Από την αρχή του χθεσινού ματς ο Ολυμπιακός έμοιαζε σαν τον ανιψιό που επισκέπτεται το σπίτι της θείας στο χωριό. Το οποίο μπορεί να μην είναι άθλιο, αλλά σε σχέση με το σπίτι στην Αθήνα είναι κάπως παρατημένο, πολύ κρύο και εντελώς ξένο. Ενα από εκείνα τα μέρη που χρειάζεται να επισκεφθείς, δεν θέλεις να προσβάλεις κανέναν, αλλά θέλεις και το συντομότερο δυνατόν να την κάνεις πριν αρχίσεις να τρελαίνεσαι ή να βρίζεις. Μία από αυτές τις επισκέψεις που το νιώθεις ότι έχασες τον χρόνο σου ή αν είσαι ποδοσφαιρική ομάδα τους βαθμούς, ελπίζοντας ότι η κατάσταση αργότερα θα στρώσει. Για τον Ολυμπιακό το «αργότερα» είναι το ματς με τη Χέρτα στο Καραϊσκάκη, στο οποίο με νίκη και κατά πάσα πιθανότητα ισοπαλία περνάει στην επόμενη φάση.
Επειτα από μία χαρακτηριστική παύση, που έμοιαζε να σκέφτεται αν αυτό που θα πει ακούγεται γελοίο, η δήλωση του Ντιντιέ Ντομί μετά το ματς είχε μεγάλη δόση αλήθειας. Είναι από τις σπάνιες φορές που ο αγωνιστικός χώρος πράγματι επηρεάζει τόσο πολύ το παιχνίδι μιας ομάδας. Οχι επειδή το γήπεδο είχε λακκούβες και άλλαζε την πορεία της μπάλας, αλλά επειδή ο αγωνιστικός χώρος ήταν τόσο μαλακός που κάθε κοφτή κίνηση με το σώμα μπορούσε να καταλήξει σε ξάπλα στο χορτάρι. Για τον Ολυμπιακό ο μαλακός αγωνιστικός χώρος ήταν διπλή ζημιά. Πρώτον διότι έκανε δύσκολη την ανάπτυξη με σπόντες στο ένα-δύο, αφού η κατάσταση του γηπέδου δεν επέτρεπε πολλές χαρούλες με την μπάλα. Δεύτερον, επειδή το μεγάλο ατού του Ολυμπιακού, το πρέσινγκ μπροστά, ήταν εντελώς αδύνατον επάνω στο συγκεκριμένο χορτάρι, που δεν επέτρεπε τις αλλαγές πορείας και την πίεση στο στυλ αγέλης.
Εξαιρουμένου όμως του γηπέδου, υπήρχαν και ατομικές αποδόσεις παικτών που βοήθησαν να έρθει η ήττα. Ο Τζόρτζεβιτς, ο Ντομί και ο Ντουντού έκαναν καλό παιχνίδι, αλλά το ίδιο δεν μπορεί να πει και ο Μπελούτσι, που είχε όμως τη δικαιολογία ότι το συγκεκριμένο γήπεδο δεν ήταν από αυτά που βολεύουν για να τρέχεις με την μπάλα. Ο Αβραάμ Παπαδόπουλος, όμως, δεν είχε καμία δικαιολογία όταν έχασε αρκετές φορές τον Φόμιν. Επίσης, ο Παρασκευάς Αντζας πρακτικά έκανε πολύ καλά όταν πετούσε την μπάλα πλάγιο άουτ, αλλά από πείρα θα έπρεπε να γνωρίζει ότι η εύκολη λύση του πλαγίου δίνει την αίσθηση της ανωτερότητας στον αντίπαλο.
Σε γενικές γραμμές, αν δεν περάσουμε ξανά στην εποχή των παγετώνων, αν δεν γίνει σοσιαλισμός για να μας μείνουν τα άχαρα στάδια και αν βάλουμε το χορτάρι από τα χωράφια και στην Ελλάδα, το ματς δεν είναι για συμπεράσματα που αντέχουν. Από τα ματς που γίνονται για να τελειώσουν με τις λιγότερες ζημιές. Οι χαμένοι τρεις βαθμοί και ο τραυματισμός του Τοροσίδη ήταν ζημιές, αλλά τίποτα που να μην είναι αναστρέψιμο.
Πέντε Corsa έχουν τα ίδια άλογα με μία Carrera, αλλά αν κάποιος τα είχε δεν σημαίνει ότι μπορεί να λέει ότι αγόρασε Porsche. Είναι το παράδειγμα που περιγράφει την ΑΕΚ των τελευταίων τεσσεράμισι χρόνων. Εβδομήντα ένας –κατά άλλους εβδομήντα οκτώ– παίκτες που αγοράστηκαν για να αποδειχθεί το πανάρχαιο ρητό: το φτηνό κρέας το τρώνε οι σκύλοι. Και δεν υπάρχει σκύλος ή μάνατζερ που να μην έφαγε γλυκό ψωμί στην ΑΕΚ της περασμένης τετραετίας.
Επίσης σε αυτά τα 4,5 χρόνια αποδείχθηκε και κάτι ακόμα. Το πόσο καλή μπάλα παίζεις δεν έχει απαραίτητα σχέση με το πόσο καλούς παίκτες αγοράζεις. Πιθανόν επειδή δεν έχει σχέση με το πόσο πολλή μπάλα βλέπεις. Και στον Ντέμη Νικολαΐδη άρεσε τόσο λίγο να βλέπει ποδόσφαιρο, που στην Εθνική ο Γιώργος Καραγκούνης τον έλεγε «Κύριο, δεν βλέπω μπάλα».
Είναι όμως πολύ εύκολο σήμερα ο Ντέμης Νικολαΐδης να «δαιμονοποιείται» και να του φορτώνεται πάσα νόσος και μαλακία. Το ότι το προπονητήριο στους Θρακομακεδόνες τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη από το Demis Group είναι το «βασίλειο της λακκούβας», επειδή κανένας δεν ήθελε να ξοδέψει τα λεφτά για να φτιάξει καλύτερο χορτάρι, είναι πολιτική. Οπως και έλλειψη πολιτικής ήταν να ανακοινώνεται η νέα ομάδα με τα δεκαοχτάχρονα και ταυτόχρονα να αποκτάται ο Ριβάλντο.
Η διοίκηση της ΑΕΚ ξόδεψε χρήμα και χρόνο και το δεύτερο φυσικά είναι μη αναστρέψιμο. Το ερώτημα τώρα είναι κατά πόσο θα μπορέσει να κερδίσει και πάλι την καλή θέληση των οπαδών της. Ο τρόπος είναι απλός. Κάνοντας κινήσεις μέσα από τις οποίες θα φανεί ότι του χρόνου διεκδικεί το πρωτάθλημα. Μεταγραφές που θα γίνονται όμως στη λογική να καλυφθούν κενά και όχι «για να μη φάμε ξύλο». Εδώ ερχόμαστε σε ένα λεπτό σημείο. Την πρόσληψη του Στέλιου Μανωλά για το πόστο του τεχνικού διευθυντή.
Αν ο Στέλιος Μανωλάς είχε προσληφθεί γι' αυτό που παλιά αποκαλούσαν «έφορο», η επιλογή θα ήταν συζητήσιμη, αλλά πιο λογική. Ο Μανωλάς έχει το στυλ για να «ψαρώσει» τους περισσότερους Ελληνες παίκτες, αλλά το ίδιο δεν ισχύει με τους ξένους. Αυτό που έκανε ο Ευάγγελος Χέλμης πριν από 50 χρόνια, όταν έμπαινε στα αποδυτήρια και μοίραζε φάπες ή ακόμα και ο Γιώργος Βαρδινογιάννης πριν από 15 χρόνια, όταν οι παίκτες στεκόντουσαν σούζα στη μετα-Μπόσμαν εποχή, δεν μπορεί πια να γίνει. Ο Ελληνας παίκτης της δεκαετίας του «Καπετάνιου» είχε μεγαλώσει στην Ελλάδα ακούγοντας ιστορίες του προέδρου, είχε μάθει πως «κάρφωσε» το δελτίο του Γεωργακόπουλου, ότι έβγαλε το κουμπούρι και το άφησε στο τραπέζι και μισή ακόμα ντουζίνα ιστορίες για να τον κάνουν να «ψαρώνει».
Ο ξένος παίκτης του σήμερα ανάθεμα κι αν ήξερε πού βρισκόταν η Ελλάδα πριν έρθει και παίξει μπάλα. Τα ονόματα που οι Ελληνες παίκτες σέβονται και φοβούνται σε αυτόν είναι άγνωστα και στο φινάλε τη μία μέρα είναι εδώ και την άλλη γίνεται Σόουζα, που μέχρι να τον γνωρίσουμε τον χάνουμε. Οι υπηρεσίες λοιπόν που πρέπει να προσφέρει ο Στέλιος Μανωλάς είναι αυτές του κλασικού τεχνικού διευθυντή. Του ανθρώπου που σε συνεργασία με το επιτελείο του –αν υπάρχει τέτοιο πράγμα– θα μπορεί να είναι ο «φωτεινός παντογνώστης» σε κάθε ερώτημα της διοίκησης. Αν η διοίκηση δεν έχει άποψη, ο Μανωλάς πρέπει να παρουσιάζει εναλλακτικά σενάρια. «Χρειαζόμαστε δύο πλάγια μπακ, ένα μπακ απ κεντρικό χαφ και ένα βασικό αριστερό πλάγιο. Με τρία εκατομμύρια ευρώ μπορούμε να πάρουμε… Με δύο εκατομμύρια ευρώ μπορούμε επίσης να πάρουμε… Και, κύριοι, υπάρχει ενδιαφέρον της Ουντινέζε για τον Σκόκο με προσφορά κοντά στα τέσσερα εκατομμύρια που μπορεί να φτάσουν και τα τεσσεράμισι. Τι λέει ο προπονητής; Τον θεωρεί απαραίτητο ή μπορούμε να τον δώσουμε;».
Αν στην ΑΕΚ πήραν τον Μανωλά για κάτι τέτοιο και ο Μανωλάς μπορεί να το κάνει, έχει καλώς. Αν τον πήραν για να υπάρχει μια «σημαία», για να φαίνεται η ομόνοια όλων των ΑΕΚτσήδων και τα σχετικά, πολύ καλά έκαναν, αλλά η χρησιμότητά του τελείωσε την επομένη της πρόσληψής του.
Αντίθετα, με τον Μπάγεβιτς ο λόγος πρόσληψής του είναι σαφής: για να κάνει τον προπονητή. Οι απαιτήσεις, όμως, της διοίκησης αμφιβάλλω ότι είναι ανάλογα σαφείς. Προφανώς το να δηλώσει ο Μπάγεβιτς ότι έχει καλό υλικό είναι υποχρεωτικό. Με αυτούς τους παίκτες θα δουλέψει το επόμενο διάστημα, τον Ιανουάριο γίνονται μόνο μερεμέτια και αν ο Μπάγεβιτς δεν ήθελε να φορέσει σώβρακο μαζί με τον Μανωλά και να παίζουν μπάλα, είχε την υποχρέωση να στηρίξει τους παίκτες. Το ερώτημα, όμως, είναι πόσο πιστεύει ο Μπάγεβιτς ότι αυτοί οι παίκτες μπορούν να διεκδικήσουν, έστω του χρόνου, το πρωτάθλημα. Και αν δεν το πιστεύει, να πει σε συνεργασία με τον τεχνικό διευθυντή ποιοι και με πόσα λεφτά πρέπει να έρθουνε.
Ο Μανωλάς και ο Μπάγεβιτς πάντως πρέπει να βασιστούν και στο scouting της ομάδας. Οπου συμβαίνει το εξής αξιοθαύμαστο: εκατόν πενήντα χιλιάρικα τον χρόνο λέγεται ότι παίρνει ο Ευγένιος Γκέραρντ για να βρίσκει «μαύρα κελεπούρια» από την Αφρική και ο Τέκο Μοντίσε των Ορλάντο Πάιρετς, για τον οποίο ενδιαφέρεται η ΑΕΚ, λέγεται ότι είναι πρόταση του Ιλια Ιβιτς.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.