Aπό τα όσα είπε στη συνέντευξή του στον Αλέξη Σπυρόπουλο ο Κώστας Κατσουράνης, εστιάσαμε και βοηθήσαμε στην αναπαραγωγή του επουσιώδους. Του περιττού. Για τον γράφοντα και για μερικούς ακόμα ανθρώπους το γεγονός αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη. Σε μία χώρα που κυριαρχεί η εσωστρέφεια στην αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων, το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση. Πόσω μάλλον που ένας ολόκληρος χρόνος, αυτός που πέρασε, σημαδεύτηκε –κατεξοχήν– από την εσωστρέφεια με την οποία το ελληνικό ποδόσφαιρο αντιμετώπισε τον εαυτό του. Μη γελιέστε. Αυτή την εσωστρέφεια και το βασανιστικό γύρω γύρω από το περιττό θα την πληρώσουμε. Ο Κατσουράνης μίλησε για ένα σωρό σημαντικά πράγματα, όπως για τα ταλέντα, την τεχνογνωσία της εξέλιξής τους, την οργάνωση του παιχνιδιού, τη διδασκαλία της τακτικής. Είναι χαρακτηριστική η φράση του που κατέγραψε ο Αλέξης Σπυρόπουλος, όταν αναφερόμενος στον τρόπο εκγύμνασης είπε πως «αν αυτά που κάνω τώρα στα 29 μου τα έκανα στα 23 μου, δεν γνωρίζω πού μπορεί να έπαιζα τώρα». Εμείς, αντί να συζητήσουμε γι' αυτά, σαν το μυγάκι που γυρίζει γύρω από το ειδικό γαλάζιο φως που θα το σκοτώσει, ασχοληθήκαμε με το αν ο Κατσουράνης θα πάει στον ΠΑΟ ή γιατί δεν θέλει να πάει στον Ολυμπιακό. Η αλλαγή στο ποδόσφαιρο μιας χώρας και στις επιδόσεις των ομάδων της δεν είναι, όπως πολλοί άσχετοι επιμένουν, ζήτημα χρημάτων. Είναι πιο πολύ ζήτημα οργάνωσης και οπτικής, προσέγγισης απέναντι στο παιχνίδι. Η άγνοια για τις παραμέτρους του παιχνιδιού και τις ιδιαιτερότητες της λειτουργίας μιας ποδοσφαιρικής επιχείρησης, όπως και του γενικότερου οικονομικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εντάσσεται το επαγγελματικό ποδόσφαιρο, δημιουργεί ανεδαφικές προσδοκίες και λαθεμένες εικόνες σε φιλάθλους και οπαδούς. Η φετινή χρονιά λόγω της κρισιμότητας της διεθνούς οικονομικής κρίσης θα επηρεάσει και το ποδόσφαιρο, αλλά κανείς δεν μπορεί να ξέρει σε ποιο βαθμό και πόσο βαθιά. Από την εποχή του νόμου Μποσμάν, οπότε και το ποδόσφαιρο ξανοίχτηκε στη θάλασσα της παγκοσμιοποίησης, αυτή η χρονιά θα είναι καθοριστική για τη μορφή και τον τρόπο οργάνωσης των ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων. Αυτό που γνωρίζουμε ως «ποδόσφαιρο των επικεφαλίδων» δεν είναι τίποτα λιγότερο από τη μετατροπή του παιχνιδιού σε μία παγκόσμια επιχείρηση, στην οποία κυριαρχεί αυτό που χαρακτηρίζεται «ιμπεριαλισμός ορισμένων καπιταλιστικών εταιρειών», όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Ρεάλ, η Μίλαν ή η Μπαρτσελόνα. Υπάρχει μία ιδιαιτερότητα στην οικονομία του ποδοσφαίρου, η οποία δεν μπορεί να περιγραφεί με ακρίβεια, ούτε με εθνικούς αλλά ούτε και με τοπικούς όρους. Ουσιαστικά αυτό που γνωρίζουμε ως ποδοσφαιρικές επιχειρήσεις με δυναμική –και δυνατότητες– επέκτασης πέρα από τα εθνικά όρια, μία δυνατότητα που πρόσφερε η παγκοσμιοποίηση, εντοπίζεται σε κάποιες μόνο χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Οι ομάδες –κάποιες από αυτές– έχουν μετατραπεί σε παγκόσμια brand names που με αφορμή το ποδόσφαιρο πουλάνε μία σειρά προϊόντων που σχετίζονται στενά ή με χαλαρό τρόπο με το παιχνίδι. Εχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κάποιος πως οι αγγλικές ομάδες, για παράδειγμα, χρησιμοποίησαν χρήματα που πήραν από το εθνικό τους πρωτάθλημα –κυρίως– για να επεκταθούν. Κανείς, επίσης, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η ιδιαιτερότητα των ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν το ποδόσφαιρο ως έναν τρόπο προσδιορισμού της ταυτότητάς τους. Γι’ αυτό και πολλοί αντιδρούν στην εικόνα μιας αγγλικής ομάδας ή μιας γερμανικής που αγωνίζεται με 11 ξένους, όσο κι αν κάποιες φορές αυτή η ομάδα προσπαθεί να αρνηθεί τις ρίζες της και να απλωθεί στην Ινδία, τη Νοτιοανατολική Ασία ή τις ΗΠΑ. Οσο «παγκόσμια» και να θέλει να είναι μία ομάδα, δεν μπορεί να το καταφέρει χωρίς το εθνικό της πρωτάθλημα. Κι αυτό δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Ο καινούργιος χρόνος εδώ θα φέρει αλλαγές που πολύ πιθανόν δεν θα γίνουν αμέσως εμφανείς αλλά θα αλλάξουν δραστικά τα χαρακτηριστικά των ομάδων. Και πιθανόν τους στόχους και τις φιλοδοξίες τους.
Η καταδίκη της βίας
Eνα από τα πράγματα που με εντυπωσιάζουν αρνητικά και με ενοχλούν είναι η υποκρισία που δείχνουμε ως κοινωνία σε ορισμένα ζητήματα, πολλές φορές, ανεξάρτητα από πολιτική θέση. Στην Αριστερά υπερασπιζόμαστε το πανεπιστημιακό άσυλο –και καλά κάνουμε–, αλλά ακόμα δεν έχουμε αρθρώσει μία πρόταση για το πώς θα υπερασπιστούμε και το άσυλο και την πανεπιστημιακή περιουσία απ' όσους μπαίνουν μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο –χωρίς να είναι φοιτητές–, αναζητώντας είτε καταφύγιο είτε ευκαιρία για την επίδειξη καταστροφικής μανίας, εκμεταλλευόμενοι αυτό το άσυλο. Η γνώμη του γράφοντος είναι πως δεν μπορεί η Αστυνομία να κρίνει τις προϋποθέσεις άρσης του ασύλου. Επ' ουδενί. Αλλά και κάπως θα πρέπει να υπερασπιστούμε αποτελεσματικά το άσυλο και να μη θεωρούμε ότι τα όποια «παρατράγουδα» είναι μία φυσική παράπλευρη απώλεια. Είναι υποκριτική μια τέτοια στάση. Οπως υποκριτική είναι η στάση όλων εκείνων που ζητούσαν από την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ ιδίως να καταδικάσουν τα βίαια επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, λες και μπορούσε να τα επικροτήσει. Είναι εξίσου υποκριτική η στάση όλων εκείνων που –με αφορμή τις ζημιές που υπέστησαν κάποια καταστήματα– ζητούν τη λειτουργία των καταστημάτων και την Κυριακή, προσπαθώντας να μας πείσουν πως το πρόβλημα του τζίρου έχει να κάνει με τις ώρες που θα μείνουν ανοικτά τα μαγαζιά και όχι με το διαθέσιμο εισόδημα. Η υποκρισία όλων όσοι ζητούσαν φορτικά από την Αριστερά την καταδίκη των επεισοδίων γνώρισε την αποθέωσή της με την ηχηρή τους σιωπή στη δολοφονική επίθεση στην Κωνσταντίνα Κούνεβα. Τη συνδικαλίστρια που δέχτηκε επίθεση με βιτριόλι επειδή η συνδικαλιστική της δράση ενόχλησε κάποιους που λυμαίνονται τον χώρο της «ενοικίασης εργαζομένων». Ποιος απ' όλους αυτούς κατήγγειλε ποτέ τις συνθήκες δουλειάς και αμοιβών των καθαριστριών; Ποιος απ' όλους αυτούς που «νοιάστηκαν» για τις ζημιές που έπαθαν κάποια από τα καταστήματα του κέντρου απλώς κατήγγειλαν την επίθεση; Πόσοι από αυτούς βρήκαν τουλάχιστον περίεργο το γεγονός ότι η Αστυνομία κινητοποιήθηκε 10 μέρες μετά την επίθεση ώστε να διερευνήσει τις συνθήκες της δολοφονικής αυτής απόπειρας; Την επόμενη φορά που κάποιος από την κυβέρνηση ή από το κόμμα του κ. Καρατζαφέρη θα θελήσει να δώσει μαθήματα δημοκρατίας, ας κοιταχθεί στον καθρέφτη. Και ας μην τρομάξει αν δει κάποιον με στολή.
Ενα βαθύ λαρύγγι έκλεισε
Ηταν μάλλον φυσιολογικό να περάσει απαρατήρητο. Πολλά γεγονότα από αυτά που αρέσουν στην τηλεόραση και στις εφημερίδες που την αντιγράφουν δεν άφηναν χώρο για μία είδηση που μπορεί σε πολλούς να μη λέει και πολλά. Μία είδηση που αφορούσε τον θάνατο του Μαρκ Φελτ σε ηλικία 95 χρόνων στις 20 Δεκεμβρίου. Του ανθρώπου ο οποίος χαρακτηρίστηκε «η πιο διάσημη ανώνυμη πηγή στην αμερικανική ιστορία». Ηταν ο μυστικός πληροφοριοδότης των δύο δημοσιογράφων της εφημερίδας «Washington Post», Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπερστίν, που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ, το οποίο οδήγησε στην παραίτηση του Αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον το 1974. Ο Φελτ κράτησε μυστικό τον ρόλο του στην αποκάλυψη του σκανδάλου, ακόμα και από την οικογένειά του, για 33 ολόκληρα χρόνια. Μόλις το 2005 έγινε η αποκάλυψη της ταυτότητας του μυστικού πληροφοριοδότη των Μπερστίν και Γούντγουορντ από τον ίδιο τον Φελτ. Ο Γούντγουορντ, που στη διάρκεια της δημοσιογραφικής έρευνας το 1972 συναντιόταν μαζί του, είχε κρατήσει μυστική την ταυτότητα του Φελτ ακόμα και από τον Μπερστίν και οι τρεις τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά στα μέσα του περασμένου Νοεμβρίου. Για περισσότερα αναζητήστε την ταινία «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου», που θα έπρεπε να διδάσκεται στις δημοσιογραφικές σχολές όλου του κόσμου.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.