Aναρωτιέμαι πόσο καιρό ακόμα και πόσοι από τους φίλους των λεγόμενων μεγάλων ομάδων του κέντρου θα περιμένουν να δουν το καλό αγωνιστικό πρόσωπο των συλλόγων που υποστηρίζουν. Πόσο καιρό, δηλαδή, θα βολεύονται με ένα ψέμα, μια και τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Και εννοώ ένα αγωνιστικό πρόσωπο που να ικανοποιεί τον θεατή τόσο σε επίπεδο θεάματος όσο και σε επίπεδο αποτελεσματικότητας. Ενα αγωνιστικό πρόσωπο που θα έχει διάρκεια και δεν θα εμφανίζεται μία φορά κάθε 15 παιχνίδια και ορισμένες φορές με έναν αντίπαλο μικρότερης δυναμικότητας.
Πολύ συχνά οι οπαδοί μιας ομάδας και αρκετοί δημοσιογράφοι, όταν συναντήσουν την καλή απόδοση, κάνουν λόγο για «το πραγματικό πρόσωπο» της συγκεκριμένης ομάδας. Αυτή η διαπίστωση είναι πολύ περισσότερο μια ευχή, παρά μια διαπίστωση. Αφού «το πραγματικό αγωνιστικό πρόσωπο» που βρίσκεται στον αντίποδα του «καθημερινού αγωνιστικού προσώπου» είναι τόσο σπάνιο, που ταυτίζεται με το δώρο των Χριστουγέννων. Το βλέπεις μία φορά τον χρόνο. Μερικές φορές, μάλιστα, αυτή η μοναδική φορά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία χρυσή μετριότητα.
Ομως, όταν ο φίλαθλος-οπαδός διαπαιδαγωγείται με ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης του παιχνιδιού, διαμορφώνει και ανάλογες απαιτήσεις. Οταν θεωρείται «πολύ καλή εμφάνιση» το παιχνίδι που έκανε ο ΠΑΟ κόντρα στη Βέρντερ, τότε οι απαιτήσεις μας είναι αρκετά περιορισμένες. Καταλαβαίνω ότι η εμφάνιση της περασμένης Τετάρτης ήταν η καλύτερη απ' όσες έχει κάνει φέτος και προφανώς ανώτερη απ' όλο το περσινό του αγωνιστικό πρόσωπο. Ομως το «πολύ καλή εμφάνιση» αφορά μόνο την ικανοποίηση των οπαδών, όχι την ουσία.
Από τους τρεις μεγάλους του κέντρου, η πιο «καθαρή» περίπτωση, αυτή δηλαδή με τις λιγότερες δυσκολίες, είναι της ΑΕΚ. Και είναι αυτή με τις λιγότερες δυσκολίες, επειδή η ΑΕΚ δεν μπορεί να παίξει καλό ποδόσφαιρο. Πρόκειται για μία κακή ομάδα, η οποία δεν θα μπορέσει να παίξει ποτέ καλό ποδόσφαιρο. Κι αυτό είναι μία πραγματικότητα που έχει γίνει εμφανής σε όλους. Η φετινή χρονιά για τον «Δικέφαλο» είναι χαμένη. Και το παιχνίδι με τον Θρασύβουλο είναι η καλύτερη απόδειξη γι' αυτή την εκτίμηση, αφού «καλό αγωνιστικό πρόσωπο» η ΑΕΚ δεν μας έχει δείξει φέτος, επειδή δεν μπορεί.
Με «κόκκινους» και «πράσινους» τα πράγματα είναι διαφορετικά, κυρίως για ένα λόγο. Διότι και οι δύο έχουν πολύ καλύτερες μονάδες από τον «Δικέφαλο» και αυτό μπορεί να κάνει τη διαφορά σε κάποια συγκεκριμένα παιχνίδια. Ας πούμε, ο Γκαλέτι, ο Ντιόγο ή ο Κοβάσεβιτς στον Ολυμπιακό μπορούν με κάποιες συγκεκριμένες ενέργειες να πάρουν ένα παιχνίδι. Ή ο Μάτος με τον Ιβανσιτς και τον Ζιλμπέρτο Σίλβα. Εκείνο που ξεγελά είναι η εικόνα που τα μίντια βγάζουν προς τα έξω σε μία καλή αγωνιστική μέρα κάποιου από αυτούς τους πολύ καλούς ποδοσφαιριστές που έχουν «κόκκινοι» και «πράσινοι».
Την καλή εικόνα τη χρεώνουν σε ολόκληρη την ομάδα. Και το βασικό πρόβλημα, τόσο του ΠΑΟ όσο και του Ολυμπιακού, με την ευθύνη κυρίως των προπονητών τους, είναι ότι δεν δείχνουν μέσα στο γήπεδο αυτή την αίσθηση που οι Αγγλοι έχουν χαρακτηρίσει «togetherness», ομαδικότητα δηλαδή. Καμία από τις δύο ομάδες δεν δίνει την εικόνα του «μαζί». Και η ομαδικότητα δεν είναι θέμα ποιότητας ποδοσφαιριστών, αλλά της ικανότητας του προπονητή να διαμορφώσει ένα συνεκτικό σύνολο. Και τόσο ο Βαλβέρδε όσο ο Τεν Κάτε δεν έχουν καταφέρει ακόμα να πετύχουν κάτι τέτοιο.
Φυσικά υπάρχουν και κάποιες δικαιολογίες γι' αυτή την αποτυχία των προπονητών που έχουν σχέση με ελλείψεις στο υλικό ή με τραυματισμούς. Ομως, σε καμία ομάδα του κόσμου τα προβλήματα δεν είναι λυμένα στο θέμα του αγωνιστικού υλικού. Γιατί, αν ήταν, τότε ο προπονητής δεν θα χρειαζόταν. Το κοουτσάρισμα θα μπορούσε να το κάνει ο πρόεδρος ή κάποιος σχετικός με το ποδόσφαιρο υπάλληλος της ομάδας. Ας συμβιβαστούμε, λοιπόν, με τη φετινή μετριότητα και ας μην παρασυρόμαστε από κάποιες εξάρσεις που δεν είναι τίποτα περισσότερο από εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Σκάνδαλα και πολιτικό σύστημα
Eχω ξαναγράψει την άποψή μου για το ενδεχόμενο της διερεύνησης και της απόδοσης ευθυνών σχετικά με το σκάνδαλο του Βατοπεδίου. Το πολιτικό προσωπικό των δύο μεγάλων κομμάτων από τη μεταπολίτευση, ή πιο σωστά από το '80 και μετά, άρχισε να διαμορφώνει ηθικά, πολιτικά και θεσμικά ένα πλαίσιο που υποβίβαζε την πολιτική σε μία επαγγελματική δραστηριότητα. Μία δραστηριότητα που μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα αποδοτική οικονομικά και χωρίς πολλούς κινδύνους, ακόμα κι αν κάποιοι χειρισμοί κινούνται στα όρια της παρανομίας ή είναι εμφανώς παράνομοι.
Αυτή η θεσμική διαμόρφωση αυτού του πλαισίου βασίστηκε στον εξευτελισμό του κανόνα της πλειοψηφίας στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Το 42% ή το 45% αναγορεύεται σε πλειοψηφία που ψηφίζει νόμους, οι οποίοι εξυπηρετούν ένα πολύ μικρό μέρος μόνο αυτού του ποσοστού. Η αντίληψη των εκπροσώπων του δικομματισμού για τις ευθύνες των πολιτικών φαίνεται καθαρά από τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ και τον οποίο διατήρησε η Ν.Δ. Ενας νόμος που προστατεύει τα συμφέροντα μιας συντεχνίας.
Η πολιτική και ηθική καλλιέργεια της νέας αντίληψης για την πολιτική και τη δημοκρατία –ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό– καλλιεργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τα μίντια και ιδιαίτερα τα τηλεοπτικά κανάλια, γεγονός που δείχνει το μέγεθος της διαπλοκής ανάμεσα σε μίντια και πολιτική. Πιστεύω, λοιπόν, ότι αν η διερεύνηση του σκανδάλου φτάσει σε ενόχους, οι όποιοι υπεύθυνοι θα είναι κάποιοι υπάλληλοι του κρατικού μηχανισμού που δεν έχουν τη δυνατότητα να προστατευθούν όπως οι υπουργοί –για παράδειγμα– ή μπορεί να είναι ένας υψηλόβαθμος δικαστικός ή κάποιος «τελειωμένος» πολιτικός.
Το σκάνδαλο του Βατοπεδίου μπορεί να προσφέρει τέτοιες επιλογές που δεν προσέφερε το σκάνδαλο των υποκλοπών, για παράδειγμα. Οπου βεβαιώθηκε το αδίκημα, αλλά δεν εντοπίστηκαν ένοχοι. Σε αυτή την εικόνα συμβάλλει και ο περιορισμός της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, της οποίας η ηγεσία επιλέγεται από τα κόμματα.
Εκείνο, όμως, που δεν πρόκειται να μας απασχολήσει ποτέ είναι ο τρόπος που το ίδιο το πολιτικό σύστημα που καλλιέργησε ο δικομματισμός διαπλέκεται με την Εκκλησία. Που κατέχει σχεδόν το 43% του εδάφους της ελληνικής επικράτειας. Αυτή η σχέση θα προστατευτεί επειδή ωφελεί και τους δύο διαπλεκόμενους. Ολα τα άλλα είναι πυροτεχνήματα και μικρά μονόπρακτα για τις παραστάσεις των τηλεπαραθύρων.
Αποκαλύψεις της δεκάρας
Εγινε ένα από τα θέματα της αγωνιστικής, ενώ δεν ήταν αγωνιστικό θέμα. Γράφω για τη συνέντευξη του παλαίμαχου διαιτητή Δημήτρη Ποντίκη στην «Κυριακάτικη Καθημερινή». Τι μας «αποκάλυψε» ο κ. Ποντίκης; Κάτι που ήδη ξέραμε. Οτι υπήρχε και δρούσε η περίφημη Παράγκα. Να θυμίσω ότι ο κ. Ποντίκης ήταν ένα από τα γρανάζια εκείνου του συστήματος, το οποίο «το εκμεταλλεύτηκε και τον εκμεταλλεύτηκε», όπως δήλωσε και ο ίδιος.
Οταν όμως ρωτήθηκε να πει ονόματα συγκεκριμένων ανθρώπων που λειτουργούσαν υπέρ των επιδιώξεων της Παράγκας, σφύριζε αδιάφορα. Οπως αδιάφορα σφύριζε και όταν ρωτήθηκε για τις οδηγίες που δίνονταν στους διαιτητές για να διαμορφώσουν αποτελέσματα. «Λεγόταν», «γινόταν», «έκαναν», ρήματα που ορίζουν δράσεις των οποίων τα υποκείμενα παραμένουν αόρατα. Ας τελειώνει η κοροϊδία. Αφού ο κ. Ποντίκης ξέρει, ας πάει στον εισαγγελέα. Οπου θα απαντήσει και στο ερώτημα γιατί αυτά που ξέρει δεν τα κατήγγειλε και τότε.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.