Γράφει ο Χριστόφορος Ψηλός
Η σύγκρουση στον Καύκασο ξάφνιασε τη διεθνή κοινότητα. Ρωσία και Γεωργία έχουν μεγάλο ιστορικό αντιπαλότητας, ωστόσο τελευταία υπήρχαν ενδείξεις στο διπλωματικό πεδίο ότι οι δύο παλιοί εχθροί ήταν κοντά σε μια συμφωνία για τη Νότια Οσετία. Η Νότια Οσετία και η Αμπχαζία αποτελούν αυτόνομες περιοχές, που τυπικά ανήκουν στη Γεωργία, ουσιαστικά όμως αυτοδιοικούνται. Στις δύο αυτές επαρχίες εδρεύουν ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις (κατάλοιπα των συγκρούσεων της δεκαετίας του '90). Στη Νότια Οσετία και στην Αμπχαζία η ρωσική πολιτική επιρροή είναι ισχυρή. Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού των δύο αυτόνομων περιοχών διαθέτει ρωσικά διαβατήρια και αισθάνεται πιο κοντά στη Ρωσία απ' ό,τι στη Γεωργία.
Το τελευταίο διάστημα φαινόταν ότι Ρωσία και Γεωργία είχαν επεξεργαστεί ένα πολιτικο-διπλωματικό σχέδιο διευθέτησης των πολιτικών διαφορών τους στην περιοχή. Σύμφωνα με αυτό, η Γεωργία δεσμευόταν να σταματήσει να παρέχει υλική και στρατιωτική βοήθεια σε ένοπλες ομάδες από το Νταγκεστάν και στους Τσετσένους αυτονομιστές που πολεμούν τα ρωσικά στρατεύματα. Από την πλευρά της η Ρωσία αναλάμβανε την υποχρέωση να αποσυρθεί σταδιακά από τη Νότια Οσετία, η οποία θα ενσωματωνόταν σταδιακά στη Γεωργία. Το σχέδιο αυτό, όπως πολλές φορές συμβαίνει στη διπλωματία -αλλά και στη ζωή-, έμεινε στα χαρτιά και στο μυαλό των εμπνευστών του.
Η κρίση
Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Στις 8 Αυγούστου, ημέρα έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, γεωργιανές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Νότια Οσετία και κατέλαβαν την πρωτεύουσα Τσινβάλι. Σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ και τις τοπικές αναφορές, περισσότεροι από 1.600 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 30.000 εγκατέλειψαν τα σπίτια τους ως αποτέλεσμα της γεωργιανής στρατιωτικής επιχείρησης. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και 15 Ρώσοι στρατιωτικοί, μέλη της ειρηνευτικής δύναμης που εδρεύει στην περιοχή. Η απάντηση της Μόσχας ήταν άμεση. Μία ρωσική αερομεταφερόμενη ταξιαρχία σε συνεργασία με χερσαίες δυνάμεις και τεθωρακισμένες μονάδες εισχώρησαν στη Νότια Οσετία και σε διάστημα λίγων ημερών είχαν εξουδετερώσει τις γεωργιανές δυνάμεις. Στη συνέχεια τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στη δυτική και βόρεια Γεωργία και κατέλαβαν ορισμένα περιφερειακά κέντρα όπως η πόλη Γκόρι. Παράλληλα, ο ρωσικός στόλος της Μαύρης Θάλασσας επέβαλε ναυτικό αποκλεισμό στη Γεωργία. Με τη μεσολάβηση της Γαλλίας, η οποία ασκεί την προεδρία στην Ε.Ε., και την ισχυρή διπλωματική παρέμβαση των ΗΠΑ, Ρωσία και Γεωργία έχουν ήδη αποδεχτεί ένα ειρηνευτικό σχέδιο. Το διεθνές ειρηνευτικό σχέδιο προβλέπει: άμεση εκεχειρία, αναδίπλωση των γεωργιανών και ρωσικών δυνάμεων στις θέσεις που κατείχαν πριν από τη σύγκρουση, δημιουργία ενός ασφαλούς διαδρόμου για τη διοχέτευση ανθρωπιστικής βοήθειας στις εμπόλεμες περιοχές και, κυρίως, επαναδιαπραγμάτευση του καθεστώτος των επαρχιών της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας.
Τα αίτια της σύγκρουσης και οι στόχοι της Γεωργίας
Το καίριο ερώτημα είναι τι ώθησε την πολιτική ηγεσία της Γεωργίας -και ειδικά τον πρόεδρό της, Μιχαήλ Σαακασβίλι- να εισβάλει στη Νότια Οσετία και να προκαλέσει μια σύγκρουση με τη Ρωσία. Για να κατανοήσουμε, σε κάποιο βαθμό, τα αίτια της σύγκρουσης θα πρέπει να αναλύσουμε την πολιτική στρατηγική της Γεωργίας στην περιοχή και τη σχέση της με τη Δύση, ειδικότερα τις ΗΠΑ.
Βασική πολιτική επιδίωξη της Γεωργίας είναι η ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Για να ενταχθεί η Γεωργία, όπως και κάθε χώρα, στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, θα πρέπει να μην αντιμετωπίζει μειονοτικά ή εθνοτικά προβλήματα στο εσωτερικό της. Το κριτήριο αυτό δεν το πληρούσε η Γεωργία, η οποία έχει ανοικτά τα ζητήματα της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας. Η πολιτική ηγεσία της Γεωργίας και ειδικά ο πρόεδρός της Σαακασβίλι θεώρησαν ότι μια «χειρουργική» στρατιωτική επέμβαση στη Νότια Οσετία θα ανάγκαζε τον τοπικό φιλορωσικό πληθυσμό να απομακρυνθεί και θα εδραίωνε την κυριαρχία της Γεωργίας στην αυτόνομη επαρχία. Στη συνέχεια το ίδιο μοντέλο δράσης -ή, εναλλακτικά, μια συμφωνημένη διευθέτηση με τη Μόσχα- θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην Αμπχαζία. Η επιτυχημένη ολοκλήρωση αυτού του σχεδιασμού, θεωρούσε η γεωργιανή πολιτική ελίτ, θα απομάκρυνε το τελευταίο εσωτερικό εμπόδιο για την είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Ο πρόεδρος της Γεωργίας, Μιχαήλ Σαακασβίλι, πίστευε ότι η Αμερική θα υποστήριζε πολιτικο-διπλωματικά το στρατιωτικό και γεωπολιτικό εγχείρημά του στη Νότια Οσετία (παρ' ότι οι ΗΠΑ είχαν συμβουλέψει τη Γεωργία να απέχει από μονομερείς στρατιωτικές ενέργειες στις αυτόνομες περιοχές) και ότι η νέα ρωσική ηγεσία θα δίσταζε να παρέμβει με στρατιωτικά μέσα στη Νότια Οσετία, διότι δεν θα ήθελε να θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, προστατευόμενο κράτος της οποίας είναι η Γεωργία. Και στις δύο παραδοχές του ο Σαακασβίλι έκανε λάθος.
Αυτή τη στιγμή ρωσικά στρατεύματα κατέχουν το ένα τρίτο της Γεωργίας, περιλαμβανομένων των δύο αυτόνομων επαρχιών. Μόνο μερικές δεκάδες χιλιόμετρα χωρίζουν τις ρωσικές τεθωρακισμένες δυνάμεις από τη γεωργιανή πρωτεύουσα Τιφλίδα. Στο διάστημα των εχθροπραξιών η ρωσική πολεμική μηχανή επέφερε πολύ σημαντικά πλήγματα στη στρατιωτική υποδομή της Γεωργίας. Η σύγκρουση στον Καύκασο, εκτός από τις άμεσες συνέπειες σε ανθρώπινες ζωές και υλικές καταστροφές, αναμένεται να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην αναπτυσσόμενη γεωργιανή οικονομία. Η κρίση θα αποθαρρύνει διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και ιδιώτες να επενδύσουν κεφάλαια στη χώρα ακόμα και σε προνομιακούς τομείς της γεωργιανής οικονομίας όπως η ενέργεια (πετρέλαιο, φυσικό αέριο).
Επιπτώσεις στις σχέσεις ΗΠΑ - Ρωσίας
Η πιο σημαντική πολιτικο-διπλωματική πτυχή της γεωργιανής κρίσης αφορά τις σχέσεις Μόσχας - Ουάσινγκτον. Με τη δυναμική επέμβασή της στην περιοχή η Ρωσία επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά ότι παραμένει η κυρίαρχη πολιτική και στρατιωτική δύναμη στον Καύκασο. Αυτό σημαίνει, πέρα από τις προφανείς γεωπολιτικές και στρατηγικές παραμέτρους, ότι ελέγχει σε πολύ μεγάλο βαθμό μία από τις κυριότερες ενεργειακές δεξαμενές του πλανήτη: την Κασπία Θάλασσα, τον Καύκασο και τους ενεργειακούς δρόμους που μεταφέρουν, μέσω αγωγών και πλοίων, πετρέλαιο και φυσικό αέριο από την Κεντρική Ασία στις ενεργοβόρες αγορές της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Η ρωσική στρατιωτική επέμβαση στον Καύκασο «υπενθύμισε» στο ΝΑΤΟ, και ειδικά στις ΗΠΑ, ότι η Ρωσία είναι ένας από τους ισχυρότερους παίκτες στην παγκόσμια σκηνή. Είναι αλήθεια ότι η επιθετική ρητορική των αξιωματούχων της Ρωσίας και των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της κρίσης θύμισε τις θερμές μέρες του Ψυχρού Πολέμου. Οι ΗΠΑ ζήτησαν τον σεβασμό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Γεωργίας και την άμεση απομάκρυνση των ρωσικών στρατευμάτων από το γεωργιανό έδαφος. Ταυτόχρονα η νεοσυντηρητική αμερικανική ηγεσία υπέγραφε συμφωνία με την Πολωνία για την εγκαθίδρυση στο έδαφος της τελευταίας ενός ανιπυραυλικού συστήματος, το οποίο στοχεύει στο να αναχαιτίσει ενδεχόμενη πυραυλική επίθεση στην Ευρώπη από το Ιράν, σύμφωνα με τους Αμερικανούς. Το Κρεμλίνο υποστηρίζει, όχι άδικα, ότι το αμερικανικό αντιπυραυλικό σύστημα έχει στόχο τη Ρωσική Ομοσπονδία και τις ένοπλες δυνάμεις της. Η Μόσχα, μάλιστα, δεν δίστασε να απειλήσει την Πολωνία και την Τσεχία ότι εάν προχωρήσουν στην εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων στο έδαφός τους, θα αποτελέσουν στόχο της ρωσικής πολεμικής μηχανής. Βρισκόμαστε άραγε στις αρχές ενός δεύτερου Ψυχρού Πολέμου;
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.