Παλαιότερες

Με όπλο ένα καταπληκτικό δέσιμο

SportDay

Το αληθινά σπάνιο στην περίπτωση της Εθνικής ομάδας είναι το δέσιμο που έχουν μαζί της οι ποδοσφαιριστές –και αυτοί της ιστορικής παλιάς φουρνιάς αλλά και οι νεότεροι. Περίμενα ότι η αποτυχία στα τελικά του Euro της Αυστρίας και της Ελβετίας το περασμένο καλοκαίρι θα οδηγούσε αρκετούς από τους «γερουσιαστές» να ανακοινώσουν το «αντίο» τους στην ομάδα. Πέραν του Αντώνη Νικοπολίδη που το είχε προαναγγείλει, περίμενα ότι θα έλεγαν «αντίο» και παίκτες όπως ο Στέλιος Γιαννακόπουλος, ο Τραϊανός Δέλλας, ο Αγγελος Μπασινάς, ο Νίκος Λυμπερόπουλος. Η τελική φάση ενός Πανευρωπαϊκού είναι πολλές φορές ένας ιδανικός τρόπος για να κλείσει το κεφάλαιο «Εθνική ομάδα».

Οταν είσαι ποδοσφαιριστής κοντά στα 32 κι έχεις γυρίσει από τα τελικά του Εuro, τα τελικά του Μουντιάλ σου μοιάζουν μακρινά. Η ιδέα να ασχοληθείς περισσότερο με την οικογένεια, αρχίζει να σου μπαίνει στο μυαλό και το «αντίο» σού ξεφεύγει καμιά φορά χωρίς να το σκεφτείς και πολύ. Ο Ζιντάν είχε πει «αντίο» στην εθνική Γαλλίας το 2004, ο Νέστα στην εθνική Ιταλίας το ίδιο: και οι δύο αργότερα το ξανασκέφτηκαν. Οι δικοί μας παίκτες αυτού του είδους το «αντίο» (που η ιστορία αποδεικνύει ότι είναι βιαστικό μερικές φορές) δεν το σκέφτηκαν ποτέ. Το είπε μόνο ο Παρασκευάς Αντζας, αλλά αυτός αληθινό μέλος αυτής της ομάδας δεν υπήρξε επί της ουσίας ποτέ. Ο Νικοπολίδης μπορεί να το έχει μετανιώσει. Ο Μιχάλης Καψής με τον Στέλιο Βενετίδη σίγουρα θα λαχταρούσαν μια επιστροφή.

Ποτέ

Το δέσιμο των παικτών του Οτο με την Εθνική ομάδα είναι πραγματικά πρωτόγνωρο. Στην Εθνική κάτι τέτοιο ουδέποτε υπήρξε. Οι λογιών λογιών νοσταλγοί των παιδικών χρόνων διατείνονται ότι στην Εθνική έπαιξαν κατά καιρούς πολύ καλύτεροι παίκτες από τους τωρινούς: ίσως να 'ναι κι έτσι (αν και πολύ αμφιβάλλω). Το σίγουρο είναι ότι δεμένοι με την ομάδα οι (και καλά) προικισμένοι παιχταράδες δεν ήταν. Στην ιστορία της Εθνικής διαβάζεις για τους καβγάδες του Δομάζου και του Δεληκάρη, γελάς με τις αρνήσεις διάφορων να κατεβούν να παίξουν για ψύλλου πήδημα, θυμάσαι ότι μερικοί δεν αντάλλαζαν ούτε καν πάσες μεταξύ τους. Τις προάλλες είδα σε μία εφημερίδα πρωτοσέλιδη φωτογραφία του Δημήτρη Σαραβάκου με τον «Αναστό»: πρέπει να είναι η μοναδική που βγάλανε παρέα.

Ιδεολογία

Αυτό το δέσιμο μπορεί εύκολα να αποδοθεί στον θρίαμβο της Πορτογαλίας –όμως αυτή η ανάγνωση είναι λανθασμένη. Πρώτα από όλα γιατί αρκετοί από τους τωρινούς παίκτες στην Πορτογαλία δεν παίζανε κι όμως νιώθουν εξίσου δεμένοι με την ομάδα. Κι έπειτα γιατί αν ένας θρίαμβος σε δένει, μια αποτυχία εύκολα σε διαλύει: αν ήταν οι επιτυχίες που τους κρατούσαν δεμένους, μετά την αποτυχία στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 ή μετά τις τρεις ήττες στα τελικά της Αυστρίας οι μισοί δεν θα ήθελαν να βλέπουν τους άλλους μισούς. Εκείνο που αυτά τα χρόνια βλέπουμε είναι πως για πολλούς από τους παίκτες αυτούς, παλιούς και νέους, η Εθνική είναι ίσως πιο σημαντική και από την ίδια την ομάδα τους. Για πρώτη φορά στα χρονικά του ελληνικού ποδοσφαίρου ακούγονται παράπονα από οπαδούς επειδή ο Τοροσίδης ή ο Καραγκούνης ή ο Μπασινάς παίζουν στην Εθνική καλύτερα «διότι γι' αυτή τα δίνουν όλα»: αυτό στο παρελθόν δεν υπήρχε ποτέ ως συζήτηση. Κάπου εδώ, νομίζω, βρίσκεται το μυστικό του δεσίματος: οι παίκτες δένονται, επειδή παίζουν στην Εθνική όπως τους αρέσει, ανεξάρτητα από το αν κερδίζουν ή αν χάνουν. Οι λόγοι, εκτός από συναισθηματικοί, είναι και ιδεολογικοί: έχω την εντύπωση ότι η πλειονότητα των ποδοσφαιριστών θα ήθελε και η ομάδα τους να αγωνίζεται όπως η Εθνική του Ρεχάγκελ.

Διαφορά

Αν ψάξετε το μυστικό των καλών ευρωπαϊκών εμφανίσεων του ΠΑΟ (κυρίως), αλλά και του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ παλιότερα, θα καταλάβετε ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στο ποδόσφαιρο που αρέσει στους ποδοσφαιριστές και στο ποδόσφαιρο που αρέσει στον μέσο οπαδό. Με την Εθνική δεν συμβαίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που έγινε στον ΠΑΟ το 1996 επί Ρότσα π.χ. Οι παίκτες παίζουν με έναν τρόπο που τους είναι οικείος και που προβλέπει κάποιες σαφείς προτεραιότητες: η ομάδα πρέπει να είναι σίγουρη στα μετόπισθεν, όλοι πρέπει να αμύνονται, οι ρόλοι πρέπει να είναι διακριτοί και οι σολίστες που παίζουν για την εξέδρα, αν δεν αλλάξουν μυαλά, πρέπει να κάθονται σπίτι. Η Εθνική του Ρεχάγκελ είναι για τον Ελληνα ποδοσφαιριστή η απόδειξη ότι υπάρχει μόνο ένας τύπος ποδοσφαίρου: αυτό στο οποίο μετράει το αποτέλεσμα κι όλα τα άλλα έπονται. Ο κόσμος δεν το βλέπει ακριβώς έτσι.

Μπάρτσα

Στο ποδόσφαιρο η όποια ιδεολογική προσέγγιση (ακόμα κι αν είναι στα όρια της ιδεοληψίας) είναι κάτι σημαντικό. Η Μπαρτσελόνα π.χ. δεν θα έπαιζε ποτέ όπως η Εθνική Ελλάδας: αν το 'κανε στα περισσότερα παιχνίδια της δεν θα πάταγε άνθρωπος. Στα ματς της Εθνικής, όπως και στα ματς του ΠΑΟ στην Ευρώπη (ή στου Ολυμπιακού πέρυσι ή επί Μπάγεβιτς), ο οπαδός πάει μόνο όταν έχει την υποψία ότι ο βαθμός της δυσκολίας τους απαιτεί την παρουσία του. Δεν πάει για να δει νίκες, πάει για να υποστηρίξει την ομάδα εκεί που κρίνει ότι η παρουσία του είναι χρήσιμη: το '96 τα ματς του ΠΑΟ με τη Λέγκια, τη Ναντ, την Πόρτο ήταν σχεδόν sold out, αλλά στο πρωτάθλημα η ομάδα έκοβε 9.000 εισιτήρια, επειδή ο κόσμος δεν ήταν ευχαριστημένος με το θέαμα. Ακόμα και η συμπεριφορά του κόσμου μεταβάλλεται. Πέρυσι π.χ. στο Καραϊσκάκη στα ματς του Τσάμπιονς Λιγκ υπήρχε υπομονή. Στα ματς του ελληνικού πρωταθλήματος υπήρχε γκρίνια κι ας έπαιζε ο Ολυμπιακός με τον ίδιο τρόπο.

Δέσιμο

Η Εθνική πορεύεται χωρίς ιδεολογική υποστήριξη, αλλά με μια κυρίαρχη ιδεολογία στο εσωτερικό της. Δεν κινδυνεύει από τους Ελβετούς και τους Ισραηλινούς, αλλά μόνο από μια πιθανή χαλάρωση του εσωτερικού της δεσίματος. Οποιος της ασκεί κριτική για το παιχνίδι της προκαλεί τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση.

Γούντι

Aν δεν δείτε το ματς της Εθνικής ή αν θέλετε να βγείτε από το σπίτι μετά το τέλος του, να πάτε σινεμά –σας περιμένει «η Βίκυ, η Χριστίνα και η Μπαρτσελόνα», δηλαδή η νέα ταινία του Γούντι Αλεν. Είχα γράψει ένα χρόνο πριν ότι ο θείος Γούντι γέρασε, ότι οι ταινίες του έχουν πάψει να είναι σινεμά και ότι μοιάζουν γοητευτικές αφηγήσεις ενός πολυλογά παππού, που θέλει να τα πει όλα και τον έχει πιάσει μια αγχώδης κινηματογραφική πολυλογία: είχα θυμώσει με την «Κασσάνδρα» του. Ξαναβλέποντας εκείνη την ταινία λίγο καιρό αργότερα, κατάλαβα ότι ο θυμός μου ήταν σαν αυτόν του πληγωμένου ζηλιάρη, ο οποίος διαρκώς νομίζει ότι τον απατά η γυναίκα του: θύμωνα γιατί τον αγαπούσα, ενώ θα 'πρεπε να εφαρμόζω στην περίπτωσή του τον δογματισμό τού τυφλά ερωτευμένου. Επειδή δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, ακόμα κι αν παρανοϊκά νομίζω ότι με απατάει, ομολογώ ότι τον αγαπάω κι αφού τον αγαπάω, τον δέχομαι με όλα τα στραβά του.
Η νέα ταινία του ήταν η πρώτη που είδα έπειτα από καιρό, με την πίστη του ανθρώπου που έχει αποφασίσει να στηρίζει όποιον του χαρίζει ψήγματα απόλαυσης που κάνουν κάποιες μέρες διαφορετικές από τις άλλες. Αφησα την όποια κριτική μου διάθεση σπίτι, πήγα στο σινεμά χωρίς έγνοιες, παραδόθηκα και το καταφχαριστήθηκα. Ο θείος Γούντι στήνει μία ακόμα γυναικεία ιστορία, με κεντρικό δίδαγμα ότι όλες οι γυναίκες είναι για δέσιμο. Προσθέτει, μάλιστα, ότι επειδή αυτό είναι πρακτικά αδύνατο, μας έρχεται ευκολότερο να τις αγαπάμε: έχει δίκιο. Μέσα σε ένα σκηνικό «Βίπερ Νόρα» βάζει τρεις πρωταγωνίστριες να σκοτώνονται για έναν τύπο που ισορροπεί ανάμεσα στο να είναι μια κωμική φιγούρα ή η απόλυτη γυναικεία φαντασίωση κι από εκεί κι έπειτα απλώς κάνει κατανοητό πόσο ο ίδιος γουστάρει τις ηρωίδες του ως γκόμενες. Οι γυναίκες του Γούντι είναι λίγο σαν αυτόν: έχοντας περάσει τα 70 εδώ και καιρό, ο καλός Γούντι δεν μπορεί παρά να δηλώνει πόσο ερωτευμένος υπήρξε κάποτε με όσες μυστηριωδώς τον αγάπησαν. Η ταινία δεν είναι μισογύνικη, αλλά είναι απίστευτα ειρωνική, τόσο που όποια γυναίκα σου λέει ότι την πήρε στα σοβαρά σε κάνει να σκέφτεσαι πρόστυχα.
Από εδώ και πέρα θα βλέπω τις ταινίες του Γούντι Αλεν σαν μαθήματα. Ο άνδρας, ακόμα κι ο υστερικός Γούντι, μεγαλώνοντας μαλακώνει και βλέπει τον κόσμο καθαρότερα.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x