφέρει κάτι τέτοιο. Βέβαια, τα χρήματα και μόνο δεν αρκούν για την επιτυχία, διότι με βάση τα στοιχεία των σεζόν 2006-07 και 2007-08 η Ρεάλ και η Μπάρτσα είναι στην πρώτη τριάδα των 20 πλουσιότερων ομάδων στην Ευρώπη, ενώ το ισπανικό πρωτάθλημα είναι στην τέταρτη θέση, μετά το αγγλικό, το γερμανικό και το ιταλικό.
Παρ' όλα αυτά, αν κάποιος παρατηρήσει τις περιόδους κυριαρχίας των ευρωπαϊκών ομάδων, βλέπει ότι -ας πούμε- την περίοδο κυριαρχίας των ιταλικών ομάδων μέχρι το 1998, οι Ιταλοί ξόδευαν τα περισσότερα και έπαιρναν τους καλύτερους, όπως το ίδιο συνέβη με τους Ισπανούς, που είχαν τη δική τους περίοδο από το 1999-2004. Από το 2005 και μετά οι πιο ακριβές μεταγραφές έγιναν από τους Αγγλους, που έχουν τη δική τους περίοδο κυριαρχίας, η οποία φαίνεται να διαρκεί ακόμα.
Θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος ότι πολλές φορές οι αγγλικές ομάδες ξόδεψαν πολλά χρήματα για αγορές που δεν τους ταίριαζαν ή που δεν τους ήταν απαραίτητες και παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να ωφεληθούν από αυτές, αγοράζοντας καλούς ποδοσφαιριστές τούς στερούσαν από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους. Ομως, γενικά, οι αγγλικές ομάδες χρησιμοποίησαν καλά τα χρήματα που μπήκαν στο ταμείο τους για την ενίσχυση των περισσότερων τμημάτων δραστηριότητας μιας ομάδας– επιχείρησης. Ειδικά τα κλαμπ της λεγόμενης «ομάδας των τεσσάρων».
Πέρα από τα χρήματα, μπορούμε να δούμε και κάτι άλλο αξιοσημείωτο στο Τσάμπιονς Λιγκ της τελευταίας δεκαετίας που να μας βοηθά να εξηγήσουμε τις επιδόσεις των Αγγλων; Νομίζω ότι υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο που έχει ενδιαφέρον και ίσως συνεισφέρει στην εξήγηση. Στις τελευταίες πέντε διοργανώσεις (στις οποίες καθίσταται εμφανής η διαφορά των Αγγλων από τους άλλους) μετέχουν οι ίδιες τέσσερις ομάδες, με την εξαίρεση της περιόδου 2004-05, όταν είχε σπάσει την τετράδα η Εβερτον.
Υποθέτω ότι αυτή η επανάληψη ενισχύει την εμπειρία των αγγλικών ομάδων, τη δυνατότητά τους να προσαρμόζονται και να διαχειρίζονται αποτελεσματικότερα τις απαιτήσεις της διοργάνωσης, πέρα από τα οικονομικά οφέλη που έχουν μετέχοντας συνεχώς στη διοργάνωση και φτάνοντας μακριά. Πάντως την ίδια χρονική περίοδο οι άλλες χώρες και βασικοί ανταγωνιστές των Αγγλων είχαν οι Ισπανοί 9 διαφορετικές ομάδες που πήραν μέρος στο Τσάμπιονς Λιγκ, οι Ιταλοί 8 και οι Γερμανοί 6.
Λογικά, πρέπει να παίζει ρόλο και το γεγονός ότι οι αγγλικές ομάδες παλεύουν για την κατάκτηση του πρωταθλήματός τους και των 4 προνομιούχων θέσεων μέχρι -σχεδόν- το τέλος του αγγλικού μαραθωνίου, πράγμα που τις κρατά σε αγωνιστική εγρήγορση και τις κάνει πιο ανταγωνιστικές σε σχέση με τις ομάδες από άλλες χώρες.
Η δυσκολία των πρωταθλημάτων
Eίναι ίσως χαρακτηριστικό ότι από τις 10 τελευταίες διοργανώσεις του Τσάμπιονς Λιγκ, τις 6 από αυτές στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ κέρδισαν ομάδες που πάλευαν για τον τίτλο στη χώρα τους μέχρι το τέλος. Στις τέσσερις εξαιρέσεις έχουμε την Μπάρτσα την περίοδο 2005-06, που είχε κερδίσει το πρωτάθλημα με 12 βαθμούς διαφορά, την Πόρτο την περίοδο 2003-04, που είχε κερδίσει το πρωτάθλημα στη χώρα της με 8 βαθμούς διαφορά και δύο ακόμα που είχαν βγει εκτός διεκδίκησης του εθνικού πρωταθλήματός τους.
Τη Μίλαν την περίοδο 2002-03, που τερμάτισε 11 βαθμούς πίσω από την πρωταθλήτρια και τη Ρεάλ την περίοδο 2001-02, που τερμάτισε με 9 βαθμούς απόσταση από την κορυφή. Εντάξει, η ανταγωνιστικότητα είναι καλό πράγμα, αλλά σε έντονη μορφή -οι πολλοί αγώνες είναι ένα φαινόμενο έντασης της εργασίας στο ποδόσφαιρο- μπορεί να «κάψει» τους ποδοσφαιριστές. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο το ρόστερ και το rotation παίζουν μεγάλο ρόλο στις αντοχές μιας ομάδας.
Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Αστον Βίλα είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της ιστορίας. Η Βίλα, η οποία κατόρθωσε φέτος να φτιάξει ένα αξιόμαχο σύνολο, έχει ουσιαστικά 14 ποδοσφαιριστές που παίζοντας συνεχώς έχουν αρχίσει να κουράζονται. Από την άλλη πλευρά ο σερ Αλεξ με το αποτελεσματικό rotation που κάνει -επειδή έχει τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο- έχει επιτρέψει στη Γιουνάιτεντ να παραμείνει φρέσκια και ανταγωνιστική.
Αν κάποιος έχει αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για να μελετήσει τα στατιστικά στοιχεία των τελευταίων 5 χρόνων από τα 5 μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα (Αγγλία, Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία) θα διαπιστώσει ότι στο αγγλικό πρωτάθλημα το «άνοιγμα» δυναμικότητας ανάμεσα στους 4 πρώτους της βαθμολογίας με τους 4 τελευταίους είναι μικρότερο από κάθε άλλο πρωτάθλημα.
Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα του αγγλικού πρωταθλήματος επιτρέπει στις ομάδες να έχουν καλύτερο ρυθμό και να μη χάνουν τη στοχοπροσήλωσή τους. Ενα ερώτημα αφορά τη δυνατότητα των Αγγλων και όσων αγωνίζονται στο πρωτάθλημά τους να παίζουν συνέχεια σε αυτόν τον ρυθμό. Αλλά αυτό θα το δούμε στο άμεσο μέλλον.
Μένει ο φευγάτος;
Επικοινωνιακά, έχω την εντύπωση ότι ο Ολυμπιακός κάνει ένα ακόμα λάθος σε ό,τι αφορά το θέμα χειρισμού της ανανέωσης -ή όχι- του συμβολαίου του Ερνέστο Βαλβέρδε. Ολοι καταλαβαίνουν πια πώς παίζεται το παιχνίδι στον Τύπο. Οι διαρροές από την ΠΑΕ -από την κάθε ΠΑΕ- είναι ένας τρόπος πίεσης ή διαμόρφωσης κλίματος. Στον Ολυμπιακό το θέμα Βαλβέρδε το αφήνουν να πηγαίνει από το ζεστό στο κρύο, προφανώς διότι η αβεβαιότητα είναι κάτι που εξυπηρετεί την ομάδα, με την έννοια ότι δεν δεσμεύεται με τίποτε και θα μπορέσει να αποφασίσει όπως κρίνει ο πρόεδρος τη δεδομένη στιγμή.
Το λάθος, όμως, είναι να χρησιμοποιείται το ζήτημα του Λέτο για να φθαρεί ο Βάσκος τεχνικός. Ακόμα και αν δεν γίνεται σκόπιμα κάτι τέτοιο -ανεξάρτητα από τις ευθύνες τόσο του παίκτη όσο και του προπονητή στη συγκεκριμένη περίπτωση-, εκείνο που ο κόσμος καταλαβαίνει είναι ότι δημιουργείται μία αφορμή.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.