Υστερα από πέντε επίσημα ματς το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει για τον φετινό Ολυμπιακό είναι ότι σε όλα όταν οι αντίπαλοι έπαιξαν με τσαμπουκά, τους πέρασε. Τα χαφ του Ολυμπιακού δεν έχουν το στομάχι να αντέξουν το σκληρό παιχνίδι, πόσω μάλλον να παίξουν αυτοί πιο σκληρά, κάνοντας τον αντίπαλο να ψαρώσει.
Το δεύτερο συμπέρασμα έχει να κάνει με τον προπονητή. Για τις ομάδες που πρεσάρουν με σύστημα αγέλης, όπως η Νόρντζελαντ, η συνταγή της καταστροφής είναι ο παίκτης που είναι κάτοχος της μπάλας να την κρατήσει πάνω από δευτερόλεπτο, ιδιαίτερα εν στάσει. Στο δεύτερο δευτερόλεπτο θα έχει δεύτερο αντίπαλο να τον μαρκάρει και έπειτα τρίτο. Στο χθεσινό ματς αρκετές φορές παίκτες του Ολυμπιακού βρέθηκαν στην πλάγια γραμμή μαρκαρισμένοι από τρεις αντιπάλους, σε φάσεις που θύμιζαν παγίδες στις γωνίες στο μπάσκετ. Ο μόνος τρόπος να ενεργήσει ο παίκτης απέναντι σε ομάδες που πρεσάρουν με πάνω από δύο παίκτες, είναι να πασάρει την μπάλα μέσα στο κρίσιμο δευτερόλεπτο ιδανικά, χωρίς να την κοντρολάρει. Μόνο που για να το κάνει, πρέπει να πασάρει στη θέση που θα πρέπει να βρίσκεται ο συμπαίκτης του. Στον Ολυμπιακό το πρόβλημα είναι ότι οι παίκτες βρίσκονται εκεί που έτυχε να βρίσκονται. Ειδικά στην αριστερή πλευρά, όπου για πρώτη φορά ο Ντομί έπαιζε με τον Λεονάρντο, το πού βρισκόταν ο καθένας εξαρτιόταν από το πού τον είχε πάει η φάση.
Το τρίτο συμπέρασμα έχει να κάνει με τη διοίκηση. Ακόμα και αν ο Οσκαρ αποκτήθηκε ως φορ –που αμφιβάλλω– ο Ολυμπιακός θα έπρεπε να παίζει τη σεζόν με έναν 36χρονο φουνταριστό, ο οποίος πέρυσι είχε αποκτηθεί ως αναπληρωματικός, τον Κοβάσεβιτς, ένα φέρελπι επιθετικό, ο οποίος από πέρυσι είχε δείξει αδυναμίες για να πάρει τη φανέλα του βασικού, τον Μήτρογλου, και έναν που τον λέγανε κανέναν. Μέχρι τη λήξη της μεταγραφικής περιόδου ο Ολυμπιακός δεν είχε ούτε ένα φορ που να μπορεί να βασιστεί και αν οι Βραζιλιάνοι, η μαμά του Ντιόγο ή όποιος άλλος είχαν κάνει κόνξες, θα έπρεπε να παίζει με τον Κοβάσεβιτς, τον Μήτρογλου και τον Οσκαρ στην επίθεση. Κακούργημα μόνο όμως αν καταλογισθεί σαν πταίσμα ότι στη δεξιά πλευρά, όταν δεν μπορεί να παίζει ο Γκαλέτι, πρέπει να μετοικεί ο Λέτο. Σε δεύτερη σκέψη, και αυτόν στο τέλος τον πήραν.
Το ματς της Δανίας με τη Νόρντζελαντ αντί να χαροποιεί τη διοίκηση του Ολυμπιακού με τα δύο γκολ της διαφοράς, θα πρέπει να την προβληματίζει για τη γύμνια της ομάδας σε νευραλγικές θέσεις, μαζί με την αδυναμία του προπονητή της να διδάξει αυτοματισμούς και να εμπνεύσει πάθος. Αν το κλισέ λέει ότι οι ήττες μπορεί να είναι εποικοδομητικές επειδή βγάζεις διδάγματα, να δεις μερικές νίκες πόσο εποικοδομητικές μπορούν να γίνουν.
Tελευταία φορά που φίλησα αγόρι ήταν πριν από τέσσερα χρόνια. Τον Δημήτρη Σοφιανόπουλο, αντιπρόεδρο του Κέντρου Ελληνικού Κινηματογράφου, στο κυλικείο του «Αττικόν». Βέβαια η σχέση μας δεν ήταν μονογαμική. Γιατί την ίδια στιγμή μια χοντρή με φόρεμα παραλλαγής πάχους έσπρωχνε από πίσω με αυτό που ελπίζω να ήταν η τσάντα της. Ευχαριστώ λοιπόν τις Νύχτες Πρεμιέρας για αυτές τις αξέχαστες παρτούζες που μου χάρισαν, προσκαλώντας διπλάσια άτομα από όσα χωρούσαν στην αίθουσα, αλλά η προχώ ηλικία μου δεν επιτρέπει περαιτέρω κινηματογραφικά όργια. Οπότε πασάρω τη δυνατότητα να δω το ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Hunter S. Thompson, του δημοσιογράφου που έβαλε τον όρο του honcho journalism στο λεξικό της δουλειάς στις Νύχτες Πρεμιέρας. Επιφυλάσσομαι να δω την ταινία κατεβάζοντάς την από το Ιντερνετ.
Σε άλλο θέμα που αφορά τον συνωστισμό, μερικά mail αναγνωστών αναφέρονταν στην απόφαση του Ολυμπιακού να απαγορεύσει την ελεύθερη είσοδο παιδιών που συνοδεύονται από τους γονείς τους. Αλίμονο, συμφωνώ με τον Ολυμπιακό. Μεγάλωσα την εποχή του «Θείο, μπορείς να με βάλεις μέσα;», που ήταν η στάνταρ φράση των πιτσιρικάδων έξω από το γήπεδο. Τα πιτσιρίκια ικέτευαν τους οπαδούς που έμπαιναν στο γήπεδο να πουν στον τσεκαδόρο ότι είναι ανίψια τους και να περάσουν στη ζούλα. Μόνο που εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πλαστικά καθίσματα και υπήρχαν κάγκελα μπροστά από τις κερκίδες. Γεγονός που σήμαινε ότι, όταν ο πιτσιρικάς ανέβαινε στην κερκίδα, ο πραγματικός ή περιστασιακός θείος έλεγε «ρε παιδιά, κάντε λίγο χώρο να κάτσει ο πιτσιρικάς» και οι θεατές στριμώχνονταν στο τσιμέντο για να χωρέσει. Αλλά ακόμη και αν ο πιτσιρικάς δεν χωρούσε, μπορούσε να κατεβεί πίσω από τα κάγκελα και να παρακολουθεί το μισό γήπεδο. Σήμερα τίποτα από τα δύο δεν γίνεται. Το κάθισμα στους διαδρόμους απαγορεύεται ως ανασφαλές κι έτσι, sorry, αλλά νομίζω ότι ή ο γονιός θα πρέπει να πληρώνει δύο εισιτήρια ή να πηγαίνει σε ματς ομάδων που έχουν οικογενειακά διαρκείας. Και στο φινάλε, καλύτερο ποδοσφαιρικό χαρακτήρα θα διαμορφώσει το παιδάκι που θα το πηγαίνουνε στον Θρασύβουλο ή τον Φωστήρα. Γιατί μαθαίνει ότι κοντά στη νίκη βρίσκεται και η ήττα και δεν κακομαθαίνει στην αδικία των μεγάλων απέναντι στους μικρούς.
Πέφτει ο Ντιόγο; Με τον κίνδυνο να τρώω αστακομακαρονάδα στη Χασιά, πρέπει να πω ότι «ναι». Τη βουτιά του θα την κάνει. Επίσης πρέπει να προσθέσω ότι, αν υπάρχουν και άλλοι που βουτάνε όπως ο Καραγκούνης, δεν σημαίνει ότι ο Ντιόγο δεν πέφτει και μάλιστα πειστικά. Από το να δεις όμως ότι πέφτει μέχρι να πεις το «συνηθίζει», που είπε ο Βαρούχας έπειτα από το δεύτερο ματς, υπάρχει διαφορά. Εκτός αν ο Βαρούχας παρακολουθεί τον Ντιόγο από την Πορτουγκέσα και έχει βγάλει το συμπέρασμα.
Από το πέσιμο πάντως του ποδοσφαιριστή το καταλαβαίνεις αν έχει ασχοληθεί με το σπορ της βουτιάς. Υπάρχουν ποδοσφαιριστές που δεν πέφτουν. Για παράδειγμα, ο Μιχάλης Κωνσταντίνου, που ακόμη και όταν τον μαρκάρανε αντικανονικά προσπαθούσε να σταθεί όρθιος. Στην καριέρα του Κωνσταντίνου αμυδρά θυμάμαι μια βουτιά, ποσοστό που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον Τσίβερς και τον Χέιτλι. Υπάρχουν επίσης παίκτες για τους οποίους, όταν αποφασίσουν να πέσουν, ο διαιτητής πρέπει να έχει πολύ καλή διάθεση για να το δώσει το πέναλτι. Κλασικό παράδειγμα ο Τάσος Πάντος, που στο πρώτο ματς του ως παίκτης του Ολυμπιακού, εναντίον της Προοδευτικής, με το σκορ 0-0, είχε ρίξει μια βουτιά στο τέλος του ματς. Μετά τη βουτιά είχε σηκωθεί με τη χαρά τού «το πήραμε το πέναλτι». Αντί όμως ο Ολυμπιακός να πάρει το πέναλτι, η μπάλα είχε φτάσει στον Ζαΐμι, ο οποίος, με τον Πάντο να είναι ακόμα πεσμένος στην άλλη άκρη, μπήκε από τα αριστερά στη μεγάλη περιοχή του Ολυμπιακού, πλάσαρε και το κόλλησε το τεμάχιο. Η πιο αστεία όμως βουτιά είχε γίνει πέρυσι σε ένα ματς του Λεβαδειακού εναντίον της Λάρισας. Σε κάποια στιγμή ο συμπαθής αμυντικός άσος της ομάδας της Λιβαδειάς, ο Ντιά, είχε βρεθεί να μπαίνει μόνος στην περιοχή της Λάρισας, με τον Κοτσόλη να βγαίνει. Ενα μέτρο πριν φτάσει τον Κοτσόλη, ο Ντιά απογειώθηκε σαν άλμπατρος. Οταν ο Κοτσόλης όρμησε να του την πέσει, ο Ντιά χαμογέλασε και του έδωσε το χέρι και όταν πήρε την κίτρινη ευχαρίστησε τον διαιτητή.
Στις βουτιές πάντως υπάρχει ένας κανόνας. Κανένας ποδοσφαιριστής δεν μπορεί να πέσει κατά πίσω κάνοντας θέατρο. Να τον τραβήξει ο αμυντικός λίγο από τη φανέλα και να πέσει πίσω γίνεται, αλλά ανάποδο πέσιμο χωρίς τράβηγμα πάει ενάντια στη φύση του ανθρώπου.
Aναφερόμενος λοιπόν στις τούμπες και περνώντας ταυτόχρονα μια μοδάτη φάση, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Δ.Τ. για τις παπαράτσι φωτογραφίες του Ολυμπιονίκη μας Ιωάννη Μελισσανίδη από άγνωστη πλαζ. Ολοι εμείς που θέλουμε να μάθουμε τι θα φορεθεί του χρόνου ας προσέξουμε όχι μόνο το λευκό μαγιό με το πλατύ λάστιχο, αλλά και τα καλαίσθητα αρχαιοπρεπή πέδιλα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.