Παλαιότερες

Χριστουγεννιάτικος εφιάλτης-Part 3 (Επίθεση στο χωρίο του Αϊ Βασίλη)

www.sport-fm.gr

Part1 (Santa tv)

http://www.sport-fm.gr/article/158936

Part 2 (Καλικατζαράκια)

http://www.sport-fm.gr/article/159049

Part 3 (Επίθεση στο χωρίο του Αϊ Βασίλη)

«Πήγαινε σπίτι σου, μάζεψε λίγα πράγματα και σε δυο ώρες να είσαι εδώ» μου είπε ο Φιλιππίδης. «Καλά είσαι σοβαρός; Θα πάμε όντως στο χωρίο του Αϊ Βασίλη; Ποιος τρέχει τώρα μέχρι τη Φινλανδία» του είπα. Δεν είχα καμία διάθεση να μπω σε αεροπλάνο αυτές τις μέρες. Μάλλον θα έφταιγε το όνειρο που έβλεπα στο οποίο με κυνηγούσε ένας φτερωτός σκίουρος. Σε κάθε περίπτωση δεν ήμουν πρόθυμος να ρισκάρω. «Δεν θα πάμε στην Φινλανδία μην ανησυχείς. Εδώ στην Αθήνα θα πάμε». «Τι; έχει ανοίξει παράρτημα; Καταραμένο franchise». Έφυγα γρήγορα για το σπίτι. Είχε ξημερώσει παραμονή Χριστουγέννων. Απέφυγα τους κεντρικούς δρόμους που ήταν γεμάτοι πλέον από ελάφια. Απέμεναν δυο ώρες μέχρι να αρχίσει η συγκεντρώσει στο Σύνταγμα. Από ότι μου είπαν ο προγραμματισμός που είχε γίνει από τον εχθρό προέβλεπε ότι όλοι θα βρίσκονταν στο Σύνταγμα μέχρι τις 8 το βράδυ των Χριστουγέννων.

Έβαλα σε μια τσάντα δυο μπλούζες, τον φορτιστή του κινητού, ένα σακουλάκι ηλιόσπορους και ένα cd με τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Σοφίας Βόσσου. Ποτέ δεν ξέρεις ποτέ θα χρειαστεί ένα σακουλάκι με ηλιόσπορους σκέφτηκα ενώ η Σοφία Βόσσου μπορεί να φανεί χρήσιμη σε πολλές περιπτώσεις. Το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε δυο φορές. «Κάλαντα» ήταν η πρώτη μου σκέψη αλλά δεν άκουγα τριγωνάκια να χτυπάνε ούτε εκνευριστικές παιδικές φωνές. Πλησίασα περπατώντας στις μύτες των ποδιών προς την πόρτα. Αθόρυβος σαν γάτος. Κοίταξα από το ματάκι και τα είδα να στέκονται ακούνητα κοιτώντας προς την πόρτα. Δυο παιδάκια, ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι. Φορούσαν τα καλά τους αλλά το βλέμμα τους είχε κάτι το ανατριχιαστικό. Έμοιαζαν με πρωταγωνιστές σε θρίλερ και οι εμπειρίες μου από θρίλερ όπου το παιδάκι έπαιζε σημαντικό ρόλο δεν ήταν και οι καλύτερες. Την τελευταία φορά που παρακολούθησα τέτοιο έργο είχα κρυφτεί για ένα μήνα στην ντουλάπα. Συνέχισα να τα παρατηρώ προσπαθώντας να μην αναπνέω καν. Το αγοράκι γύρισε το βλέμμα του προς το ματάκι. Ήμουν σίγουρος ότι με έβλεπε. Το βλέμμα του κράτησε για μερικά δευτερόλεπτα. Ξαφνικά γύρισε και κάτι είπε στο κοριτσάκι δίπλα του, γέλασαν και τα δυο και έφυγαν τρέχοντας. Με είχαν καταλάβει. Δεν είχα πολύ χρόνο, έπρεπε να γυρίσω στο αρχηγείο. Γύρισα απότομα προς το δωμάτιο και χτύπησα το κεφάλι μου στα διακοσμητικά καμπανάκια που κρέμονταν από την πόρτα. «Κάθε φορά το ίδιο πράγμα» σκέφτηκα και αποφάσισα να μην τα ξανακρεμάσω ποτέ.

Έφτασα στο αρχηγείο λίγη ώρα μετά. Ανέβηκα στον δεύτερο όροφο και τους είδα όλους έτοιμους. Φορούσαν ακόμα τις αποκριάτικες στολές. Όλες ήταν στολές ζώων. Είχε ντυθεί και ο Φιλιππίδης. «Τι είσαι ντυμένος;» τον ρώτησα. «Κόνδορας» μου απάντησε. Πιο πολύ για παπαγάλος μου έμοιαζε αλλά δεν του το είπα. «Ωραία, τι κάνουμε τώρα;». «Πάμε στο χωρίο. Το τι θα κάνουμε εκεί θα μας το πεις εσύ» είπε ο Φιλιππίδης. «Και που να ξέρω εγώ τι θα κάνουμε; Εσείς με φωνάξατε» τους είπα. «Όταν θα έρθει η ώρα θα καταλάβεις τι πρέπει να κάνεις» μου είπε…

12 ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ. ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Η ανάγνωση των ονομάτων είχε αρχίσει εδώ και τρείς ώρες. Πρέπει να είχαν διαβαστεί πάνω από 3 με 4 χιλιάδες ονόματα-νούμερα. Τόσος ήταν και ο κόσμος που βρισκόταν στο Σύνταγμα. Κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο ακούνητοι χωρίς κανένας να μιλάει. Αυτό θα συνεχιζόταν μέχρι την επόμενη μέρα και όταν θα ολοκληρωνόταν η προσέλευση, θα εμφανιζόταν αυτός. Τα ελάφια είχαν περικυκλώσει το χώρο. Έκαναν μια μεγάλη γραμμή παράλληλα με τα πεζοδρόμια και άφηναν κενούς τους δρόμους. Εκεί μαζεύονταν οι άνθρωποι. Ο χόντρος με το μούσι τα είχε κανονίσει όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

12 ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ. ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ

Τον είχα δει να καταστρέφεται ολοκληρωτικά από την τηλεόραση. Τώρα λίγες ώρες μετά η εικόνα του ήταν εντελώς διαφορετική. Εκεί είχε στήσει το χωριό του ο Αϊ Βασίλης, στον Λυκαβηττό. Είχαμε φτάσει περπατώντας. Ο ήλιος ήταν λαμπερός αλλά το κρύο τσουχτερό. «Πρέπει να φτάσουμε μέχρι την κορυφή» είπε ο Φιλιππίδης. «Και τι θα κάνουμε μόλις ανέβουμε, θα χτυπήσουμε την καμπάνα;». «Δεν υπάρχει καμπάνα πλέον» μου απάντησε. «Να σε ρωτήσω κάτι άλλο ρε Φιλιππίδη. Γιατί δεν έχει καθόλου ελάφια εδώ; Είναι σύμπτωση;». «Όπως ο Θεός έτσι κι εγώ δεν παίζω ζάρια και δεν πιστεύω στις συμπτώσεις» μου απάντησε.

«Τι;»

«Αυτό που άκουσες. Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις» επανέλαβε.

«Ναι μόνο που η ατάκα που είπες με τα ζάρια και τις συμπτώσεις είναι κλεμμένη από το V for Vendetta»

«…χμ…ναι ε;» είπε με ύφος παιδιού που το έχουν πιάσει να κάνει κάτι ύποπτο. «Δεν την έχω δει την ταινία» είπε τελικά.

«Καλά ναι είμαι σίγουρος. Και εγώ παίζω μαντολίνο κάθε Πάσχα» Ξεκινήσαμε το περπάτημα προς την κορυφή. Όχι από τον δρόμο, αλλά ανάμεσα από το κατεστραμμένο δασάκι. Το θέαμα ήταν λίγο περίεργο. Εγώ, ο Φιλιππίδης ντυμένος κόνδορας, μια αρκούδα ένας πιγκουίνος δυο σκύλοι και μερικοί μαντράχαλοι ακόμα ντυμένοι ζωάκια. Σύνολο ήμασταν 15 άτομα. Δεν είχα ιδέα πόσοι υποτακτικοί του Αι Βασίλη βρίσκονταν στην κορυφή, αλλά θα μάθαινα πολύ σύντομα.

9 ΤΟ ΒΡΑΔΥ. ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Η πλατεία είχε γεμίσει από κόσμο. Όσοι έρχονταν τώρα στριμώχνονταν στους γύρω δρόμους. Αμίλητοι και χωρίς να κουνιούνται έπαιρναν τις θέσεις τους. Από τα μεγάφωνα που ήταν στημένα προφανώς σε ολόκληρη την πόλη η μυστήρια φωνή εξακολουθούσε να φωνάζει νούμερα.

9 ΤΟ ΒΡΑΔΥ. ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ

Είχαμε φτάσει στην κορυφή εδώ και ώρα. Δεν μπορούσαμε όμως να προχωρήσουμε άλλο. Στο μέρος που μέχρι χθες ήταν το παρκινγκ για τα αυτοκίνητα ήταν στημένες σκηνές και από κάθε μια έβγαινε άσπρος καπνός. Η μεγαλύτερη από τις σκηνές βρισκόταν ακριβώς στη μέση. Απ’ έξω ήταν κρεμασμένη μια τεράστια ταμπέλα που έγραφε «Do Not Disturb». «I will disturb» σκέφτηκα και εκείνη τη στιγμή με σκούντηξε ο Φιλιππίδης. «Τι κάνουμε τώρα;» μου είπε. «Σου είπα δεν ξέρω, γαμώ την τρέλα μου. Δεν καταλαβαίνω τίποτα».

«Ωραία θα κατασκηνώσουμε λίγο πιο κάτω και ίσως αργότερα να καταλάβεις».

«Δεν θα πόνταρα και πολλά λεφτά στο ότι εγώ θα βρω τη λύση» του είπα και με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απογοήτευση. Είχε νυχτώσει και η θερμοκρασία έπεφτε συνέχεια. Στήσαμε δυο σκηνές ανάμεσα σε κάτι θάμνους που είχαν επιβιώσει από την έκρηξη και μπήκαμε μέσα. Έβγαλα το σακουλάκι με τους ηλιόσπορους και άρχισα να μασουλάω. Με πήρε ο ύπνος λίγο αργότερα…

… «Όποιος βρει το φλουρί κερδίζει το φυλαχτό του Λαλαούνη» είπε ο ομαδάρχης των προσκόπων. «Το φυλαχτό του Λαλαούνη!!!» είπαμε όλα τα παιδιά με έκπληξη. Ήμουν 12 χρονών όταν πήγα για ένα μήνα στους προσκόπους. Δεν άντεξα παραπάνω, η μάλλον δεν με άντεξαν, ήταν μια αμοιβαία συμπάθεια. Πάντως την κοπή της πίτας την πρόλαβα. Τι να ήταν άραγε ο Λαλαούνης! Πρώτη φορά τον άκουγα. Το όνομα του μας έκανε να νομίζουμε ότι πρόκειται για κάποιο μεγάλο μάγο και κερδίζοντας το φυλαχτό του θα αποκτούσαμε τεράστια γνώση. Κέρδισα το φλουρί μαζί και το φυλαχτό. Η τεράστια γνώση όμως δεν ήρθε ποτέ. Ένα χρόνο μετά όταν ήμουν 13, σε μια από τις πρώτες μου βόλτες στο κέντρο της Αθήνας κατέβαινα με το τρόλεϊ την Πανεπιστημίου. Εκεί είδα κάτι που γκρέμισε με μιας τα παιδικά όνειρα. «Κοσμήματα Λαλαούνης» έγραφε η ταμπέλα έξω από το μαγαζί και εκείνη την ώρα συνειδητοποίησα ότι ο Λαλαούνης δεν είναι μάγος των αρχαίων εποχών αλλά μαγαζί με κοσμήματα. Αλλά γιατί έβλεπα αυτό τον εφιάλτη της παιδικής μου ηλικίας στον ύπνο μου. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου ο τύπος με τον μανδύα που είχα συναντήσει για πρώτη φορά στη Δαβάκη. Ήμουν ακόμη ξαπλωμένος μέσα στη σκηνή αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Χτύπησε το καμπανάκι που κρατούσε τρεις φόρες. «Τσάι Κεϋλάνης. Το καλύτερο ρόφημα στον κόσμο» μου είπε και εξαφανίστηκε. Ξύπνησα εκείνη τη στιγμή. Ήξερα τώρα τι έπρεπε να κάνω. Τι ώρα ήταν;

ΑΝΗΜΕΡΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΑ. 12 ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ

Κινητικότητα επικρατούσε στο παρκινγκ του Λυκαβηττού. Περίπου εκατό άτομα ντυμένα αγιοβασίληδες έμπαιναν και έβγαιναν από τις σκηνές. Η ώρα που θα έφευγαν ερχόταν σιγά σιγά. Από την μεγαλύτερη σκηνή έβγαινε τώρα περισσότερος καπνός. Εκεί μέσα ήταν ο Αϊ Βασίλης και ήμουν σίγουρος. «Ξέρεις τι κάνεις;» μου είπε ο Φιλιππίδης. «Φυσικά και ξέρω» του απάντησα. Γύρισα το βλέμμα μου προς την Αθήνα. Οι δρόμοι ήταν πλημυρισμένοι από κόσμο. Τα πάντα κρέμονταν τώρα σε μια κλωστή. Αν τα κατάφερνε ο χοντρός θα έφερνε Χριστούγεννα όλο το χρόνο. Όσο περνούσε από το χέρι μου όμως δεν θα τον άφηνα.

19:00. ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Από τα μεγάφωνα ακουγόταν ακόμα η μυστήρια φωνή να φωνάζει τα τελευταία νούμερα. Ολόκληρη η Αθήνα ήταν τώρα γεμάτη κόσμο. Σαν πρόβατα παρατηρούσαν τον Χριστουγεννιάτικο στολισμό και σιγοτραγουδούσαν τα κάλαντα. Μια τεράστια σκηνή είχε στηθεί στο κέντρο της πλατείας ενώ γιγαντοοθόνες υπήρχαν σε κάθε δρόμο. Άσπρος καπνός γέμισε τη μεγάλη σκηνή του Συντάγματος. Από μέσα πετάχτηκε ένας τύπος ντυμένος και αυτός Άγιος Βασίλης. Πήρε ένα μικρόφωνο στα χέρια του. Ένας τσιριχτός ήχος ξεπετάχτηκε από τα μεγάφωνα. Ρύθμισε την ένταση του μικροφώνου και άρχισε να μιλάει. «Σε λίγη ώρα θα έρθει αυτός που όλοι περιμένατε. Σε λίγη ώρα τα προβλήματα σας θα έχουν τελειώσει. Σε λίγη ώρα θα αρχίσει μια χριστουγεννιάτικη γιορτή που θα κρατήσει για πάντα. Θέλετε να τον δείτε στη σκηνή;». «ΝΑΙΙΙΙΙΙΙΙΙ» φώναξαν τα εκατομμύρια πρόβατα που δεν είχαν ιδέα για ποιο λόγο απαντούσαν θετικά. Η ώρα πλησίαζε 8.

19:50. ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ

Η μόνη σκηνή που παρέμενε φωτισμένη ήταν η μεγάλη. Έξω από αυτή είχε τοποθετηθεί ένα τεράστιο έλκηθρο. Γύρω στα είκοσι ελάφια βρίσκονταν μπροστά του. Όλα ήταν έτοιμα για να βγει ο Αϊ Βασίλης και να κατέβει στο σύνταγμα. Είχε έρθει η ώρα να αναλάβουμε δράση. Είχαμε σκορπιστεί γύρω από την πλατεία και παραμέναμε στις θέσεις μας τις τελευταίες τρείς ώρες. Βγήκα από την κρυψώνα μου και άρχισα να περπατάω προς τη σκηνή. «Επ, ακίνητος. Μην κουνηθείς» φώναξε ένας από τους φρουρούς. Σταμάτησα και σήκωσα τα χέρια ψηλά. «Είμαι μαζί σας. Άπλα ήθελα να τον δω από κοντά» του είπα. «Μην κουνηθείς» ξαναφώναξε ο φρουρός που μίλησε σε έναν ασύρματο προφανώς για να καλέσει ενισχύσεις. Γύρισα τρέχοντας προς την κρυψώνα μου και τώρα περίπου 30 άτομα έτρεχαν προς το μέρος μου. Ήταν η ώρα να εκτελεστεί το σχέδιο. Ο Φιλιππίδης έκανε σήμα προς τους υπόλοιπους που βγήκαν και αυτοί από τις θέσεις τους. Κρατούσαν από μια καραμπίνα στο χέρι. Όρμησαν προς τη μεγάλη σκηνή και την κύκλωσαν. Οι φρουροί κυνηγούσαν εμένα αλλά δεν μπορούσαν να με βρουν. Είχα μάθει όλα τα σοκάκια από χθες και τους ξέφυγα εύκολα. Έκανα τον κύκλο και έφτασα έξω από τη μεγάλη σκηνή μαζί με τους υπόλοιπούς. Ο Φιλιππίδης έκανε νόημα στον πιγκουίνο που σήκωσε ψηλά το χέρι του. «ΤΩΡΑ» φώναξε κατεβάζοντας το χέρι και εκείνη τη στιγμή οι πυροβολισμοί από τις καραμπίνες προς τη σκηνή δημιούργησαν έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Τα ελάφια είχαν απομακρύνει το έλκηθρο. Ένα λεπτό μετά οι πυροβολισμοί σταμάτησαν αλλά ο αέρας μύριζε μπαρούτι. «Πρέπει να είναι νεκρός» είπε ο Φιλιππίδης. «Δεν το νομίζω» του είπα και εκείνη τη στιγμή ο χοντρός όρμησε από τη σκηνή προς το έλκηθρο. «Τα λέμε κορόιδα» φώναξε και σκαρφάλωσε στο όχημα του. Έτρεξα από πίσω και πιάστηκα από μια άκρη την ώρα που απογειωνόταν με προορισμό το Σύνταγμα…

20:00. ΣΥΝΤΑΓΜΑ

«Έρχεται» φώναξε ο τύπος πάνω στη σκηνή. «Υποδεχτείτε τον, με ένα ζήτω». «ΖΗΤΩΩΩΩΩ» φώναξαν με μια φωνή τα εκατομμύρια πρόβατα στους δρόμους. Η πτήση με το έλκηθρο δεν κράτησε πάνω από λεπτό αλλά η προσγείωση με έφερε κουτρουβαλώντας κάτω από τη σκηνή. Η μουσική από τον «Μικρό τυμπανιστή» άρχισε να παίζει στα ηχεία. Μόλις ο χοντρός ολοκλήρωνε το τραγούδι τα πάντα θα τέλειωναν. Σηκώθηκα γρήγορα και έτρεξα προς τη σκηνή. Ο Αι Βασίλης ανέβαινε τα σκαλιά. Έβγαλα από την τσάντα μου το cd της Σοφίας Βόσσου και το χρησιμοποίησα για φρίσμπι. Τον πέτυχα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ξαφνιάστηκε και γύρισε προς τα μένα. «Να ‘μαι πάλι χοντρούλη» του φώναξα. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα . Όλα τελείωσαν» μου είπε γελώντας.

«Μπαααα. Δεν το νομίζω» του είπα και έβγαλα από την τσάντα μου ένα φακελάκι.

«Τι είναι αυτό;»

«Τσάι Κεϋλάνης φιλαράκο μου»

«Ε και λοιπόν; θα παίξουμε τις κουμπάρες πίνοντας τσάι;» είπε ο χοντρούλης.

«Τσάι Κεϋλάνης. Το καλύτερο ρόφημα στον κόσμο» φώναξα με όλη μου τη δύναμη.

«Έχεις χαζέψει ε;» μου απάντησε. Δεν τον είδα να φοβάται. Πως γίνεται ; Ήμουν σίγουρος ότι ήταν το αδύνατο σημείο του. Γύρισε προς την σκηνή και συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά.

Σκατά. Έπρεπε να αυτοσχεδιάσω τώρα. Ο χόντρος ανέβηκε στη σκηνή και πήρε το μικρόφωνο. Το κοινό από κάτω παραληρούσε. Έτρεξα γρήγορα προς τα εκεί. Πήδηξα πάνω του την ώρα που ξεκίνησε το τραγούδι. Τράβηξα το καλώδιο του μικροφώνου και το ξερίζωσα. Είδα τρείς τύπους να τρέχουν προς το μέρος μου. «Μην κουνηθείτε θα τον σκοτώσω» τους είπα. Ο χοντρός είχε χτυπήσει το κεφάλι του πέφτοντας και είχε μείνει αναίσθητός. «Ώρα για δίαιτα φιλαράκι» του είπα. «Φέρτε μου έναν σάκο γρήγορα» φώναξα. Αν και κανένας δεν κουνήθηκε στην αρχή λίγο μετά ένας από τους ψευτο-αγιοβασίληδες πήρε έναν τεράστιο κόκκινο σάκο και τον έφερε προς το μέρος μου. Το κοινό από κάτω άρχισε να ξυπνάει σιγά σιγά. Το τραγούδι είχε σταματήσει από τα ηχεία έτσι ο υπνωτισμός έχανε την ισχύ του. Προσπάθησα να χωρέσω τον χοντρό μέσα στον σάκο. Δεν έμπαινε όμως εύκολα. Του έδωσα μια τελική κλοτσιά στο κεφάλι. «Όπως καταλάβατε το πάρτι τελείωσε» φώναξα. Με είχαν κυκλώσει. «Το καλό που σας θέλω μη με ακολουθήσει κανείς» Άρχισα να κατεβαίνω από τη σκηνή σέρνοντας τον σάκο. Ο κόσμος που βρισκόταν από κάτω μου άνοιγε δρόμο για να περάσω…

Στην αρχή της Πανεπιστημίου με πρόλαβε ο Φιλιππίδης και οι υπόλοιποι. «Τι θα τον κάνουμε;» με ρώτησε. «Αυτό άστο σε μένα» του είπα. Γύρισα στο σπίτι και άνοιξα την πόρτα του υπογείου. Με μια κλωτσιά τον πέταξα μέσα. Κλείδωσα την πόρτα και πέρασα το κλειδί σε μια αλυσίδα στο λαιμό μου. Άνοιξα την τηλεόραση και είδα ότι όλα τα κανάλια είχαν επανέλθει. Χτύπησε το τηλέφωνο. Το άφησα να χτυπήσει δυο φορές και μετά το σήκωσα. «Ποιος είναι;» ρώτησα. Καμία απάντηση. «Ποιος είναι;». Μου το έκλεισαν. Γύρισα προς την πόρτα την ώρα που κάποιος έσπρωχνε ένα χαρτάκι από κάτω. «Τίποτα δεν τελείωσε έγραφε».

Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. «Ποιός είναι;». «Επιτέλους απάντησες. Που είσαι όλη μέρα;» ήταν μια φίλη μου. «Είχα κάτι δουλείες μωρέ». «Χρόνια πολλά δεν είπαμε. Καλά Χριστούγεννα». «Επίσης, επίσης» της είπα. «Τι δώρο σου έφερε ο Αϊ Βασίλης;» με ρώτησε. «Δεν νομίζω να με θυμηθεί φέτος» της είπα. «Λοιπόν θα σε πάρω εγώ σε καμιά ωρίτσα για να δούμε τι θα κάνουμε οκ;» μου είπε και κλείσαμε.

Έβαλα ένα ουίσκι με λίγο πάγο και κοκα-κόλα και έκατσα στην πολυθρόνα. Άκουσα θόρυβο από το υπόγειο. «Θα κάνεις καιρό να ξαναδείς το φως του ήλιου χοντρούλη» σκέφτηκα και πάτησα το play στο στερεοφωνικό.



THE END

*Χρόνια πολλά και καλές γιορτές σε όλους. CHEERS!

Προσευχές, μετάνοιες, λιτανείες και εξομολογήσεις στο: Deepthoughts2008@hotmail.com
Ανοίξαμε και σας περιμένουμε.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x