Ο «υπέροχος κόσμος» είναι ο ίδιος. Χρήματα έχουν πέσει και εδώ και εκεί. Ακόμα και οι αφοί Γιαννακόπουλοι είναι μπαλαντέρ, αφού το μπάσκετ είναι δικό τους και στο ποδόσφαιρο είναι κομμάτι της πολυμετοχικότητας. Τι έχει το τμήμα του μπάσκετ που λείπει τόσο πολύ από το ποδόσφαιρο; Με όλες τις διαφορές ανάμεσα στα δύο αθλήματα, τη δυναμική, τα μπάτζετ, τους συσχετισμούς δυνάμεων, τις περισσότερες δυνατότητες να γίνεις νούμερο 1 πανευρωπαϊκά στο μπάσκετ και τις αντικειμενικές δυσκολίες να γίνεις στο ποδόσφαιρο, η απάντηση είναι μία: ότι δεν υπάρχει πειστική απάντηση.
1. Ο προπονητής: είναι πολύ απλοϊκό να πεις ότι στο μπάσκετ είναι ο καλύτερος της Ευρώπης και στο ποδόσφαιρο δεν είναι. Πιο ορθολογικό είναι να πεις ότι στο μπάσκετ ο Ζοτς κοντεύει να γεράσει στον πάγκο της ομάδας, ενώ στο ποδόσφαιρο με το ζόρι προλαβαίνει κάποιος τα τελευταία χρόνια να βγάλει μια ολόκληρη σεζόν -κι αυτή στην αμφισβήτηση. Ο Ομπράντοβιτς ήρθε ως μεγάλο όνομα κι έγινε στην πορεία των χρόνων το μεγαλύτερο. Ο Τεν Κάτε ήρθε ως μεγάλο όνομα και κοντεύουμε να τον βγάλουμε άχρηστο σε τρεις μήνες.
2. Οι μεταγραφές: και στο μπάσκετ και στο ποδόσφαιρο πέφτουν λεφτά με τη σέσουλα. Και στις δύο ομάδες έχουν έρθει σπουδαίοι αθλητές όλα αυτά τα χρόνια. Η διαφορά είναι ότι στο μπάσκετ οι κινήσεις γίνονται με εισήγηση ή με τη σύμφωνη γνώμη του προπονητή και όχι ερήμην του. Δεν τους βρίσκει ερχόμενος από τις διακοπές του. Τους έχει «ψάξει» ο ίδιος, τους έχει μελετήσει, ξέρει τα υπέρ και τα κατά τους και κατά συνέπεια ξέρει πώς θα μπορέσει να βγάλει όλο το ζουμί τους. Επιπλέον, ο Ομπράντοβιτς έχει δείξει ότι η ομάδα είναι πάνω κι απ' τις ίδιες του τις επιλογές: Ντελκ και Γιαβτόκας πρόσφεραν πρόπερσι λιγότερα από τον «Mister Green» στην ομάδα, αλλά ο Παναθηναϊκός πήρε και τους τρεις τίτλους. Τι θα γινόταν αν, για παράδειγμα, ο Τεν Κάτε αποφάσιζε να στείλει στην εξέδρα για μόνιμη εγκατάσταση τον Ζιλμπέρτο Σίλβα;
3. Τα συστήματα: και οι δύο προπονητές έχουν το στυλ παιχνιδιού που αγαπούν και προσπαθούν να το περάσουν στην ομάδα. Η διαφορά είναι η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα που δείχνουν. Ο Ζέλιμιρ κατόρθωσε φέτος να αλλάξει όλο τον τρόπο παιχνιδιού και να μεταφέρει μεγάλο μέρος των επιθέσεων στη ρακέτα για να εκμεταλλευτεί το θηρίο που λέγεται Πέκοβιτς, κάτι που είχε να γίνει από την εποχή που έπαιζε στην ομάδα ο Ρέμπρατσα. Αντιθέτως, ο Χενκ προσπάθησε με το στανιό για καμιά δεκαριά αγώνες να μεταμορφώσει τον Παναθηναϊκό σε Αγιαξ, παίζοντας 4-2-3-1 χωρίς να έχει στο μυαλό του εναλλακτικά σχέδια δράσης. Κάποια στιγμή λύγισε και άρχισε τις παραλλαγές, μόνο που είναι πλέον στο -7 από τον Ολυμπιακό και αναγκασμένος να κυνηγήσει αποτέλεσμα στο Μιλάνο για να ελπίζει σε πρόκριση στο Τσάμπιονς Λιγκ. Ο πρώτος έχει την ικανότητα να σχεδιάσει και να εξηγήσει στους παίκτες του ένα νέο σύστημα στο ένα λεπτό που διαρκεί το time out. Ο δεύτερος παραδέχτηκε ότι μετά το 2-0 από την Ανόρθωση δεν υπήρχε καμία καλή ιδέα.
4. Η διαχείριση του υλικού: πλούσιο το ρόστερ και για τους δύο προπονητές, πληθώρα επιλογών, βαριά ονόματα στον πάγκο ή εκτός αποστολής. Στο μπάσκετ, όμως, έχει βρεθεί ο μαγικός τρόπος να μοιράζεται ο χρόνος συμμετοχής και να μην γκρινιάζει κανείς. Ή να μένει ο «καπιτάνο» Αλβέρτης εκτός 12άδας για να χωρέσει ο Σάκοτα και να μη γίνεται καμία φασαρία. Στο ποδοσφαιρικό τμήμα έχει γίνει το εξής μοναδικό: μέχρι πριν από τρεις αγώνες δεν υπήρχε βασικός κορμός, έπαιζαν λίγο-πολύ όλοι κι όμως ήδη υπάρχουν παίκτες που δεν την παλεύουν και σκέφτονται τον επόμενο προορισμό τους. Ο «πολύς» Γιασικεβίτσιους ή ο Σπανούλης δεν ξεκινούν στην πεντάδα και δεν δείχνουν να ενοχλούνται καθόλου. Ο Ιβανσιτς και ο Μάτος, απ' την άλλη, δεν αντέχουν να περιμένουν τη σειρά τους για να μπουν αλλαγή ή να ξεκινήσουν βασικοί. Διαφορά νοοτροπίας ή καλοί λογαριασμοί που κάνουν τους καλούς «φίλους»;
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.