Aβολα θα ένιωσαν, μάλλον, όσοι «Γερμανάρες» -κατά το «Ελληνάρες»- πιστεύουν ότι στο ποδόσφαιρο αναμετρούνται φυλετικά γονίδια κι όχι ατομικές κι ομαδικές ικανότητες: σκόρερ της γερμανικής εθνικής ομάδας στον αγώνα εναντίον της Πολωνίας ο πολωνικής καταγωγής Ποντόλσκι. Η απροθυμία του παίκτη να πανηγυρίσει ίσως υποδήλωνε κάποια αμηχανία. Η αμηχανία των «καθαρόαιμων», όμως, λογικά θα ήταν πολλαπλάσια.
Τι να πεις τώρα, ανώνυμε... καθαρόαιμε; «Δεν θα γίνεις Γερμανός ποτέ, Πολωνέ, Πολωνέ»; Μα ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής που θέλησε να αποκτήσει τη γερμανική υπηκοότητα, όχι μόνο το έπραξε στο τυπικό πεδίο, αλλά επιπροσθέτως «ξελάσπωσε» τη γερμανική εθνική ομάδα. Διευκρινίζουμε: αυτός που θέλησε να γίνει Γερμανός. Διότι το να χλευάζεις γενικώς και αορίστως έναν Πολωνό, Αφρικανό ή Αλβανό μετανάστη -εσύ ο υπερόπτης γηγενής Γερμανός, Γάλλος ή Ελληνας- λέγοντάς του ότι δεν θα «κατακτήσει» ποτέ τη δική σου απροσδιόριστα καθαγιασμένη ιδιότητα, είναι σαν να κοροϊδεύεις κάποιον γείτονα πως έχει βάψει το σπίτι του με διαφορετικό χρώμα από εκείνο του δικού σου. Χλεύη εξ ορισμού ανόητη, εφόσον ουδείς σε βεβαιώνει ότι ο άνθρωπος ζηλεύει το χρώμα του δικού σου τοίχου.
Στις πλείστες των περιπτώσεων, βεβαίως, η ειρωνεία του τύπου «δεν θα γίνεις σαν κι εμένα ποτέ» κατά βάθος παραπέμπει στο βιοτικό επίπεδο. Στις συνθήκες ζωής. Το να διακρίνει τέτοια χαιρέκακη αλαζονεία κάποιο τμήμα, ας πούμε, της γερμανικής κοινωνίας φαντάζει, όχι ασφαλώς δικαιολογημένο, αλλά επαρκώς εξηγήσιμο και ιστορικά «συνεπές». Καταντά, όμως, κωμικοτραγικό να συμπεριφέρεται σαν μοχθηρός νεόπλουτος ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, του οποίου οι πατέρες και οι παππούδες μεράκλωναν με τα τραγούδια του Καζαντζίδη για τις «φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές» ή έπλεναν στην Αστόρια στοίβες πιάτων, που το συνολικό ύψος τους έφθανε εκείνο του «Empire State Building».
Ας επιστρέψουμε, όμως, στους «Γερμανάρες». Τι θα μπορούσε, λοιπόν, να τους απαλλάξει από την αμηχανία που τους «κέρασε» ο Ποντόλσκι; Α, διέξοδοι υπάρχουν. Η πλέον «σοφιστικέ» είναι να σκεφθείς ότι διαθέτει ξεχωριστές -σχεδόν μεταφυσικές- ιδιότητες η ένδοξη σημαία της χώρας που υπερέχει των άλλων, μόνο και μόνο επειδή εσύ γεννήθηκες στο έδαφός της: κάνει και τους «παρακατιανούς» ικανούς. Η απλούστερη είναι να πνίξεις τους όποιους προβληματισμούς σου σε ποταμούς μπίρας, πίνοντας στην υγεία των ακροδεξιών ομοεθνών σου που κραύγαζαν ναζιστικά συνθήματα όταν έβλεπαν Πολωνούς. Κάπως έτσι επιτυγχάνεται ισορροπία: «Δικός μας ο Ποντόλσκι, δικό μας και το δικαίωμα να σας θεωρούμε υποδεέστερους».
Μια φορά κι έναν καιρό σε ορισμένα μήκη και πλάτη της Γης αυτό που σήμερα βραχυκυκλώνει μεμονωμένους εθνικιστές ήταν αδύνατο σημείο κοτζάμ κρατικής προπαγάνδας. Το καθεστώς Μουσολίνι είχε μετατρέψει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 σε ύψιστη εθνική-ιδεολογική υπόθεση: έπρεπε πάση θυσία να αποδειχθεί η ιταλική φυλετική ανωτερότητα. Στον τελικό η «σκουάντρα ατζούρα» νίκησε τους Τσεχοσλοβάκους. Δύο παίκτες συνέβαλαν καθοριστικά στη νίκη -ο ένας σκόραρε, ο άλλος έβγαλε ασίστ που κατέληξε σε γκολ. Ο Ορσι και ο Γκουαΐτα. Αμφότεροι Αργεντινοί, που μόλις είχαν αποκτήσει την ιταλική ιθαγένεια. Προφανώς με το που τους δέχθηκε η Ρώμη έγιναν ρωμαλέα τα γονίδιά τους.
ΥΓ.: Μερικοί πιστεύουν ότι οι «εθνικές» μεταγραφές στον αθλητισμό είναι φαινόμενο της σύγχρονης εποχής. Μέγα λάθος. Το φαινόμενο ανθούσε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της αρχαιότητας -με την υποσημείωση ότι οι πόλεις εκπροσωπούσαν αυτοτελείς κρατικές οντότητες. Ενας Κροτωνιάτης Ολυμπιονίκης του 488 π.Χ., ονόματι Αστυλος, το 484 π.Χ. αγωνίστηκε «με τα χρώματα» (όπως θα λέγαμε σήμερα) τον Συρακουσών, των οποίων ο τύραννος, ο Ιέρων, του έταξε μπόλικο χρήμα. Κάπως έτσι κι ο Κρητικός Σωτάδης «έγινε» Εφέσιος. Και πολλοί ακόμα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.