Δεν είναι ότι μας στέρησαν αυτά τα παιδιά οι Αμερικανοί την ευκαιρία να πάρουμε για πάρτη μας τον τίτλο της «πιο εντυπωσιακής ομάδας» με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του Ολυμπιακού Τουρνουά. Πώς μπορούσαμε, αλλά μας κέρδισαν οι ΝBAers στα σημεία. Τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Και αναμενόμενα.
Πριν από το παιχνίδι με την Κίνα οι κακοήθεις μπορούσαν να πουν ότι η Εθνική έγινε έρμαιο στα χέρια των σοβαρών ομάδων (Ισπανία, ΗΠΑ) και το μόνο που κατάφερε ήταν να... σκοτώσει τα θηρία (Γερμανία και Ανγκόλα). Μετά τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο συμπεριφερθήκαμε στους οικοδεσπότες, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο όλων την εξαφάνιση του μεγάλου Γιάο Μινγκ από το παρκέ, το στόρι άλλαξε. Οχι από μόνο του. Πήραν τα παιδιά μας το μολύβι στα χέρια τους και έγραψαν τις νέες σημειώσεις. Πώς; Κατ' αρχάς, το πρώτο ημίχρονο με τους Κινέζους ήταν διαφήμιση των ικανοτήτων μας. Παίξαμε το «απόλυτο» μπάσκετ. Αρχής γενομένης από την -πιεστική στα όρια της ασφυξίας- άμυνα, εκτονώσαμε όλα τα ένστικτά μας, προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού. Και όταν οι... άλλοι έκοψαν τη διαφορά από τους 24 πόντους στους 10 π., όταν έγιναν προκλητικοί, εμείς με ολύμπια ψυχραιμία και παροιμιώδη συγκέντρωση τους βοηθήσαμε να εμπεδώσουν πως... δεν φτουρούν μπροστά μας. Το καλύτερο όλων, όμως, είναι άλλο. Βρήκαμε περισσότερο από ποτέ τα πατήματά μας, τους αυτοματισμούς μας και εν τέλει τον εαυτό μας. Ηταν το καλύτερο παιχνίδι μας. Το πιο «γεμάτο». Οπότε τα καλύτερα έρχονται! Σκέφτεστε πως υπήρχε κάποια καταλληλότερη στιγμή; Τώρα που μπήκαμε στους «8», τώρα που η χειρότερη θέση που θα τερματίσουμε είναι η πέμπτη (η κατάταξη από το 5 έως το 8 θα γίνει βάσει του τι συνέβη στη φάση των ομίλων), είμαστε από κάθε άποψη έτοιμοι να δείξουμε από τι υλικό είμαστε φτιαγμένοι. Και προς τα πού βαδίζουμε. Προς μετάλλιο ή προς την εσπευσμένη επιστροφή στην πατρίδα. Το βέβαιο είναι πως για να φτάσουμε στο βάθρο πρέπει να πατήσουμε πάνω από -τουλάχιστον- μια μεγάλη ομάδα. Εχουμε την εμπειρία και τις δυνατότητες να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις ενός νοκ άουτ παιχνιδιού. Εχουμε την ψυχολογία, ένα τεράστιο «θέλω» (το ολυμπιακό μετάλλιο που λείπει από τη συλλογή μας), όπως και ένα επιπλέον κίνητρο (τον αποκλεισμό που μας είχαν προσφέρει το 2004) για να πετάξουμε εκτός Αγώνων τους Αργεντινούς, καθ' οδόν προς το βάθρο.
Αναζητώντας τη μεγάλη εκδίκηση
11 Σεπτεμβρίου 2003, Σουηδία: η Εθνική μας ομάδα αντιμετωπίζει την Ιταλία και, έπειτα από ένα κάκιστο ποιοτικά παιχνίδι, γνωρίζει την ήττα και χάνει την ευκαιρία να διεκδικήσει μια θέση στο βάθρο του Ευρωμπάσκετ. Εν τέλει παίρνει την 5η θέση, αλλά η πορεία της κρίνεται αποτυχημένη, από τη στιγμή που βασικός στόχος ήταν ένα μετάλλιο.
Ο προπονητής εκείνης της ομάδας, ο Γιάννης Ιωαννίδης, αποφασίζει να πολιτευτεί και ανοίγει ο δρόμος για την επιστροφή του Παναγιώτη Γιαννάκη. Μπροστά ήταν η πρόκληση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και η προοπτική της κατάκτησης ενός μεταλλίου ήταν τεράστια και θελκτική. Στο πλαίσιο των αλλαγών στο αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, ο Γιαννάκης αρχίζει τη σταδιακή ανανέωση. Κατ' αρχάς, σε σχέση με το Ευρωμπάσκετ της Σουηδίας, περιλαμβάνει στη δωδεκάδα για το Ολυμπιακό τουρνουά τους Ζήση (21 ετών τότε) και Σπανούλη (22 ετών το 2004). Μάλιστα, για τον τελευταίο, η κριτική που είχε δεχθεί εκείνο τον καιρό ήταν ανελέητη? πολλοί του καταλόγιζαν ότι «πήρε τον Σπανούλη επειδή τον έχει παίκτη στο Μαρούσι». Τέσσερα χρόνια μετά, βέβαια (και πολύ νωρίτερα, θα λέγαμε), ο Γιαννάκης είναι δικαιωμένος όσο σε κανένα άλλο θέμα.
Μπαίνοντας στους Ολυμπιακούς Αγώνες, τα συναισθήματα από την πρώτη φάση των Αγώνων είναι ανάμεικτα. Οι νίκες με Πουέρτο Ρίκο, Αυστραλία και Ανγκόλα ήρθαν εύκολα και αναμενόμενα, με τους Αμερικανούς παλέψαμε, αλλά δεν μπορέσαμε. Εκεί όπου προέκυψε η ολική απογοήτευση ήταν στο ματς με τη Λιθουανία. Ενα παιχνίδι που εξελίχτηκε σε εφιάλτη, μια και από τα πρώτα κιόλας λεπτά οι αντίπαλοί μας είχαν πάρει διψήφια διαφορά. Το τελευταίο χρονικά ματς της πρώτης φάσης ήταν με το Πουέρτο Ρίκο. Το δίλημμα έμοιαζε μεγάλο: κερδίζουμε τους Πορτορικανούς και πέφτουμε στο χιαστί νοκ άουτ ματς των «8» με τους πανίσχυρους Αργεντινούς, οι οποίοι δύο χρόνια πριν, στην Ιντιανάπολη (Μουντομπάσκετ 2002), είχαν χάσει από ένα σφύριγμα το χρυσό στον τελικό με τους Σέρβους; Ή όχι; Ο Παναγιώτης Γιαννάκης και οι παίκτες του δεν σκέφτηκαν λεπτό τι θα επιλέξουν. Αλλωστε, ένα από τα δόγματα στα οποία από παίκτης κιόλας ο «δράκος» παρέμενε πιστός ήταν ότι «παίζουμε με τους καλύτερους για να γίνουμε καλύτεροι».
Οντως παίξαμε με τους Αργεντινούς και τα πάντα πήγαιναν εξαιρετικά στο πρώτο ημίχρονο, οπότε και ήμασταν μπροστά στο σκορ με 35-29. Το παιχνίδι όμως δεν είχε τελειώσει –και πώς θα μπορούσε, άλλωστε. Στην επανάληψη, το σκηνικό γύρισε τούμπα. Βασικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η αστοχία μας έξω από τη γραμμή των 6,25. Το «βάλε ένα τρίποντο να κερδίσουμε», που αναφερόταν στον Φραγκίσκο Αλβέρτη, ηχεί ακόμα στα αυτιά μας. Ο 34χρονος σήμερα παίκτης του Παναθηναϊκού βρέθηκε τότε σε μία από τις πιο άσχημες βραδιές του και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι, αν το 0/6 τρίποντα που είχε, ήταν τουλάχιστον 1/6, μάλλον θα είχαμε κερδίσει τους μετέπειτα «χρυσούς» Ολυμπιονίκες.
Η ήττα εκείνη μας πλήγωσε, αλλά παράλληλα μας δυνάμωσε για το μέλλον, όπως και αποδείχτηκε με το χρυσό, ένα χρόνο μετά, στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου, καθώς και με τη δεύτερη θέση στο Παγκόσμιο του 2006. Τέσσερα χρόνια μετά το κάζο από τους Αργεντινούς, τους ξαναβρίσκουμε μπροστά μας σε παρόμοιο παιχνίδι. Αύριο στις 17:15 η καρδιά του ελληνικού μπάσκετ θα χτυπάει στο «Wukesong» του Πεκίνου και ελπίζουμε αυτή τη φορά το χειλάκι μας να χαμογελάσει. Από την τελευταία φορά που αντιμετωπίσαμε τους «γκαούτσος», έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. To 2004 η Αργεντινή έμοιαζε με μια ομάδα που ήταν δύσκολο να κτυπηθεί. Πώς όχι άλλωστε, από τη στιγμή που είχε παίκτες πρώτης κλάσης, όπως ο Τζινόμπιλι, ο Ομπέρτο, ο Σκόλα, ο Νοτσιόνι και ο Ντελφίνο. Οι πέντε αυτοί παίκτες είναι και τώρα στο ρόστερ των αυριανών αντιπάλων μας, και μάλιστα σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Με την έννοια ότι είναι πιο έμπειροι και βελτιωμένοι και -το βασικότερο- έχουν μπαρουτοκαπνιστεί στο πολύ υψηλό επίπεδο του ΝΒΑ. Υπάρχει όμως και η αρνητική πλευρά της ιστορίας. Οτι δηλαδή αυτοί οι πέντε παικταράδες έχουν μείνει μόνοι τους να σηκώνουν το βαρύ φορτίο, με την πολύτιμη συνδρομή του ποιοτικού και σοβαρού αγωνιστικά Πάμπλο Πριτζιόνι. Βλέποντας το θέμα από μαθηματικής πλευράς, έξι είναι οι παίκτες πάνω στους οποίους μπορεί να στηριχθεί ο κόουτς Σέρτζιο Χερνάντεζ, διότι οι υπόλοιποι έξι που συμπληρώνουν το ρόστερ είναι για κλάματα. Ή κάπως έτσι. Το διαπιστώσαμε και χθες, στο αδιάφορο βαθμολογικά παιχνίδι με τη Ρωσία, αλλά είναι κάτι που ασπάζεται και ο Χερνάντεζ, με την έννοια ότι στα δύσκολα παιχνίδια, στα ματς που είναι στην κόντρα, χρησιμοποιεί 7, το πολύ 8, παίκτες. Τους υπόλοιπους δεν τους εμπιστεύεται. Το 2004 δεν υπήρχε αυτό. Ο τότε προπονητής, ο Ρούμπεν Μανιάνο, ένιωθε υπερήφανος βλέποντας τον πάγκο του. Εκεί έβρισκε τους έμπειρους Βολκοβίσκι (παρ' ότι ξεκινούσε στην πεντάδα, θεωρείτο μπακ απ), Μοντέκια και Σκονοκίνι, αφήστε που είχε δύο ποιοτικές πρωτοκλασάτες λύσεις παραπάνω και μιλάμε για τους Ουόλτερ Χέρμαν και Πέπε Σάντσεζ. Κάνοντας μια σύγκριση ανάμεσα στο τότε ρόστερ και το τωρινό, η διαφορά είναι σημαντική.
Κάπου εκεί κολλάει και η χθεσινή δήλωση του Νίκου Ζήση, σύμφωνα με την οποία «θα πιέσουμε τους Αργεντινούς, οι οποίοι έχουν κλασικό πλέι μέικερ μόνο τον Πριτζιόνι». Οντως έτσι είναι τα πράγματα, διότι δεν υπάρχει πλέον Μοντέκια ούτε Πέπε Σάντσεζ, παρά μόνο ο μάλλον ανεπαρκής Κιντέρος, που πέρυσι έπαιξε στην Α2 της Ισπανίας με τη Σαραγόσα. Ο Χερνάντεζ δεν τον εμπιστεύεται και τόσο και έτσι, όταν έχει πρόβλημα με φάουλ ή κουράζεται ο Πριτζιόνι, βάζει τον Τζινόμπιλι ή τον Ντελφίνο να κατεβάζουν την μπάλα.
Παρά ταύτα, οι Αργεντινοί δείχνουν να έχουν τον τρόπο να αντεπεξέλθουν ακόμη και με 6 ποιοτικούς παίκτες. Από τα πλέον θετικά γι’ αυτούς είναι ότι οι αστέρες τους, παρά τις τόσες διακρίσεις, παρά τα πολλά χρήματα που πήραν και παίρνουν, έχουν τρομερό πάθος και δίψα για ένα ακόμη μετάλλιο. Ισως επειδή ξέρουν ότι στην επόμενη διοργάνωση (Μουντομπάσκετ 2010) πιθανότατα δεν θα υπάρχει αυτή η ομάδα, μια και οι περισσότεροι είναι γύρω και πάνω από τα 30 και λογικά θα αποσυρθούν. Μάλιστα, οι Νοτιοαμερικανοί μοιάζουν να έχουν ζοφερό μέλλον, διότι από πίσω δεν υπάρχουν νεαροί και εξελίξιμοι παίκτες (αν υπήρχαν, θα βρίσκονταν και στη δωδεκάδα).
Η Εθνική μας, έχοντας να αντιμετωπίσει αυτό το στάτους των Αργεντινών, πάνω από όλα θα προσπαθήσει να «σκάσει» τον Πριτζιόνι: «Θα προσπαθήσουμε να τους χαλάσουμε το παιχνίδι», παραδέχθηκε ο Παναγιώτης Γιαννάκης, μιλώντας στην κρατική τηλεόραση, λίγη ώρα μετά το τέλος του ματς με την Κίνα. Ο «δράκος», πάντως, θα ήθελε πάνω απ’ όλα να δει στον κρισιμότατο αυριανό αγώνα, που οδηγεί στα ημιτελικά, την εικόνα που δείξαμε στο πρώτο ημίχρονο του χθεσινού ματς. Δεν το συζητάμε: άλλο Κίνα κι άλλο Αργεντινή. Η ουσία όμως είναι ότι στο πρώτο εικοσάλεπτο με τους Ασιάτες εμφανίσαμε –για πρώτη φορά ίσως στο Ολυμπιακό τουρνουά– τόσο καλό πρόσωπο. Τα λάθη αποφεύχθηκαν, η κυκλοφορία της μπάλας ήταν άψογη, η άμυνα υποδειγματική, τα σουτ στον χρόνο που πρέπει να γίνονται.
Η Εθνική μας κάτι χρωστάει στους Αργεντινούς και πρέπει να το εξοφλήσει αύριο. Η καλώς εννοούμενη εκδίκηση είναι κάτι που θα το επιζητήσουν λυσσαλέα ο Γιαννάκης και οι παίκτες του. Με την απαραίτητη υπενθύμιση ότι οι «γκαούτσος», αν και λίγοι τον αριθμό, είναι σούπερ, ας ελπίσουμε αύριο το απόγευμα να πανηγυρίσουμε την πρόκριση. Οσο για τις ΗΠΑ (λογικά αντίπαλος του ζευγαριού μας στον ημιτελικό), μπορούν να περιμένουν. Βήμα βήμα, αν και η αλήθεια βέβαια είναι ότι αυτή η αμερικανική ομάδα δεν παίζεται. Μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.