Η εξέλιξη αυτής της παράλογης πρότασης που κατέθεσε η Μάντσεστερ Σίτι για την απόκτηση του Κακά ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενη. Αποκαλύπτει, όμως, κάποια πράγματα που άλλοι μπορούν και θέλουν να τα δουν και άλλοι όχι. Ομως, υπάρχουν. Αρχικά είναι το παράλογο της πρότασης. Επιχειρηματικά η πρόταση δεν είχε βάση. Είναι απίθανο να υπήρχε με κάποιον τρόπο επιστροφή των χρημάτων που θα δαπανούσε η αγγλική ομάδα. Οπως μάλλον δύσκολο θα ήταν να κατορθώσει μέσα σε μια διετία να δημιουργήσει ομάδα που θα κέρδιζε την έξοδο στο Τσάμπιονς Λιγκ, τη στιγμή κατά την οποία η οργάνωση της ομάδας, τόσο στο αθλητικό όσο και στο διοικητικό πεδίο, είναι γεμάτη τρύπες.
Ηταν απ' όλες τις πλευρές κίνηση υψηλού ρίσκου, μια και πιθανός υποβιβασμός της Σίτι –ενδεχόμενο που δεν μπορεί να αποκλειστεί με βάση την παρούσα αγωνιστική κατάσταση της ομάδας– ο Κακά θα επέστρεφε στο Μιλάνο, χωρίς η αγγλική ομάδα να βάλει στο ταμείο της ούτε ένα ευρώ. Η απίστευτη προσφορά των 2 εκατομμυρίων τον μήνα ως αμοιβή στον Βραζιλιάνο δεν ήταν αρκετή να τον δελεάσει, μια και τα χρήματα δεν του λείπουν. Ακόμα και για ποδοσφαιριστές αυτού του επιπέδου τα χρήματα δεν είναι το παν.
Αν ο Κακά αφήσει τη Μίλαν, θα το κάνει για να πάει σε κάποια ομάδα του επιπέδου της Ρεάλ, γιατί εκεί η πρόκληση θα είναι οι διακρίσεις. Η ελλιπής οργάνωση της Σίτι φαίνεται και από την ιστορία του Ρομπίνιο, ο οποίος ανακαλύπτει σιγά σιγά ότι το περιβάλλον του αγγλικού ποδοσφαίρου δεν είναι κάτι που του ταιριάζει. Βέβαια και ο χαρακτήρας του Βραζιλιάνου δεν διακρίνεται για τη σταθερότητά του και το ποδόσφαιρο στις μέρες μας απαιτεί σταθερότητα και επαγγελματισμό. Αν η Σίτι δεν κάνει κάτι για να τον συνετίσει ή να τον πουλήσει θα της δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα.
Ας επιστρέψω στην πρόταση για τον Κακά. Η αναγνώστρια Σ.Β. με ένα mail με ρώτησε αν θεωρώ ότι μια τέτοια πρόταση εγείρει ηθικό ζήτημα. Προσωπικά θεωρώ όντως ανήθικο να ξοδεύονται τόσα χρήματα για έναν ποδοσφαιριστή, αλλά καταλαβαίνω ότι το ποδόσφαιρο και γενικότερα η οικονομία ελάχιστη σχέση έχουν με την ηθική (που όλοι την ορίζουμε διαφορετικά. Θυμάστε τον κ. Βουλγαράκη με το «ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό»;). Το ποδόσφαιρο είναι ένα μέρος της καθημερινής οικονομικής δραστηριότητας. Ποδοσφαιριστές και ομάδες είναι εμπορεύματα και όταν έχεις στα χέρια σου εμπορεύματα, ο στόχος σου είναι να τα πουλήσεις με το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Και στη διαδικασία αυτή η εξαπάτηση παίζει τον ρόλο της.
Φυσικά, οι ιδιοκτήτες των ομάδων μπορούν να θεωρούν τους οπαδούς και τους φιλάθλους πελάτες, όσο και αν οι φίλαθλοι και οι οπαδοί δεν έχουν με την ομάδα που υποστηρίζουν τη σχέση που έχει ένας πελάτης με ένα οποιοδήποτε προϊόν. Που αν δεν του αρέσει, δεν το ξαναγοράζει ή που αν δεν ανταποκριθεί στις προσδοκίες του, μπορεί να ζητήσει τα χρήματά του πίσω. Αν η ομάδα που υποστηρίζεις δεν πάει καλά, δεν την αλλάζεις. Με αυτή πορεύεσαι και στα άσχημα και στα καλά. Οι ιδιοκτήτες των ομάδων αυτό το γνωρίζουν. Αυτή η διαφορά είναι που προσδιορίζει το πλεονέκτημα του προϊόντος «ποδόσφαιρο» σε σχέση με άλλα βιομηχανικά προϊόντα. Επίσης, το ποδόσφαιρο ως προϊόν έχει μία ακόμα ιδιότητα, που, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, ονομάζεται ανελαστική ζήτηση. Η τιμή μπορεί να ανεβαίνει, αλλά οι πωλήσεις του προϊόντος δεν μειώνονται. Τις πιο πολλές φορές.
Οταν, λοιπόν, το παιχνίδι αντιμετωπίζεται σαν ένα προϊόν, ακόμα και με τις ιδιαιτερότητές του, είναι ουτοπία να αναζητεί σε αυτό κάποιος την ηθική ή κάποιους ηθικούς περιορισμούς στον τρόπο που ξοδεύονται τα χρήματα. Και είναι, προφανώς, ανέφικτο να γίνεται συζήτηση προτάσεων όπως αυτή του ιδιοκτήτη της Φούλαμ, του Αλ Φαγέντ, που πρότεινε να μπει ένα όριο στα χρήματα που μπορεί να ξοδέψει κάποιος για μεταγραφές.
Αξιολογήσεις και αέρας κοπανιστός
Την προηγούμενη εβδομάδα ήταν που ένας διεθνής οίκος, από αυτούς που αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα κρατών και μεγάλων επιχειρήσεων, υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας. Πέραν των αντικειμενικών στοιχείων που ορίζουν τη δυναμική και τις αναπτυξιακές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας (και τα οποία είναι όλα αρνητικά), έχει ενδιαφέρον να δει κάποιος αυτή την ιστορία των διεθνών οίκων που κάνουν αυτές τις αξιολογήσεις.
Αυτά τα ιδρύματα ήταν –και συνεχίζουν να αποτελούν– το μέρος ενός οικονομικού συστήματος που απέτυχε με πολύ ηχηρό τρόπο. Αυτοί οι οίκοι ήταν που έξι μήνες –ή και λιγότερο– πριν από το μεγάλο ξέσπασμα της κρίσης είχαν αξιολογήσει θετικά αρκετές από τις τράπεζες που πτώχευσαν και έδιναν συμβουλές σε επενδυτές για το πού θα έπρεπε να τοποθετήσουν τα χρήματά τους. Οπως μου έλεγε ένας φίλος που εργάζεται στις Βρυξέλλες, οι οίκοι αυτοί λειτουργούν στο πλαίσιο ενός «επιστημονικού κομπογιαννιτισμού», ο οποίος είναι απαραίτητος για να δίνει στο σύστημα τα άλλοθι που χρειάζεται για να λειτουργήσει και να αιτιολογήσει διάφορες ενέργειες χωρίς λογική.
Η φούσκα των δανείων, που έσκασε και σηματοδότησε την έναρξη της κρίσης, είχε καθαρά κερδοσκοπικό σκεπτικό. Σκεπτικό που είναι ή οδηγεί σε αδιέξοδο. Από τη στιγμή, λοιπόν, που το ίδιο το σύστημα είναι προβληματικό και απέτυχε, γιατί θα πρέπει να συνεχίσουμε να ανεχόμαστε το κύρος τέτοιων κομπογιαννιτών; Οι αξιολογήσεις τους τη συγκεκριμένη στιγμή δεν κάνουν τίποτα λιγότερο από το να ενισχύουν και να προωθούν κερδοσκοπικά παιχνίδια σε βάρος χωρών που βγαίνουν στις αγορές για να ζητήσουν δανεικά. Οταν αξιολογούν χαμηλά τις δυνατότητες της οικονομίας κάποιας χώρας επιτρέπουν στις τράπεζες που δανείζουν σε αυτή, να τροφοδοτούν λίγα χρήματα με τη μεγαλύτερη δυνατή απόδοση.
Γιατί συμφέρει να δανείζεις εκείνον που έχει ανάγκη, μια και εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του ορίζεις εσύ το επιτόκιο του δανείου. Για παράδειγμα, μια μεγάλη τράπεζα μπορεί να αγοράσει ελληνικά ομόλογα –να δανείσει δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο– με απόδοση 5% και μετά αυτά τα ομόλογα να τα καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να δανειστεί με επιτόκιο 2%. Τη διαφορά η τράπεζα τη βάζει στην τσέπη, προς δόξαν και των αξιολογητών. Ωραία μπίζνα, ε;
Πού είναι τα λεφτά;
Δέκα μέρες ακόμα για να ολοκληρωθεί η μεταγραφική περίοδος του Ιανουαρίου. Μέσα στον Δεκέμβριο έχουν καταγραφεί αρκετές δηλώσεις παραγόντων του Ολυμπιακού και του ΠΑΟ ή «κύκλων προσκείμενων στη διοίκηση» που διαβεβαίωναν ότι μεταγραφές θα γίνουν. Τέτοιες δηλώσεις υπήρξαν και από την πλευρά της ΑΕΚ ακόμα. Φυσικά επρόκειτο για παραμύθι. Με δεδομένη την κρίση και την απροθυμία –ή και την αδυναμία– των προέδρων να διαθέσουν χρήματα, οι σίγουρες μεταγραφές άλλαξαν χαρακτήρα.
Εγιναν «μεταγραφή ποδοσφαιριστή που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας», πράγμα που σημαίνει ποδοσφαιριστής φτηνός, ελεύθερος ή νεαρός που μπορούμε να τον «πουλήσουμε» στον κόσμο σαν μεγάλο ταλέντο, που θα έχει μεταπωλητική αξία. Οι δύο μεγάλοι από την πορεία τους στην Ευρώπη είναι ικανοποιημένοι και κανείς δεν θα τους πει κάτι αν αποκλειστούν (αρκεί ο Ολυμπιακός να περάσει τη Σεντ Ετιέν). Μεταγραφή μεγάλη για δύο ματς δεν κάνει κανείς.
Το πρωτάθλημα τους βολεύει όπως εξελίσσεται, οπότε όλα τα σπουδαία το καλοκαίρι. Και η ΑΕΚ; Πιο πιθανό είναι να πουλήσει, παρά να αγοράσει. Οπότε όλη την ονοματολογία των εφημερίδων κρατήστε τη για το καλοκαίρι, όταν φυσικά θα ενδυναμωθεί. Οχι, όμως, και τα ταμεία των ομάδων.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.