Οσο το πρωτάθλημα βρίσκεται στον ανήφορο, κατευθύνεται δηλαδή προς τη μέση του, δεν είναι εύκολο να βγάλει κάποιος συμπεράσματα για τα χαρακτηριστικά του. Και το ελληνικό πρωτάθλημα δεν έχει, τα τελευταία χρόνια, κάποια χαρακτηριστικά τέτοια που να κάνουν τις προβλέψεις για τους πρωταγωνιστές του δύσκολες. Εν πολλοίς, τα πράγματα είναι αναμενόμενα.
Φέτος, βέβαια, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο έχει να κάνει με την εμφάνιση του ΠΑΟΚ. Που παρουσιάζεται πιο δυνατός από ποτέ τα τελευταία χρόνια. Μία παρουσία που, προσωπικά, τη θεωρώ ως εκδήλωση ενδιαφέροντος. Ο «Δικέφαλος του Βορρά» δεν είναι ακόμα έτοιμος για να διεκδικήσει το πρωτάθλημα, αλλά φέτος μας δηλώνει ότι θέλει να το κάνει και ακόμα -και αυτό είναι το σπουδαιότερο- ότι προετοιμάζεται γι' αυτό. Παρά το γεγονός ότι το φετινό πρωτάθλημα δεν διαφοροποιείται σημαντικά -όσον αφορά τους πρωταγωνιστές- έχει εκτός από τον ΠΑΟΚ και κάποια άλλα επιμέρους στοιχεία ενδιαφέροντα. Ας πούμε τον αριθμό των εισιτηρίων.
Η διαφαινόμενη άνοδος του μέσου όρου δεν οφείλεται στην άνοδο της ποιότητας του θεάματος, αλλά στην υψηλή συσπείρωση των φιλάθλων του ΠΑΟΚ και φυσικά στην επιστροφή των φίλων του ΠΑΟ στο γήπεδο. Μία επιστροφή που ήταν αποτέλεσμα των προσδοκιών που δημιούργησε η διοικητική αλλαγή του καλοκαιριού. Θα πρέπει πάντως κάποιος να παραδεχτεί ότι σε έναν κόσμο, πλέον, με άπειρες επιλογές ψυχαγωγίας και εκμετάλλευσης του ελεύθερου χρόνου, το ποδόσφαιρο που παίζεται στα ελληνικά γήπεδα μπορεί να προσελκύσει μόνον από συνήθεια, από απελπισία ή από την ανάγκη ικανοποίησης της οπαδικής ένταξης. Αντε και από ελπίδα μήπως και κάτι γίνει καλύτερα. Αλλά όλο και λιγότεροι φίλαθλοι πάνε σε ένα παιχνίδι ελπίζοντας.
Το γεγονός ότι σε κάποια ντέρμπι μαζεύεται κόσμος στα γήπεδα, αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την αναζήτηση της έντασης, του πάθους, μιας διεξόδου αποφόρτισης παρά με τη δίψα για καλό ποδόσφαιρο, όσο και αν υπάρχουν, όπως έγραψα πιο πάνω, άνθρωποι που ακόμα πηγαίνουν στο γήπεδο ελπίζοντας. Μία πολύ αρνητική συνέπεια αυτής της συνήθειας, αυτής της «φυσιολογικής» κατάστασης στο ελληνικό ποδόσφαιρο, έχει και μία πολύ σοβαρή διάσταση αισθητικής. Οι νεότεροι συνηθίζουν στον χαμηλό ποιοτικό δείκτη με αποτέλεσμα, όταν συναντήσουν κάτι που να προσεγγίζει τη μετριότητα, να το αντιμετωπίζουν σαν αποκάλυψη.
Στη χαμηλή ποιότητα του ποδοσφαίρου συμβάλλουν πολλοί παράγοντες, ένας από τους οποίους είναι η ανοχή μας. Και ως φίλαθλοι και ως δημοσιογράφοι. Οι παράγοντες -έχει γίνει σαφές ότι- δεν ενδιαφέρονται να κάνουν κανενός είδους επανάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Τη διατήρηση των ζωνών επιρροής θέλουν να επιτύχουν και να διασφαλίσουν τα κέρδη τους. Και αυτή η διασφάλιση προϋποθέτει όσο το δυνατόν λιγότερα έξοδα -σε επίπεδο επενδύσεων- και φυσικά μία γενναία συμμετοχή του κράτους. Οσον αφορά την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, βλέπουμε πόσο οι ενδιαφερόμενοι πιέζονται να το αλλάξουν. Είτε πρόκειται για τη διαιτησία είτε γι' αυτό που -καθ' υπερβολή- ονομάζουμε αθλητική δικαιοσύνη, που το παρακολουθούμε να «δοξάζεται», σχεδόν, κάθε εβδομάδα.
Ολα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον που, λίγο πολύ, μπορεί να χαρακτηριστεί φυσιολογικό. Και το φυσιολογικό το συνηθίζουμε πολύ εύκολα. Τώρα, που το φετινό πρωτάθλημα φθάνει στη μέση του και τελειώνει ο ανήφορος, θα δούμε πόσο διαφορετικό είναι. Τώρα θα αρχίσουν να ξεχωρίζουν οι πρωταγωνιστές. Και εκείνοι που θέλουν να γίνουν. Αν είναι ίδιοι με πέρυσι και πρόπερσι, η ανταγωνιστικότητα -βασικός δείκτης ποιότητας- πάει περίπατο.
Η κρίση και το κόστος
Με όλα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες, οι συνέπειες και το βάθος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έχουν περάσει σε δεύτερο πλάνο. Η οικονομική κρίση δείχνει πόσο εκτεθειμένο είναι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα -που δεν αποτελεί κανένα μνημείο διαφάνειας- στις οργανωμένες κινήσεις κερδοσκοπίας. Κινήσεις απέναντι στις οποίες τα κράτη δεν έχουν καμία άμυνα, εκτός αν θεωρήσουμε αυτή τη γελοιότητα των επιτοκίων ως άμυνα. Ενα από τα σημαντικότερα στοιχεία αυτής της κρίσης έχει να κάνει με το ποιος, τέλος, φορτώνεται αυτή τη ζημία που προκάλεσαν οι κερδοσκοπικές κινήσεις κάποιων ηλιθίων πλεονεκτών.
Μα όλοι εμείς. Οι κεντρικές τράπεζες δανείζουν αφειδώς δισεκατομμύρια σε τραπεζικά ιδρύματα που τζογάρησαν σε φούσκες και «τοξικά» ομόλογα και το κάνουν για να μην πτωχεύσουν οι τράπεζες. Αυτό που δεν μας λένε είναι πως όλα αυτά τα χρήματα που δανείζουν ουσιαστικά τα πληρώνουμε εμείς. Διότι αυτά τα τεράστια ποσά «οικονομικής στήριξης» οι κυβερνήσεις τα κόβουν από τις χρηματοδοτήσεις του προϋπολογισμού στα ταμεία, την παιδεία, την υγεία και όλες τις λεγόμενες κοινωνικές δαπάνες.
Ενα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο στην ιστορία αυτή αφορά τους δήθεν σοσιαλιστές, οι οποίοι τώρα που οι κυβερνήσεις στηρίζουν τις τράπεζες, τους μοχλούς της κερδοσκοπίας, δεν βγάζουν τσιμουδιά. Λες και το βασικό καθήκον του κράτους είναι να εθνικοποιεί, να μοιράζει σε όλους εμάς τις ζημίες που υφίστανται οι κερδοσκόποι. Δεν θυμάμαι, ποτέ, όμως καμιά κυβέρνηση να θέλει να μας μοιράσει και τα κέρδη που συσσωρεύουν όλοι αυτοί οι «οι παίκτες» του παγκοσμίου χρηματοπιστωτικού συστήματος, που έχουν μερικές φορές και κάτι ονόματα, όπως hedge funds, από τα οποία άντε να διεκδικήσεις χρήματα σε περίπτωση που τα χάσεις.
Το έχω ξαναγράψει και παλιότερα και δεν αποτελεί καμιά μεγάλη σοφία. Οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου, λόγω της ιδιαίτερης φύσης που έχουν ως επιχειρήσεις οι τράπεζες, τους έχουν παραχωρήσει απίστευτα προνόμια, που παρόμοιά τους δεν έχει κανένας άλλος επιχειρηματικός κλάδος. Αυτά τα προνόμια, που σε μεγάλο βαθμό έχουν να κάνουν με την εγγύηση των κεφαλαίων και της λειτουργίας τους από το κράτος, τις ωθούν να ριψοκινδυνεύουν μεγάλα ποσά σε επισφαλείς επενδύσεις, με στόχο να αποκομίσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερα κέρδη για να τα μοιράσουν στους μετόχους τους. Τα κέρδη. Γιατί για τις ζημίες υπάρχει ο μαλάκας, δηλαδή όλοι εμείς.
Ιδού ο ένοχος
Ηταν ζήτημα χρόνου να βρεθεί ο ένοχος των επεισοδίων που γίνονται τις τελευταίες μέρες στην Αθήνα και σε κάποιες άλλες πόλεις της χώρας. Ο Αλέκος Αλαβάνος και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι οι καθοδηγητές όλου αυτού του μπάχαλου, όπως είπε και η Αλέκα Παπαρήγα, η οποία έχει αναγορεύσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ταξικό εχθρό. Αλλωστε, όσο κόβει ποσοστά από τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο θα μπορεί άνετα να διεκδικεί την ηγεσία και την αποκλειστικότητα της αριστεροσύνης.
Συμπτωματικά οι απόψεις της ταυτίζονται με εκείνες του Καραμανλή και του Καρατζαφέρη, αλλά η μονολιθικότητα και η καθυστέρηση δεν είναι προνόμια μιας πολιτικής παράταξης. Πόσω μάλλον μιας παράταξης που ισχυρίζεται ότι αντιμάχεται το σύστημα και θέλει να κάνει την επανάσταση, αλλά η μόνη πολιτική πρόταση που κατέθεσε, τέσσερις μέρες τώρα, είναι το know how της αποτελεσματικής περιφρούρησης μιας πορείας. Εύγε.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.