Μετά τη νίκη επί του Παναθηναϊκού ο Γιώργος Δώνης θα μπορούσε να είχε καβαλήσει το καλάμι, να άρχιζε τις δηλώσεις «τώρα τι λένε αυτοί που λέγανε ότι οι άλλοι είχαν πει, όταν εμείς λέγαμε» και να περάσει το αποτέλεσμα ως ορόσημο στην ιστορία της ΑΕΚ. Ο Δώνης όμως έδειξε αυτοσυγκράτηση. Είπε κάτι που στην ουσία σήμαινε ότι «αυτό που είδατε δεν θα το ξαναδείτε» διότι στην πραγματικότητα η ΑΕΚ δεν βασίστηκε σε σύστημα, αλλά σε gimmick. Σε ένα αξιοπερίεργο 7-0-3 που τα τρία υποτιθέμενα χαφ ούτε μία φορά δεν έφτασαν με οργανωμένη επίθεση στη μεγάλη περιοχή του ΠΑΟ. Εάν ο Παναθηναϊκός αποφάσιζε κάτι ανάλογο, στο κέντρο του γηπέδου δεν θα έπαιζε κανένας.
Επίσης το στυλ που έπαιξε η ΑΕΚ βασίζεται στην καλή τύχη και την ανοχή του διαιτητή. Γιατί όταν τα χαφ και τα μπακ, όποτε έχει ο αντίπαλος κατοχή, κάνουν φάουλ για να του ανακόψουν τον ρυθμό, παίζουν με τον κίνδυνο είτε κάποιο τάκλιν να βγει πιο άγριο από όσο σχεδιαζόταν είτε ο διαιτητής να «στραβώσει» ότι τα φάουλ γίνονται εσκεμμένα και να αρχίσει να αποβάλλει παίκτες. Στις συγκεκριμένες συνθήκες η τακτική της ΑΕΚ στο προχθεσινό ματς συγχωρείται, αλλά αν αυτό είναι συνταγή επιτυχίας, η Προοδευτική των μέσων της δεκαετίας του '90 και ο Σούλης Παπαδόπουλος έχουν δικαίωμα να ζητάνε αποζημίωση για το copyright.
Οσο για τη διαιτησία, μπορώ να γράψω ότι ο Νίκος Πατέρας παρέσχε τη χειρότερη υπηρεσία στον Παναθηναϊκό με τη δήλωσή του ότι όταν θίγονται τα συμφέροντα του Παναθηναϊκού θα χτυπάει το χέρι στο τραπέζι. Δεν ξέρω αν μετά τη δήλωση το τραπέζι τρόμαξε, αλλά στη διαιτησία η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε ήταν ότι όποιος ευνοήσει τον Παναθηναϊκό, θα μοιάζει να το κάνει επειδή φοβήθηκε τον Πατέρα. Επειδή λοιπόν οι αποφάσεις παίρνονται σε δέκατα του δευτερολέπτου, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μπορεί να επηρέασε την απόφαση του Σαραϊδάρη και ο Βασσάρας ανακουφισμένος να ακολούθησε. Αναφερόμενος λοιπόν στον Κύρο Βασσάρα, προσωπικά ομολογώ ότι αν μια κυριακάτικη εφημερίδα βάλει DVD με τις καλύτερες στιγμής της καριέρας του, θα την αγοράσω. Χωρίς να χρειάζεται να προστεθούν και άλλες. Οπότε η σκηνή που ο Βασσάρας μετά τη συνεδρίαση με τον Σαραϊδάρη ξεκινάει από τη γραμμή του άουτ, έχει γκρο μονοκάμερο των πέντε δευτερολέπτων, περνάει τη βούλα από το πλάι, ο Κυργιάκος τραβάει τα μαλλιά του στο στυλ «ο καργιόλης άλλαξε γνώμη» και τελικά στρίβει ανέμελα το χέρι να δείξει βούλα ήταν καλό σασπένς για τους σινεφίλ και σπαζαρ... ιδιά για τους φίλους του ποδοσφαίρου.
Επειδή τα αποτελέσματα είναι ο φερετζές των αδυναμιών, ορισμένα συμπεράσματα από την πρώτη αγωνιστική. Ξεκινώντας από τους προπονητές.
Ο Βαλβέρδε έπαιξε με τον πάγκο του και κέρδισε με την απόφασή του να βάλει τον Πατσατζόγλου στόπερ. Από σωματικά προσόντα και στυλ ο Πατσατζόγλου μια χαρά είναι για τη θέση, αλλά με τα ρίσκα που παίρνει στις πάσες είναι κίνδυνος-θάνατος. Οπου όταν παίζει αμυντικό χαφ, κάποιος στόπερ θα υπάρχει να κάνει την τελευταία προσπάθεια, αλλά ως στόπερ εκεί τελειώνει η ζωή. Η σκηνή που ο Πατσατζόγλου πασάρει στον Μιλάνο, κάνει νόημα στον Ζεβλάκοφ «πάρε βάθος» και μετά χάνει τον παίκτη από την πλευρά που κάλυπτε είναι «Χοντρός – Λιγνός». Στις σκηνές που ο Λιγνός κάνει παπαριά, ο Χοντρός τού κάνει νόημα με τα δάχτυλα «άσε με να σου δείξω πώς γίνεται» και μετά τα κάνει χειρότερα. Το να παίξεις και τους δύο ρόλους ήταν κατόρθωμα.
Οπως και κατόρθωμα ήταν του Βύντρα να αφήσει χώρο στον Εντίνιο για να του κλείσει τη γωνία για σουτ και όταν έχει γίνει η κίνηση να γυρίσει την πλάτη για να δει καλύτερα το γκολ. Ο Μουν με τον Γκάμπριελ έχουν μια διαφορά. Ο ένας είναι Αφρικανός και ο άλλος Βραζιλιάνος. Κατά τα άλλα και οι δύο είναι μαύροι και οι δύο παίζουν στο κέντρο. Και δυστυχώς και οι δύο δεν μοιάζουν να είναι οι παίκτες που θα θυμόμαστε ύστερα από μία δεκαετία. Ενας σε κάθε ματς είναι υπεραρκετός και η επιλογή μοιάζει συμπτωματική.
Στην περίπτωση της ΑΕΚ έχουμε ένα παίκτη που στη θέση στην οποία παίζει είναι τόσο καθοριστικός για την ομάδα όσο ήταν μόνο ο Στέλιος Μανωλάς. Ο Σωτήρης Κυργιάκος δεν είναι μόνο ένας παίκτης που είναι ανίκητος στον αέρα, αλλά έχει την ικανότητα να περνάει τον τσαμπουκά του στους συμπαίκτες του. Η σκηνή που ο Σόουζα τον έχει σπρώξει εκτός αγωνιστικού χώρου, ο Κυργιάκος έχει καλύψει την μπάλα μέχρι να βγει άουτ, αλλά σηκώνεται για να τσαμπουκαλευτεί τη στιγμή που ο ίδιος έχει πάει σε προηγούμενες φάσεις «καροτσάκι» τον Βραζιλιάνο ανήκει στις κλασικές φάσεις τσαμπουκά. Δεν νομίζω ότι υπήρξε φωτογράφος να την απαθανατίσει, αλλά αν κάποιος το είχε κάνει θα στεκόταν επάξια δίπλα στην αντίστοιχη που ο Μανωλάς «καρυδώνει» τον Νινιάδη.
Τελειώνοντας με τους παίκτες δύο λόγια για τον Λέτο. Το παλικάρι έχει ένα εγγενές ελάττωμα για πλάγιο επιθετικό. Οταν τρέχει, έχει την μπάλα πολύ κοντά και πολλές φορές ανάμεσα στα πόδια. Ετσι ναι μεν καλύπτει, αλλά όταν χρειάζεται να επιταχύνει δεν μπορεί να σπρώξει την μπάλα μπροστά για να φύγει, δίνοντας έτσι στον αντίπαλο μπακ χρόνο για να μαντέψει την πλευρά που θα ντριμπλάρει. Επίσης αν το πολύ το κάπα, κάπα κάνει το παιδί..., το πολύ το κλάπα, κλάπα τον χαλάει τον παίκτη. Οι οργανωμένοι του Ολυμπιακού χειροκροτούν τον Λέτο επειδή δεν θέλουν τον Τζόρτζεβιτς, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για να τα εξηγείς σε ένα χθεσινό στην Ευρώπη Αργεντινό. Με τα πολλά χειροκροτήματα ο Λέτο σχηματίζει την εντύπωση ότι ήρθε σε ποδοσφαιρική «Μπανανία» και το ανταποδίδει με τακουνάκια. Αν ήμουνα προπονητής, θα την έκανα την προσπάθεια να δοκιμάσω τον Λέτο ως δεύτερο επιθετικό, που με την ικανότητά του να καλύπτει την μπάλα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια χαρά Λυμπερόπουλο.
Αλλά φυσικά δεν είμαστε προπονητές, που λένε και στα κρατικά κανάλια. Γιατί αν ήμασταν προπονητές δεν θα είχαμε πρόβλημα να λέμε ότι χρειαζόμαστε τρεις μήνες για να καταλάβουμε τους παίκτες της ομάδας. Τουλάχιστον αυτό είναι ένα επιχείρημα που λέγεται για τον Τεν Κάτε. «Δεν τους έχει μάθει ακόμα...». Κασετοθεραπεία λένε ότι κάνουν οι προπονητές όταν πάνε σε καινούργια ομάδα, κάθε μέρα βλέπουν τους παίκτες στην προετοιμασία, πόσο λοιπόν χρόνο χρειάζονται να «μάθουν την ομάδα»; Ιδιαίτερα, ορισμένα στοιχεία παικτών που είναι γραμμένα στο κούτελό τους. Οπως για παράδειγμα ότι ο Σαλπιγγίδης είναι φτιαγμένος και δουλεμένος για επιθετικός. Με το ένστικτο του επιθετικού όταν ο Σαλπιγγίδης παίρνει την μπάλα ροβολάει μπροστά μέχρι να τελειώσει τη φάση. Επειτα από τόσα χρόνια αποκλείεται να αναπτύξει τους αυτοματισμούς του επιθετικού της γραμμής, που όταν βλέπει ότι τον έκλεισαν περιμένει τη βοήθεια του πλάγιου της πλευράς του.
Δεν το βλέπει ο Τεν Κάτε; Μου φαίνεται απίθανο. Πιθανότερο μου φαίνεται να «ψήνεται» από τις προπονήσεις. Να ζητάει από τον Σαλπιγγίδη να παίξει στο πλάι, στον ρυθμό της προπόνησης να το καταφέρνει και να «ψήνεται» ότι το ίδιο μπορεί να γίνει και στο ματς, που το ένστικτο επικρατεί.
Και ένα τελευταίο για τον Τεν Κάτε, τον οποίο πολύ γουστάρω ως προσωπικότητα, αλλά αμφιβάλλω αν γεννήθηκε για την Ελλάδα. Το ελληνικό προπονητικό σαβουάρ βιβρ επιβάλλει ο προπονητής να μην ονομάζει τους παίκτες που διακρίθηκαν ή υστέρησαν. Το «εκτός από τον Ζιλμπέρτο, τον Καραγκούνη και τον Σιμάο είσαστε απαράδεκτοι» μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά είναι από αυτές τις αλήθειες που στην Ελλάδα δεν λέγονται. Κυρίως ύστερα από ήττες, που ακούγεται σαν ο προπονητής να θέλει να ρίξει τις ευθύνες στους παίκτες, που οι περισσότεροι σύμφωνα με αυτόν υστέρησαν. Και όταν γίνεται, οι παίκτες ενστικτωδώς αμύνονται, δίνοντας στις εφημερίδες χαρτί και καλαμάρι κάθε παπαριά του προπονητή τους.
Tο σημείο που δεν συμφωνώ με τον Τεν Κάτε είναι η απόδοση του Ζιλμπέρτο Σίλβα, ο οποίος δεν υστέρησε, αλλά δεν έκανε τίποτα περισσότερο από τα προβλεπόμενα. Υπάρχει κάτι που έκανε στο προχθεσινό ματς ο Σίλβα και δεν θα το έκανε ο Αλέξανδρος Τζιόλης;
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.