Η φάση του φάουλ που γίνεται στον Γιάντση από τον Κατσικογιάννη την περασμένη Κυριακή στο ματς του Ηρακλή με τον Λεβαδειακό είναι ένας καλός λόγος για να μην ξαναδοθεί πέναλτι στο ελληνικό πρωτάθλημα. Δεν ξέρω πόσοι την είδατε, αλλά ο Γιάντσης, άθελά του, έκανε ζημιά σε πολύ κόσμο που προσπαθεί να πείσει ότι φτάνει ένα στιγμιαίο κράτημα της φανέλας ή μια επαφή σε φουλ ταχύτητα για να απογειωθείς.
Η φάση του Γιάντση μού θύμισε κάτι που μου 'χε πει παλιά ο Νίκος Νιόπλιας: ότι στο πέναλτι θα 'πρεπε να τιμωρείται η πρόθεση του επιθετικού να πέσει όσο και η πρόθεση του αμυντικού να τον ανατρέψει. Ο μικρός του Ηρακλή, βλέποντας μπροστά του όλο το γήπεδο άδειο, πιστεύει ότι έφτασε η στιγμή να βάλει γκολ. Ο Κατσικογιάννης, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τον σταματήσει, αρχικά τον τραβά από τη φανέλα, μετά τον πιάνει, μετά τον αγκαλιάζει, μετά περνάει το χέρι του γύρω από τον λαιμό και στο τέλος ακριβώς επειδή ο Γιάντσης δεν λέει να πέσει κι αυτός έχει βάλει σκοπό να τον σταματήσει, τον κλοτσάει κιόλας, όχι αντιαθλητικά, αλλά όσο χρειάζεται. Ο Τριτσώνης αποβάλει (σωστά) τον νεαρό αμυντικό χαφ του Λεβαδειακού, αλλά ο επιθετικός του Ηρακλή έχει μείνει μέχρι το τέλος όρθιος.
Φεστιβάλ
Μπορεί να είναι εντύπωσή μου, αλλά φέτος γίνεται ένα αληθινό φεστιβάλ «βουτιάς» στο ελληνικό πρωτάθλημα: ποτέ δεν ήταν τόσο προφανής η διάθεση των ποδοσφαιριστών να κοροϊδέψουν αντιπάλους και διαιτητές. Πιθανότατα οι «βουτιές» να εξηγούνται από το γεγονός ότι στο ελληνικό πρωτάθλημα ήρθαν πέρυσι αρκετοί Λατίνοι και Λατινοαμερικανοί που τη συνήθεια να πέφτουν την έχουν εύκολη. Το κακό είναι ότι το «βίτσιο», γιατί για κάτι τέτοιο πρόκειται, το κολλάνε σιγά σιγά και παίκτες που δεν μας είχαν συνηθίσει σε τέτοιου τύπου συμπεριφορές. Φέτος για πρώτη φορά είδα να σωριάζεται (κι άγαρμπα μάλιστα) ο Μιχάλης Κωνσταντίνου, που σε τέτοια φτηνά τρικ δεν είχε καταφύγει ποτέ. Τις τελευταίες Κυριακές παρατηρώ εύκολες πτώσεις του Ραφίκ Τζεμπούρ και του Δημήτρη Σαλπιγγίδη, που τέτοια πράγματα δεν έκαναν. Μη νομίζετε ότι η «βουτιά» είναι προνόμιο των επιθετικών. Για κάθε Ντιόγο (που παρά την οργή του Σάββα με τον Βαρούχα το 'χει το βίτσιο…), υπάρχει ένας Τάσος Πάντος που άρχισε τώρα μεγαλώνοντας να ψάχνει κι αυτός τη δόξα του και φυσικά για κάθε Βαγγέλη Μάντζιο, που εύκολα ανατρέπεται, υπάρχει ένας Γιώργος Καραγκούνης, που γουστάρει να πεθαίνει και να ανασταίνεται με δραματικό τρόπο. Είναι κρίμα, αλλά το συνήθειο αυτό δεν θα το κόψει ποτέ, όπως δεν το 'κοψαν από τότε που το απέκτησαν κι άλλοι σπουδαίοι παίκτες όπως ο Σαραβάκος, ο Γιαννακόπουλος, ο Γιώργος Γεωργιάδης, ο Γαλάκος παλιά, ο Οκκάς για να μην ξεχνιόμαστε.
Ρόλος
Τι μου κάνει εντύπωση φέτος; Το πόσο εύκολα μπαίνουν στο πετσί του θεατρινίστικου αυτού ρόλου κάποιοι ξένοι παίκτες που καλά καλά δεν έχουν ακόμα κάνει τη μετακόμισή τους στην Ελλάδα. Μίλαγα πριν από λίγες μέρες με έναν Ιταλό μάνατζερ για τον Μουσλίμοβιτς, που στο Καμπιονάτο έχει παίξει πενήντα και βάλε ματς. Τον ρώτησα αν «βουτάει» και ο άνθρωπος έβαλε τα γέλια. «Για να βουτάς» μου είπε «πρέπει να είσαι λίγο κοντούλης, καλός ντριμπλαδόρος, γρήγορος με την μπάλα στα πόδια. Ο Μουσλίμοβιτς είναι ένα ψηλό δυνατό παιδί που θέλει την μπάλα μπροστά για να τελειώνει φάσεις, αν "βούταγε" το θέαμα θα ήταν τραγικό». Ηταν. Και είναι κρίμα για τον αληθινά σπουδαίο αυτό σέντερ φορ που μας το πρόσφερε σε γενναίες δόσεις στο ματς του ΠΑΟΚ με τον Πανιώνιο.
Θέατρο
Πέρα όμως από το κακής ποιότητας θέατρο, αυτό που έχει ενδιαφέρον για μένα είναι να μάθουμε πώς είναι δυνατόν οι παίκτες να αποκτούν εδώ αυτή τη συνήθεια και σε χρόνο ρεκόρ. Ο Ντιόγο βούτηξε κάνα δυο φορές και πολύ θεαματικά μάλιστα πριν ακόμα βρει σπίτι: δεν είχε κατεβεί από το αεροπλάνο και είχε μάθει ότι οι Ελληνες διαιτητές τη διάθεση να την πατάνε την έχουν! Ο Μουσλίμοβιτς και ο Βλοντάρτσικ (ένα άλλο παλικάρι που επίσης στιγμές στιγμές το παρακάνει) δεν πιστεύω ότι μπορούν ακόμα να βρουν την Πλατεία Αριστοτέλους έτσι και ξεκινήσουν από το Πανόραμα: κι όμως το να πέφτουν το μάθανε. Επειδή αυτά τα πράγματα δεν είναι τυχαία τείνω να πιστέψω ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο περίγυρος φροντίζει να κάνει μια σχετική κατήχηση. Πριν ο παίκτης καλά καλά εγκατασταθεί, του έχουν εξηγήσει τα πάντα φίλοι, συμπαίκτες και δεν αποκλείω και προπονητές. Πάντοτε πίστευα όταν άκουγα στα γήπεδα τα «πέσε, πέσε» κάθε φορά που ένας επιθετικός έμπαινε φουριόζος στην περιοχή ότι η ευθύνη για τις «βουτιές» ανήκει σε όλους μας. Το γηπεδικό κοινό στην Ελλάδα τη βρίσκει με τις «βουτιές» που προκαλούν ένταση και πανδαιμόνιο επειδή με αυτές εκτονώνεται.
Αρτίστας
Οι παίκτες, ειδικά οι καλοί παίκτες, είναι και λίγο αρτίστες, δηλαδή παίζουν και για το κοινό. Σκεφτείτε πόσο καραγκιόζηδες φαινόμαστε όλοι, ειδικά σε κάποιους ξένους παίκτες που «βουτάνε» για να μας ικανοποιήσουν, δηλαδή για να μας δώσουν το δικαίωμα να ουρλιάξουμε και να εκτονωθούμε στο γήπεδο και να συζητάμε για πέναλτι και λοιπές αμαρτίες όλη την εβδομάδα. Σκεφτείτε την εικόνα που δημιουργούμε στα μάτια τους: επί της ουσίας οι άνθρωποι όχι απλώς μάς κάνουν το χατίρι πιστεύοντας ότι έτσι μας ικανοποιούν, αλλά μάλλον σκάνε και στα γέλια μαζί μας.
Χούι
Ο Γιάντσης με την αθωότητά του ανέδειξε το χούι μας. Κανείς από τους τηλεκριτικούς διαιτητές δεν στάθηκε στη φάση για να πει το αυτονόητο, ότι δηλαδή πέφτει βασικά όποιος θέλει να πέσει. Θα χάσουν και οι άνθρωποι τη δουλειά τους αν, αντί για αμφισβητούμενες φάσεις, το βράδυ της Κυριακής μιλάμε απλώς για θεατρίνους…
Παιδικότητα
Mου γράφει με αφορμή το κομμάτι για τον Ντελ Πιέρο ένας καλός φίλος από τη Θεσσαλονίκη: «Γιατί το ποδόσφαιρο μας κάνει και ασχολούμαστε μαζί του ενώ κατά βάση παραμένει ένα παιχνίδι με μπάλα και μερικούς που την κυνηγάνε; Μα, γι’ αυτό ακριβώς. Γιατί είναι ένα παιχνίδι. Είναι ένα παιχνίδι που δεν ξεχωρίζει τους παίκτες σε ψηλούς και κοντούς, γρήγορους και αργούς -όλοι έχουν θέση. Και δεν κάνει διακρίσεις και στις ηλικίες. Ολοι το παρακολουθούν.
Το πόσο νέος είναι κάποιος καθορίζεται από τα εσωτερικά κριτήριά του (τι αισθάνεται ο καθένας) και τις εξωτερικές "νόρμες", οι οποίες ακολουθώντας τα –άντα και –ήντα του καθενός, καθορίζουν το τι "πρέπει" και τι "δεν πρέπει" σε κάθε διαχωρισμό ηλικίας. Η συνισταμένη είναι πως η παιδικότητα "πρέπει" να "εξαλείφεται" μετά από κάποια ηλικία, γιατί αλλιώς κάτι "τρέχει". Τα παιδιά θα παίξουν με τα παιχνίδια, οι μεγάλοι θα δουλεύουν, οι ηλικιωμένοι θα ξεκουράζονται και θα αναπολούν.
Το να μαζεύει ένας πενηντάρης αυτοκόλλητα ή να διαβάζει κόμικ δεν είναι και πολύ "σόι", είναι "κάπως", έτσι και χειρότερα θα χαρακτηριζόταν από την "κοινή γνώμη". Αυτά είναι για τα παιδιά. Τι κι αν αυτός που το κάνει θεωρεί πως αυτός, μέσα του, παραμένει παιδί ή πως αυτά δεν είναι μόνο για παιδιά; Το θέμα είναι η "έξωθεν καλή μαρτυρία". Το ποδόσφαιρο, λοιπόν, έρχεται κάπου εδώ για να συμπληρώσει ένα "κενό", για να βάλει αυτή τη χαμένη παιδικότητα που κάποιοι (κάποιοι μόνο;) δεν θέλουν να αφήσουν για χάρη καμίας "συμβατής προς την ηλικία" συμπεριφοράς.
Ολοι έχουν παίξει μπάλα μικροί. Και τώρα που μεγάλωσαν, αυτό που οι περισσότεροι λάτρευαν να κάνουν μικροί έρχεται και παίρνει την, κατά κάποιον τρόπο, "εκδίκησή του". Η παιδικότητά του γίνεται "must". Συζητιέται. Αναλύεται. Αναγκάζει κάθε είδους σοφούς και "σοφούς" να ασχοληθούν μαζί του, να το ερευνήσουν, να το ερμηνεύσουν. Απασχολεί πολιτικούς και προβληματίζει οικονομολόγους. Αλλά, κυρίως, επιτρέπει στον καθένα να ασχοληθεί, να μιλήσει, να παθιαστεί μαζί του δίχως τον φόβο ότι θα γίνει "δακτυλοδεικτούμενος" γιατί αυτό είναι κάτι για παιδιά.
Ο κάθε καταχωνιασμένος και σκονισμένος μέσα στα κιβώτια σε κάποιο πατάρι ή υπόγειο Σούπερμαν, Μπάτμαν, Μίκι Μάους και Ποπάι ξαναβγαίνει στον αφρό παίρνοντας τη μορφή του (κάθε) Ντελ Πιέρο, του (κάθε) Νέντβεντ. Τα ανδραγαθήματά του συζητιούνται, οι ηρωικές ενέργειές του καταγράφονται και διαβάζονται με λαχτάρα από εκατομμύρια φαν που δεν ντρέπονται να βγουν και να πουν ότι τους θαυμάζουν. Το ποδόσφαιρο φτιάχνει τα σύγχρονα παραμύθια...».
Αυτό είναι είδηση...
Δεν είναι και στα καλύτερά της η Μάντσεστερ Σίτι τον τελευταίο καιρό. Παρά τα πάρα πολλά χρήματα που ξόδεψαν οι Αραβες επενδυτές, η ομάδα πάει από ήττα σε ήττα και δεν θυμίζει καθόλου την περσινή αξιοπρεπή ομάδα του Σβεν Γκόραν Ερικσον. Επειδή όπως έχει γραφτεί στον ελληνικό Τύπο, ο Βίκτορας Ρέστης αγόρασε το 30% της εταιρείας, ώρα είναι να αναλάβει τις τύχες της ο Πέτρος Στάθης, που αρκετά έμεινε μακριά από το ποδόσφαιρο. Το ματς με την Τότεναμ π.χ. την περασμένη Κυριακή με τον Στάθη θα ήταν εύκολο. Θα έβρισκε μια άκρη με τον Λίβι, κάποιον γνωστό θα είχε αυτός ακόμα στους «πετεινούς» και θα γλίτωναν οι άνθρωποι…
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.