Oταν ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς πήρε στα χέρια του ένα τσούρμο ατάλαντων και τους μετέτρεψε σε φονικό άρμα μάχης –την πρωταθλήτρια Ευρώπης του 1993, Λιμόζ– βιαστήκαμε να τον πασαλείψουμε με πίσσα και πούπουλα. «Είναι ο καταστροφέας του μπάσκετ», είπαμε και γράψαμε.
Αμ δε! Ο «Μπόζα» έδειχνε τον δρόμο προς το μέλλον. Οποτε του έδωσαν παιχταράδες πρώτης γραμμής, έφτιαξε ομάδες που χαιρόσουν να τις βλέπεις. Με τα κλούβια γαλλικά αυγά του '93 μαγείρεψε το πιο χορταστικό γεύμα που περνούσε από τα χέρια του. Και τάισε τα πλήθη. Με πέντε άρτους και δύο ψάρια.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο Μάλκοβιτς έχει πια δικαιωθεί. Ούτε σε μένα άρεσε το θέαμα που (δεν) παρουσίαζε η Λιμόζ του 1993. Εν έτει 2008, όμως, οι αγαπημένες μου ομάδες είναι εκείνες που αντλούν τη δύναμή τους από την άμυνα-μέγγενη και πνίγουν τον αντίπαλό τους σε μια κουταλιά ιδρώτα. Αυτές που βγαίνουν πρώτες σε κλεψίματα, ασίστ, τάπες, αιφνιδιασμούς, «ποσοστό ευστοχίας αντιπάλου».
Βέβαια το μπάσκετ του 21ου αιώνα δεν είναι ίδιο με εκείνο των αρχών της δεκαετίας του '90. Κανένας δεν μπορεί να φτάσει πολύ ψηλά... με κατενάτσιο. Οταν όμως η προσήλωση στην άμυνα συνδυάζεται με ποιοτικό υλικό, πηγαίο ταλέντο, ταχύτητα, οίστρο και αθλητικά προσόντα φέρνει όχι μόνο αποτελέσματα, αλλά και υπερθέαμα.
Σε ποιον δεν άρεσε η τρομερή Εθνική Εφήβων που σάρωσε τους πάντες στο μικρό Ευρωμπάσκετ; Σε ποιον δεν άρεσε η σπουδαία Εθνική Ανδρών του Μουντομπάσκετ 2006; Αφιονισμένα αρπακτικά ξεχύνονταν στο ανοιχτό γήπεδο, ορμούσαν δύο δύο και τρία τρία στο ανυποψίαστο θύμα τους, του έμπηγαν στο κορμί νύχια γαμψά και απομακρύνονταν με τη λεία τους, αφήνοντας πίσω αίμα και άμμο.
Συγχωρήστε με για τις α λα «National Geographic» εικόνες, αλλά αυτό ακριβώς μου ερχόταν στο μυαλό όποτε έβλεπα τους θαυματουργούς 18χρονους σε δράση: ένα κοπάδι από ύαινες. Οι αντίπαλοί τους ένιωθαν τυχεροί όταν έφθαναν στη σέντρα χωρίς πληγές και ευγνωμονούσαν τους θεούς, όποτε κατόρθωναν να επιχειρήσουν ένα σουτ δίχως πίεση. Οταν πετύχαιναν καλάθι, το πανηγύριζαν με αναστεναγμούς ανακούφισης.
Η ελληνική ομάδα δέχθηκε γύρω στους 60 πόντους στα προηγούμενα κρίσιμα παιχνίδια της, ακριβώς 50 στον τελικό. Το έμφυτο ταλέντο παικτών, όπως ο Παππάς, ο Παπανικολάου, ο Σλούκας, ο Σαρικόπουλος, ο Μάντζαρης, ο Κασελάκης, ο Γιάνκοβιτς πριν τραυματιστεί, αποτελούσε εγγύηση επιτυχίας στην άλλη άκρη του γηπέδου. Δεν υπήρχε περίπτωση να εγκλωβιστεί αυτή η ομάδα στους 49 πόντους. Ακόμα και μέσα από το ακραίο άγχος του μεγάλου τελικού βρήκε τρόπο να πετύχει όσους χρειαζόταν για να νικήσει χωρίς να ακροβατήσει σε τεντωμένο σχοινί.
Το δόγμα Μάλκοβιτς βρήκε στην Ελλάδα τη σύγχρονη εκδοχή του. Η κληρονομιά παικτών όπως ο Δημήτρης Διαμαντίδης, αλλά και προπονητών, όπως ο Παναγιώτης Γιαννάκης, βρήκε τους άξιους συνεχιστές της.
Παρακολουθώντας αυτή την ομάδα, αισθανόμουν βέβαιος ότι θα ξαναδούμε τους παίκτες της στο μέλλον, σε μια Εθνική Ανδρών κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν της σημερινής. Αυτό το πίστεψα και με την Εφήβων του 2002 (Βασιλόπουλος, Σχορτσανίτης, Βασιλειάδης, Περπέρογλου, Μαυροκεφαλίδης, Βουγιούκας, Ξανθόπουλος), αλλά και με την πρωταθλήτρια κόσμου του 1995 (Ρεντζιάς, Παπανικολάου, Κακιούζης, Καράγκουτης, Χατζής, Καλαϊτζής, Σούλης). Αμφότερες μεταλαμπάδευσαν το ταλέντο τους στη μεγάλη Εθνική. Τότε, όμως, πρότυπο δεν ήταν ο Διαμαντίδης, αλλά ο Γκάλης. Ο Μάλκοβιτς θα καταλάβαινε αμέσως τη διαφορά.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.