Παλαιότερες

Δεν είναι «καθήκον» του κόσμου η ψυχαγωγία του!

SportDay

Μήπως έχουμε παρεξηγήσει ορισμένα πράγματα; Εάν η προσέλευση σε ποδοσφαιρικές -ή αθλητικές, εν γένει- αναμετρήσεις έχει αξία (σκέτη, όχι αξία χρήσης) είναι διότι προσφέρει διασκέδαση. Οταν η ψυχαγωγία γίνεται «καθήκον» και διαδικασία... επιστράτευσης, τότε χάνει το νόημά της. Πλήρως.

Αδυνατώ να κατανοήσω γιατί οι Αθηναίοι «όφειλαν» να γεμίσουν ασφυκτικά το Καραϊσκάκη στον αγώνα της Εθνικής εναντίον της... ελκυστικής Μολδαβίας. Εάν «οσμίζεσαι» ότι κάτι θα σε ευχαριστήσει, σπεύδεις να το παρακολουθήσεις εκ του σύνεγγυς. Αν όχι, είτε το βλέπεις από την τηλεόραση -όπως συχνότατα συμβαίνει στην εποχή μας- είτε περνάς διαφορετικά το σαββατόβραδό σου. Ποιο νόημα έχουν, λοιπόν, οι γκρίνιες και οι εκδηλώσεις απογοήτευσης εκ μέρους διεθνών παικτών; Αφήστε που ο αριθμός των 15.000 θεατών σε παιχνίδι με τη Μολδαβία, Σάββατο βράδυ, δεν είναι καθόλου αμελητέος.

Ας κάνουμε ένα «μακροβούτι» στο παρελθόν. Σαν σήμερα, 13 Οκτωβρίου, το 1974 η Εθνική μας αντιμετώπισε την αντίστοιχη βουλγαρική, στη Σόφια. Για τα προκριματικά του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης. Αποσπάσαμε ένα 3-3, πολύτιμο αλλά και... ένδοξο, αν σκεφθεί κανείς ότι μέχρι το 86' οι αντίπαλοι προηγούνταν 3-1. Εν μέσω τέτοιας θετικής αύρας η ομάδα αγωνίστηκε (20 Νοεμβρίου 1974) εναντίον της παγκόσμιας πρωταθλήτριας, Δυτικής Γερμανίας. Από τη μία πλευρά, άφθονα δικά μας «ιερά τέρατα»: Ελευθεράκης, Δομάζος, Σαράφης, Παπαϊωάννου, Δεληκάρης. Από την άλλη, Μάγερ, Φογκτς, Μπεκενμπάουερ, Χάινες. Ξέρετε πόσοι Ελληνες φίλαθλοι πήγαν στο Καραϊσκάκη και απόλαυσαν εκείνο το 2-2; Μόλις δεκαπέντε χιλιάδες! Μήπως, όμως, ύστερα κι από αυτό το «Χ» με τους παγκόσμιους πρωταθλητές γέμισε ασφυκτικά το Καραϊσκάκη στο κρίσιμο από βαθμολογικής πλευράς παιχνίδι με τη Βουλγαρία; Οχι. Σε εποχή που οι κερκίδες του φαληρικού σταδίου χωρούσαν σχεδόν 45.000 κόσμο, τον αγώνα παρακολούθησαν 24.000 άνθρωποι. Περιττό να υπενθυμίσουμε ότι τους καιρούς εκείνους ο κόσμος πήγαινε συνολικά στο γήπεδο με προθυμία ασυγκρίτως μεγαλύτερη της σημερινής...

Αναρίθμητα παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν κι όλα συγκλίνουν στην ίδια διαπίστωση: ανέκαθεν οι Ελληνες φίλαθλοι έτρεχαν στα παιχνίδια της Εθνικής υπό όρους. Επρεπε να υπάρχει σημαντικό διακύβευμα (π.χ. να κρινόταν κάποια πρόκριση) και ο αντίπαλος να ήταν «ηχηρός». Αν μάλιστα... παραήταν φόβητρο, ενίοτε οι φίλαθλοι (μισο)απείχαν, διότι δεν είχαν διάθεση να παρακολουθήσουν live κάποια (πιθανή) ήττα: πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς τις 15.000 με την πανίσχυρη Δ. Γερμανία; Χάνονταν οι ελπίδες για πρόκριση; Αφαντος και ο κόσμος. Το Δεκέμβριο του 1973, το Ελλάδα - Γιουγκοσλαβία (2-4) προσέλκυσε μόλις 10.000 ανθρώπους διότι «το πουλάκι είχε πετάξει». Κι ας διέθεταν οι αντίπαλοι Καταλίνσκι, Μπάγεβιτς, Ατσίμοβιτς, Τζάιτς. Αντιθέτως, στις αρχές του έτους εκείνου, όταν ήσαν αλώβητες οι ελπίδες μας για πρόκριση στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η Λεωφόρος ήταν κατάμεστη στο Ελλάδα - Ισπανία (2-3).

Εν μέρει όλα αυτά χαρακτήριζαν ανέκαθεν τη στάση του μέσου φιλάθλου απέναντι και στον αγαπημένο του σύλλογο. Ας δώσουμε, όμως, έμφαση στο «εν μέρει», συνομολογώντας το προφανές: για λόγους που χρήζουν κοινωνιολογικών (και άλλων) προσεγγίσεων, ο Ελληνας δεν νιώθει άρρηκτα δεμένος με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Γνωστό και πατροπαράδοτο. Από πού κι ως πού, λοιπόν, το εκλαμβάνουν περίπου ως... προσωπική προσβολή κάμποσοι Ελληνες διεθνείς παίκτες;

Ερωτημάτων συνέχεια: αδυνατούμε να κατανοήσουμε τους κώδικες της εποχής μας ή μήπως πιστεύουμε πως για κάποιο μυστηριώδη λόγο αυτοί θα αφήσουν ανέπαφη την Εθνική; Λιγότερος ελεύθερος χρόνος σε σχέση με το (μακρινό) παρελθόν, ασυγκρίτως περισσότερες εναλλακτικές λύσεις για το πώς αυτός θα διατεθεί. Πολλοί άνθρωποι διστάζουν να ξοδέψουν χρήμα για τα μη αναγκαία κι όταν το κάνουν είναι επιλεκτικοί. Προφανώς αυτή η επιλεκτικότητα αφορά και το ποδόσφαιρο: «κυνηγάς» το ντέρμπι, την ξεχωριστή συγκίνηση, την ευκαιρία να δεις την ομάδα σου εναντίον κάποιου Ιμπραΐμοβιτς. Αλήθεια, όσοι «τα έβαψαν μαύρα» για τις 15.000 κόσμου στο Ελλάδα - Μολδαβία σκέφτηκαν ότι μόνο τέσσερις ομάδες της Σούπερ Λίγκας «κόβουν» κατά μέσο πάνω από 20.000 εισιτήρια, μία (Αρης) προσελκύει 11.000 και οι υπόλοιπες έντεκα κινούνται από... τριψήφια νούμερα μέχρι 6.621 «κομμάτια»;

Αλλά και τίποτε από αυτά να μη σκεφθεί κανείς, το ενοχλητικό στοιχείο παραμένει: είναι τουλάχιστον άκομψο να αντιμετωπίζεις την ψυχαγωγία του κόσμου σαν δικό του «χρέος». Εκτός πια εάν για ορισμένους διεθνείς η γκρίνια -πότε περί δυσμενούς κριτικής ή, άλλοτε, περί «εγκατάλειψης»- έχει αναχθεί σε είδος προπόνησης...

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x