«Γράψε την ιστορία, την πραγματική, του πίνακα. Θα έχει ενδιαφέρον για τους αναγνώστες σου», με προέτρεπε σ' ένα mail που μου έστειλε προχθές μία αναγνώστρια, αναφερόμενη σ' έναν πίνακα του Ρέμπραντ για τον οποίο έγραψα. Την Πέμπτη. Την περίφημη «νυχτερινή περίπολο».
Βέβαια, δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι η πλειονότητα των αναγνωστών της στήλης ενδιαφέρεται για τη ζωγραφική, όπως δεν ενδιαφερόταν και ο γράφων μέχρι να αρχίσει να ζει στο εξωτερικό και κυρίως να ταξιδεύει σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Κλασικός ταξιδευτής, εξερευνούσα τις πόλεις αναζητώντας εκείνα που άξιζε να δω. Το λιμάνι και τον κόσμο που το περιτριγύριζε, όπου υπήρχε, ή την αγορά, όπου δεν υπήρχε το λιμάνι.
Αυτά τα μέρη είναι τα πνευμόνια μιας πόλης. Αν δεν τα επισκεφτείς, αν δεν γνωρίσεις μυρωδιές, εικόνες και ήχους, ποτέ δεν παίρνεις έστω και την παραμικρή ιδέα της πόλης που επισκέπτεσαι. Μετά έρχεται η κεντρική πλατεία, που την επισκέπτεσαι και πρωί και βράδυ, για να δεις τα διαφορετικά της πρόσωπα και φυσικά τα μουσεία. Αμέσως μετά έρχονται τα γήπεδα. Οι επισκέψεις στα μουσεία και η καθοδήγηση από ένα σπάνιο άνθρωπο που δεν ζει πια –τον Τάκη Λαμπρία– με έκαναν να δω τη ζωγραφική με άλλο μάτι και να αρχίσω να απολαμβάνω κάτι που πριν μου φαινόταν αδιανόητο. Το να στέκομαι για λίγη ή περισσότερη ώρα μπροστά σ' έναν πίνακα. Τώρα πια μπορώ να το πω με σιγουριά. Το να δεις έναν πίνακα σε φωτογραφία είναι σαν να βλέπεις ένα μεγάλο παιχνίδι από την τηλεόραση.
Αλλη εντύπωση, άλλη δύναμη έχουν τα ερεθίσματα όταν είσαι μπροστά σ' έναν πίνακα, όπως και όταν είσαι μέσα στο γήπεδο, στην κερκίδα. Και διαφορετικά, με πολύ μεγαλύτερο βάθος και ένταση, καταγράφονται αυτά τα ερεθίσματα στη μνήμη και το υποσυνείδητο. Κάποτε, με πρόσχημα την επίσκεψη ενός υπουργού στη Νέα Υόρκη, σκίστηκα να πάω ως απεσταλμένος του Μέσου στο οποίο εργαζόμουν τότε, μόνο και μόνο για να πάω στο Μητροπολιτικό Μουσείο και να δω από κοντά έναν πίνακα του Πικάσο που υπήρχε εκεί. «Τις δεσποινίδες της Αβινιόν». Το δημοσιογραφικό σκέλος εκείνης της αποστολής το είχα γραμμένο κανονικά. Τον πίνακα του Ρέμπραντ τον είδα στο μουσείο του Αμστερνταμ. Στην αρχική του μορφή ήταν μεγαλύτερος, αλλά κάποτε τον έκοψαν σε κομμάτια για να τον μεταφέρουν και να περάσει από δύο μικρότερες πόρτες. Κάνουν κι αλλού ελληνικές μαλακίες.
Ο Ρέμπραντ ήταν μανούλα στις προσωπογραφίες και έπαιζε με μοναδικό τρόπο με το φως και τις σκιές. Ο συγκεκριμένος πίνακας θεωρείται το σπουδαιότερο έργο του, μαζί με ένα άλλο, εξίσου πολυπρόσωπο, το «μάθημα ανατομίας». Ο πίνακας αναπαριστά τον λοχαγό Φρανς Μπάνινγκ Κοκ, «Αρχοντα του Πούμερλαντ και του Ιλπενταμ», να δίνει εντολή προετοιμασίας ενός λόχου για περιπολία. Η ονομασία «νυχτερινή περίπολος» χρησιμοποιήθηκε κατά τον 19ο αιώνα και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, μια και ο ολλανδικός λόχος, που ήταν ένα είδος πολιτοφυλακής που αποτελούσαν πλούσιοι αστοί, δεν περιπολούσε κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι σκοτεινοί τόνοι του πίνακα, που δίνουν την εντύπωση πως η σκηνή διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της νύχτας, αποτελούν αποτέλεσμα της φθοράς του, αν και υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι ήταν επιλογή του Ρέμπραντ. Τα πρόσωπα των ευγενών που εικονίζονται είναι όλα πραγματικά αλλά λέγεται ότι ο Ρέμπραντ έκανε πιο φωτεινά και ευδιάκριτα τα πρόσωπα των ευγενών που τον πλήρωσαν για να τους περιλάβει στη ζωγραφική σύνθεση.
Το 1715 o πίνακας διαμελίστηκε και κατόπιν χρησιμοποιήθηκε για τη διακόσμηση του δημαρχείου του Αμστερνταμ. Απεικονίζει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, όπως την προετοιμασία των όπλων, τη χρήση του τουφεκιού και του τυμπάνου, στο πλαίσιο της κοινής δράσης ενός οργανωμένου συνόλου. Τον 17ο αιώνα ο πίνακας ήταν πολύ γνωστός, ακόμα και πέρα από τα σύνορα της Ολλανδίας, και αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους πίνακες στην ιστορία της δυτικής τέχνης.
Το μυστήριο του πίνακα
Η «νυχτερινή περίπολος» είναι ένας πίνακας που λέγεται ότι κρύβει περισσότερα από 50 μυστήρια, γεγονός που αποτελεί υλικό πρώτης τάξης για τη συγγραφή μυθιστορημάτων ή ταινιών.
Ο σκηνοθέτης Πίτερ Γκριναγουέι έχει γράψει ολόκληρο σενάριο με αφορμή τον πίνακα, πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία του «Night Watching». Μάλιστα, έστησε και μία ολόκληρη εγκατάσταση ήχου και φωτός που θα επέτρεπε σε όσους την επισκέπτονταν να «ταξιδέψουν» στο εσωτερικό του πίνακα. Απ' όσα είναι γνωστά σήμερα, ο Ρέμπραντ ανέλαβε την παραγγελία του πίνακα το 1640, συγκεντρώνοντας 1.600 φλορίνια, ποσό μεγάλο για την εποχή, αλλά λιγότερο από ψίχουλα αν υπολογιστεί η σημερινή του αξία.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο ζωγράφος είχε ενστάσεις για τον πίνακα, ήταν η σύνθεση που θα απογείωνε τη φήμη του και την αξία του. Λέγεται, λοιπόν, ότι τον καιρό που ο Ρέμπραντ ζωγράφιζε τον πίνακα, έμαθε τις λεπτομέρειες μιας απίστευτης συνωμοσίας πολιτικοκοινωνικής, την οποία είχε οργανώσει η άρχουσα τάξη των εμπόρων του Αμστερνταμ σε συνεργασία με τον στρατό.
Ζωγραφίζοντας τον πίνακα, ο Ρέμπραντ φρόντισε να «προδώσει» τους πρωταγωνιστές αλλά και λεπτομέρειες της συνωμοσίας κρύβοντάς τα μέσα στην πολυπρόσωπη σύνθεση του πίνακα. Αυτό, όμως, προκάλεσε την οργή των συνωμοτών, οι οποίοι τον έβαλαν στο στόχαστρο και τον κυνήγησαν, κάνοντάς του τη ζωή δύσκολη, τόσο που τον οδήγησαν αργά στον θάνατο. Σε αντίθεση με τις συνήθειες της εποχής, ο πίνακας απεικονίζει μια ομάδα ανθρώπων εν κινήσει.
Επιπλέον, η χρήση του φωτός, κληρονομιά της τεχνικής της φωτοσκίασης –που εισήγαγε και χρησιμοποιούσε με άφθαστη μαστοριά ένας άλλος μεγάλος «καταραμένος» ζωγράφος, ο Καραβάτζιο– έδωσε στη ζωγραφική σύνθεση μία εντυπωσιακή και σχεδόν ανάγλυφη οπτική. Σύμφωνα με τον Γκριναγουέι, που είχε δώσει πριν από δύο χρόνια συνέντευξη στο γαλλικό περιοδικό «Nouvel Observateur», είχε πει ότι όλα τα στοιχεία του πίνακα –όπως μία μορφή στη σκιά που τραβάει ένα όπλο, ένα μικρό παιδί που αναβλύζει μυστηριωδώς φως στη μέση σχεδόν του πίνακα ή κάποιες άλλες λεπτομέρειες– αφήνουν να εννοηθεί πως υπήρχε συνωμοσία, μια συνωμοσία που είχε τελευταίο της θύμα τον ίδιο τον ζωγράφο. Αν ποτέ σας βγάλει ο δρόμος προς το Αμστερνταμ, μην αφήσετε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Πηγαίνετε να τον δείτε αυτόν τον πίνακα από κοντά. Οπωσδήποτε.
Κυβέρνηση real estate
Είναι οπωσδήποτε αξιοπερίεργο το γεγονός ότι ο υπουργός κ. Βουλγαράκης ουδέποτε ένιωσε την ανάγκη να παραιτηθεί εξαιτίας των αποτυχιών ή των σκανδάλων που έσκασαν σε τομείς της ευθύνης του, στα υπουργεία που προΐστατο. Το γεγονός από αξιοπερίεργο γίνεται ευεξήγητο, αν κάποιος κατανοήσει ότι η ευθιξία δεν περιλαμβάνεται στην ευρεία γκάμα των ιδιαίτερων ταλέντων του κ. υπουργού –του υπουργού των υποκλοπών, αν θυμάστε, που είναι βεβαιωμένο ότι έγιναν αλλά δεν υπήρξαν ένοχοι–, ο οποίος έχει καταφέρει να κάνει περιουσία ενώ βρίσκεται στην ενεργό πολιτική.
Οταν κάποιος, και μάλιστα υπουργός, ομολογεί ότι έχει off shore εταιρεία για να μην πληρώνει φόρους, γίνεται φανερό ότι η αναισθησία του δεν μετριέται. Πόσο γελοία μοιάζει η δήλωση του πρωθυπουργού περί σεμνότητας και ταπεινότητας από μία κυβέρνηση που κάνει business, προς όφελος κυρίως των μελών της. Η αντίληψη του κ. Βουλγαράκη περί ηθικής και πολιτικής είναι μία άποψη που τον εξυπηρετεί. Μία άποψη που θα συζητεί με φίλους τα χειμωνιάτικα βράδια στο σαλέ του στην Αράχοβα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.