Hταν επιτυχημένη, λοιπόν, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, στην Αθήνα; Με βάση τα κριτήρια της εποχής, ναι. Οι Αγώνες κρίθηκαν επιτυχημένοι διότι... έγιναν. Δίχως κραυγαλέες εμπλοκές και δυσλειτουργίες. Με το άγχος του οικονομικού κόστους να κυριαρχεί στην καταχρεωμένη Ελλάδα, στον απόηχο της νωπής σύγκρουσης ανάμεσα στο Παλάτι και τον Τρικούπη που δεν ήθελε τη διοργάνωση, και μόνη η απλή διεξαγωγή τους φάνταζε θρίαμβος. Δεν υπήρχε, άλλωστε, κάποιο μέτρο σύγκρισης. Με τι να γίνουν παραλληλισμοί; Με Αγώνες που τελούνταν προ του 393 μ.Χ.;
Ετσι «πέρασε στα ψιλά» ακόμα και η πενιχρότατη –για να μην πούμε αποκαρδιωτική- συμμετοχή ξένων αθλητών. Στους Αγώνες του 1896 επί συνόλου 311 αθλητών με το ζόρι έφθαναν τους 80 όσοι αντιπροσώπευαν άλλες χώρες.
Τουλάχιστον τιμήθηκε ο «μαζικός αθλητισμός», όπως θα λέγαμε σήμερα: για να καταστεί κάπως ευπρόσωπη η συμμετοχή, ορισμένες αποστολές περιελάμβαναν και κατ’ επίφαση αθλητές. Λόγου χάρη, την αγγλική ομάδα απάρτιζαν ένδεκα άτομα, εκ των οποίων δύο ήσαν υπάλληλοι της βρετανικής πρεσβείας και άλλοι δύο φιλαράκια τους. Στους δέκα Γάλλους αθλητές προστέθηκαν τρεις συμπατριώτες τους που ζούσαν στην Ελλάδα και οι οποίοι προφανώς βρήκαν ευκαιρία να «ξεσκουριάσουν» λίγο.
Τίποτε από όλα αυτά, όμως, δεν είχε σημασία τότε. Η χώρα ζούσε σε ένα «εθνικό μεθύσι», και ως γνωστόν όσο μεθάς τόσο θέλεις να πιεις κι άλλο. Ακόμα και «μπόμπες» - κυριολεκτικά! Να τι έγραψε στο βιβλίο του «Olympic Revival» (Εκδοτική Αθηνών, 2003) ο πρύτανης της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας Κώστας Γεωργιάδης: «Σημαντική παράμετρος που ανέκυψε από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα ήταν ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Η ομόφωνη κραυγή για τη μόνιμη τέλεση των Αγώνων στην Ελλάδα δεν ήταν το μόνο αποτέλεσμα του ενθουσιασμού και της εθνικής υπερηφάνειας που είχαν ωθηθεί στα όριά τους. Λίγους μήνες αργότερα ήταν ακριβώς αυτός ο ενθουσιασμός που θα οδηγούσε σε μια μοιραία λανθασμένη εκτίμηση της κατάστασης, παγιδεύοντας την Ελλάδα σε έναν πόλεμο που δεν ήταν σε θέση να διεξαγάγει».
Τονίζει, ακόμη, ο Κ. Γεωργιάδης: «Αυτή η σχέση ανάμεσα στους Ολυμπιακούς Αγώνες και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Για τους Ελληνες οι Ολυμπιακοί ήταν περισσότερο ένας πολιτικός και πολιτιστικός θεσμός, άρρηκτα συνδεδεμένος με την πολιτική και εθνική ύπαρξη του αδύναμου ελληνικού κράτους, παρά ένας αθλητικός θεσμός». Πώς ακριβώς, όμως, οι Αγώνες του 1896 μετατράπηκαν σε «φιτίλι» πολέμου; Ας σταχυολογήσουμε ορισμένα γεγονότα. Το 1894 στην Αθήνα κάποιοι στρατιωτικοί συγκρότησαν την «Εθνική Εταιρεία», μια οργάνωση εν πολλοίς μυστική, της οποίας η λειτουργία έμοιαζε με απομίμηση της Φιλικής Εταιρείας. Σκοπός της ήταν η ανύψωση του εθνικού φρονήματος του λαού και η εθνική ολοκλήρωση: την εποχή εκείνη, Κρήτη, Μακεδονία, Ηπειρος καθώς και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου δεν ανήκαν στο ελληνικό κράτος.
Το αλυτρωτικό πάθος συνδυαζόταν με τη μυστικοπάθεια για τα «εντός των τειχών» της οργάνωσης. Χαρακτηριστικό απόσπασμα του όρκου των μελών της: «Ορκίζομαι να φυλάξω μυστικάς μέχρι του τάφου μου τας ενεργείας της Εταιρείας και να μη ζητώ ποτέ να μάθω ούτε ποιοι την Κυβερνούν ούτε πώς Κυβερνάται». Ναι, «Κυβερνάται», και μάλιστα με «Κ» κεφαλαίο! Σκεφθείτε πόσο φιλόδοξη και επηρμένη ήταν η «Εθνική Εταιρεία». Το δυναμικό, πάντως, που εντάχθηκε στις γραμμές της ήταν ποικιλόμορφο: υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, κατώτεροι, αξιωματικοί που νόμιζαν ότι ήταν θέμα χρόνου να παρελάσουν στην Πόλη καβάλα στα άλογά τους, δικαστικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, λογοτέχνες, τύποι με κάποιο ρεαλισμό, «ψώνια», πολεμοχαρείς, άνθρωποι οι οποίοι επιθυμούσαν απλώς να συμβάλουν στην ανάπτυξη «εθνικού προβληματισμού», κ.λπ. Κάποια στιγμή μυήθηκαν στην «Εθνική Εταιρεία» ο πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Δημήτρης Βικέλας, και ορισμένες άλλες προσωπικότητες από εκείνες που συμμετείχαν ενεργά στη διοργάνωση των Αγώνων του 1896, όπως ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και ο ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας.
Τον Ιανουάριο του 1895, μετά την παραίτηση Τρικούπη, ο διάδοχος Κωνσταντίνος «ξήλωσε» την επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων και διόρισε νέα, φιλομοναρχική. Εκφωνώντας λόγο στη νέα επιτροπή ο Κωνσταντίνος προσδιόρισε την Αθήνα ως «πρωτεύουσα των ελευθέρων τμημάτων των ελληνικών εδαφών».
Με άλλα λόγια, εμμέσως πλην σαφώς συνδύασε τους Αγώνες με το όραμα της προσάρτησης των αλύτρωτων ελληνικών περιοχών. Διαμόρφωσε, έτσι, πεδίον δόξης λαμπρόν για την «Εθνική Εταιρεία», με την οποία οι Αγώνες βρέθηκαν σε σχέσεις άμεσης αλληλεπίδρασης.
Γιατί; Διότι, απλούστατα, όσο η γενική ικανοποίηση για τους Αγώνες μετατρεπόταν σε εθνικιστικό παροξυσμό, τόσο ισχυροποιούνταν οι τυχοδιωκτικές, ουδόλως ρεαλιστικές τάσεις στους κόλπους της «Εθνικής Εταιρείας». Και όσο περισσότερο ηχούσε ως πολεμικός παιάνας η φωνή της «Εταιρείας», τόσο η επιτυχής τέλεση των Αγώνων εκλαμβανόταν ως εθνική ετοιμότητα για όλα και εθνική υπεροχή - επίσης για όλα. Σαρκάζοντας το διαμορφωθέν... Ολυμπιακοπολεμικό κλίμα, ο ανεπανάληπτος Γ. Σουρής (ποιος άλλος;) έγραψε: «Κι εμείς με τον Οβρένοβιτς, των Σέρβων βασιλέα, / δυο μερδικά θα κάνομε την γην των Μακεδόνων / κι απλώνοντας φαρδιά-πλατιά την κάθε μας αρίδα / μονάχα με το Στάδιον των διεθνών Αγώνων, / θα χάψωμεν την εκλεκτήν του λέοντος μερίδα...»
Η μερίδα, πάντως, της επιρροής που ασκούσε η «Εθνική Εταιρεία» στα κέντρα λήψης αποφάσεων μεγάλωνε διαρκώς. Την οργάνωση την περιέβαλλε αυτή η παράξενη αίγλη, την οποία διαθέτει οτιδήποτε κινείται στο ημίφως. «Αόρατη δύναμη» την αποκαλούσαν, μύθοι πλάθονταν για το τι μπορούσε να πράξει. Υπερβαίνει τα όρια του σημειώματος η αναλυτική αναφορά στα πεπραγμένα της, καθώς επίσης και η εκτεταμένη καταγραφή ιστορικών προσεγγίσεων για αυτήν. Δύο νύξεις μόνο για την «Εθνική Εταιρεία»: ο ιστορικός Γ. Κορδάτος θεωρούσε ότι ο ηγετικός πυρήνας της είχε διασυνδέσεις με τη Γερμανία. Ο δημοσιογράφος Στέφανος Στεφάνου έγραψε στο «Ελεύθερον Βήμα», το 1927: «Η σπουδαιοτέρα των ανευθύνων οργανώσεων από της εποχής της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Επήγασεν εκ νοσηρού πατριωτισμού (...). Απέβη κολοσσιαία δύναμις. Κατέστησεν την κυβέρνησιν της χώρας (σ.σ. κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη) υποχείριον των σκοπών της. Επίστευε ότι είχε αιχμαλωτίσει το Στέμμα, χωρίς να υποπτεύεται ότι το Στέμμα εγνώριζε κάλλιστα τον τρόπον και τον σκοπόν της συστάσεώς της και χωρίς να φαντάζεται ότι εξυπηρετούσε τα σχέδια τους Στέμματος...»
Ο,τι κι αν ίσχυε ακριβώς, γεγονός είναι ότι στα τέλη Μαρτίου του 1897 η «Εταιρεία» προσέφερε στην Τουρκία το τελικό πρόσχημα για την κήρυξη του πολέμου εναντίον της Ελλάδας: εξόπλισε και έστειλε σώμα ατάκτων να επιτεθεί σε τουρκικές θέσεις, πέρα από την ελληνοτουρκική μεθόριο.
Ο πόλεμος ήταν καταστροφικός για την Ελλάδα. Τα δεδομένα καθιστούσαν εκ των προτέρων αδύνατη τη στρατιωτική νίκη, αλλά ποιος τα υπολόγιζε αυτά στους μήνες της Ολυμπιακής έξαψης; Τότε είχε απομείνει ένας Σουρής να σατιρίζει: «Θα πάρουμε μια μέρα και την Πόλη με δρόμους και πηδήματα»...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.