Πριν από το προχθεσινό παιχνίδι ανάμεσα στην Ολλανδία και την Ιταλία, όσο κι αν η σύγκριση έμοιαζε πολύ πιασάρικη, οι περισσότεροι πίστευαν ότι δεν θα ήταν παιχνίδι προπονητών, οι οποίοι, μάλιστα, συνυπήρξαν ως ποδοσφαιριστές σε μία από τις καλύτερες ομάδες της τελευταίας 20ετίας. Της Μίλαν του Αρίγκο Σάκι. Ο Ντονατόνι έχει μεγαλύτερη εμπειρία ως προπονητής από τον Φαν Μπάστεν, ο οποίος έχει προπονητική εμπειρία μόνο από τον πάγκο της εθνικής. Κι όμως, στο προχθεσινό παιχνίδι, ο Φαν Μπάστεν σε επίπεδο τακτικής επικράτησε κατά κράτος.
Βέβαια, σε αυτό βοήθησαν και το υλικό που έχει στα χέρια του και η παράδοση του ολλανδικού ποδοσφαίρου. Ενός ποδοσφαίρου καθαρά επιθετικού ή, για να γράψω καλύτερα, ενός ποδοσφαίρου δημιουργικού. Οπως είναι και η φύση των Ολλανδών, που τους βοήθησε να γίνουν πολύ καλοί έμποροι και να αλλάξουν το πρόσωπο της ίδιας τους της χώρας με τα φράγματα. Το ολλανδικό ποδόσφαιρο, σε επίπεδο εθνικής ομάδας τουλάχιστον, ακόμα και στις χειρότερές του στιγμές δεν ήταν ποτέ ένα ποδόσφαιρο αμυντικό. Ηταν ενάντια στη φύση των Ολλανδών το καταστροφικό ποδόσφαιρο. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν έχουμε να κάνουμε με μία ποδοσφαιρική σχολή που έφερε στον κόσμο το total football, το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο. Αν υπάρχει ένα πράγμα που αναγνωρίζω στον Φαν Μπάστεν, είναι ότι δεν έχει στεγανά στην προπονητική του αντίληψη. Χρησιμοποίησε τον Κάουτ σε μία θέση στην οποία τον χρησιμοποιεί ο Μπενίτεθ στη Λίβερπουλ. Και το έκανε, προφανώς επειδή εξυπηρετούσε το αγωνιστικό του σύστημα. Οι τακτικές επιλογές του Φαν Μπάστεν, όπως έδειξε ο τρόπος που αγωνίστηκε η Ολλανδία και στα προκριματικά, είναι δύο.
Το παραδοσιακό 4-3-3 των Ολλανδών –σύστημα με το οποίο μεγάλωσε ο Φαν Μπάστεν, ως γνήσιο παιδί του Αγιαξ– και το 4-2-3-1, στο οποίο ο Γιονκ είναι κλειδί.
Ομως, το ξαναγράφω. Εξω από συστήματα είναι η ποιότητα των Ολλανδών ποδοσφαιριστών που κάνει τη διαφορά. Είτε με μακρινές είτε με κοντινές πάσες, είτε παίζοντας γρήγορα είτε αργά, οι Ολλανδοί μπορούσαν προχθές να ελέγχουν απολύτως τον ρυθμό.
Και φαντάζομαι πως αυτό θα κάνουν σε όλα τα παιχνίδια. Η εντυπωσιακή τους απόδοση προχθές αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αξία επειδή απέναντί τους δεν βρισκόταν κάποια αδύναμη ομάδα, αλλά η παγκόσμια πρωταθλήτρια Ιταλία.
Νομίζω ότι η επιθετική δύναμη της ομάδας του Φαν Μπάστεν βασίζεται πολύ σε μία τετράδα ποδοσφαιριστών, τους Σνέιντερ, Φαν ντερ Φάαρτ, Φαν Πέρσι και Ρόμπεν, οι οποίοι μπορούν θαυμάσια να συνεργαστούν με τον Νιστελρόι και, όπως έδειξε το προχθεσινό παιχνίδι, δεν χρειάζεται να παίξουν όλοι μαζί στην αρχική 11άδα.
Αν η Ολλανδία επαναλάβει την προχθεσινή της απόδοση, είναι σίγουρο ότι γίνεται το μεγάλο φαβορί και ο Φαν Μπάστεν μπορεί να γίνει ο πρώτος που θα έχει πάρει το Euro ως παίκτης και ως προπονητής. Αναμφισβήτητα το προχθεσινό παιχνίδι ήταν ένα από τα καλύτερα σε επίπεδο εθνικών ομάδων που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Και όλοι ευχόμαστε να επαναληφθεί. Πάντως, θα πρέπει να αναγνωρίσει κάποιος το γεγονός ότι η Ιταλία δεν ήταν ομάδα που έπαιξε καταστροφικό ποδόσφαιρο, άλλωστε δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς.
Μόνο που δεν έχει τις δυνατότητες που θα ήθελαν οι φίλοι της. Το έγραψα και πριν από το τουρνουά, ότι πέρα από τις μεγάλες αγωνιστικές της ελλείψεις των Νέστα, Καναβάρο και Τότι, έχει έλλειμμα στον πάγκο, όταν συγκρίνει κάποιος τον Λίπι με τον Ντονατόνι. Κι αυτό το έλλειμμα δεν αναπληρώνεται με τίποτα.
Ο Αρσέν ξέρει καλύτερα...
Η επικαιρότητα του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου, όπως είναι φυσικό, επικαλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης αθλητικής ειδησεογραφίας. Ενα πολύ ενδιαφέρον γεγονός, ποδοσφαιρικού ενδιαφέροντος, που είχε όλα τα φόντα να εξελιχθεί σε σίριαλ στην Αγγλία τελειώνει με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που πίστευαν πολλοί. Μιλάω για τη μεταγραφή του 17χρονου χαφ της Κάρντιφ, του Ααρόν Ράμσεϊ, που ζει το όνειρο του κάθε πιτσιρικά που παίζει ποδόσφαιρο και όχι μόνο στην Αγγλία.
Να τον θέλουν τρεις από τις κορυφαίες ομάδες της Πρέμιερσιπ. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Αρσεναλ και η Εβερτον. Και οι τρεις ομάδες προσφέρουν το ίδιο ποσό, γύρω στα 6,5 εκατομμύρια ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτό το συμβόλαιο και οι διάφορες παροχές στον νεαρό και την οικογένειά του. Ο νεαρός έχει ήδη αποφασίσει αλλά φαίνεται ότι η Μάντσεστερ θα κάνει μία ακόμα τελευταία προσπάθεια για να τον κερδίσει, μια και ο νεαρός Ουαλός έχει επιλέξει την Αρσεναλ, παρά το γεγονός ότι όλοι γύρω του τον συμβούλευαν να πάει στη Μάντσεστερ. Η Γιουνάιτεντ, εκτός από τα χρήματα στην Κάρντιφ, υποσχέθηκε στους Ουαλούς ότι θα τους τον αφήσει δανεικό για έναν ακόμα χρόνο, μέχρι να φτάσει στα 18 του. Ο Ράμσεϊ, φυσικά, δεν συζητάει τέτοια πιθανότητα. Η δική του επιλογή είναι η Αρσεναλ και ο Αρσέν Βενγκέρ, επειδή πιστεύει ότι με την καθοδήγηση του Αλσατού μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά ως ποδοσφαιριστής και εκτιμά ότι θα έχει περισσότερες ευκαιρίες στους «κανονιέρηδες» απ' όσες στη Μάντσεστερ.
Ομως, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ιστορίας έχει να κάνει με τη στάση των γονιών του. Επισκέφθηκαν μαζί με τον γιο τους το αρχηγείο της Γιουνάιτεντ στο Κάρινγκτον, όπου συζήτησαν με τον διευθυντή του συλλόγου τις λεπτομέρειες της μεταγραφής.
Οι γονείς του μικρού ήθελαν να συναντηθούν και με τον Φέργκιουσον, διότι γι’ αυτούς η καθοδήγηση του προπονητή και ο τρόπος που θα έχει τα μάτια του στην εξωγηπεδική ζωή του παιδιού τους είναι σημαντικά. Τον σερ Αλεξ δεν τον είδαν επειδή έλειπε διακοπές, γεγονός που συνέβη και με τον Βενγκέρ, όταν ο μικρός με τους δικούς του επισκέφθηκε την Αρσεναλ. Ομως, όταν ο Αλσατός έμαθε ότι οι γονείς του μικρού ήθελαν να τον συναντήσουν, έπεισε τους ανθρώπους της Αρσεναλ να νοικιάσουν ένα τζετ και να τους στείλουν στην Ελβετία, όπου παραθερίζει.
Οι γονείς του μικρού, όπως και ο Ράμσεϊ, μίλησαν με τον Βενγκέρ και όταν επέστρεψαν στην Αγγλία, ο 17χρονος Ουαλός δεν έκρυψε την προτίμησή του στην Αρσεναλ, όπως και οι γονείς του φυσικά. Διότι ο Αρσέν, όπως λένε, ξέρει καλύτερα.
Η «διεθνής συγκυρία»
Ενα από τα πιο διασκεδαστικά επιχειρήματα της κυβέρνησης και των βουλευτών της Ν.Δ. στις όποιες συζητήσεις γίνονται για την ακρίβεια είναι η επίκληση της αρνητικής διεθνούς συγκυρίας στην οικονομία. Μια συγκυρία που ορίζουν η διαρκής άνοδος των τιμών πετρελαίου –τις οποίες πληρώνουμε με υπερτιμημένο ευρώ έναντι του δολαρίου– και η άνοδος της τιμής των τροφίμων, που σ' ένα μεγάλο βαθμό οφείλεται στη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Φυσικά, η συγκυρία αυτή οπωσδήποτε παίζει ρόλο στην ακρίβεια και την άνοδο των τιμών, αλλά παράλληλα αποτελεί και ένα άλλοθι, πίσω από το οποίο η κυβέρνηση κρύβει την ανικανότητά της και την έλλειψη βούλησης να ελεγχθούν η κερδοσκοπία και η λειτουργία των καρτέλ. Η ακρίβεια, ακόμα κι αν οι τιμές του πετρελαίου υποχωρήσουν, δεν θα περιοριστεί. Πρώτον, γιατί οι όποιες αυξήσεις στα εισοδήματα είναι μικρότερες από τον πληθωρισμό και τις αυξήσεις των τιμών. Δεύτερον, γιατί η διαρκής συρρίκνωση του τομέα των δωρεάν παρεχόμενων δημόσιων αγαθών ανεβάζει δραματικά το κόστος ζωής. Και τρίτον, γιατί ο ενδεής, ο εξαθλιωμένος και ο χρεωμένος ελέγχονται πολύ καλύτερα και λειτουργούν ως νομιμοποιητική δύναμη –μέσω των εκλογών– στα σχέδια μιας αποκρουστικής ολιγαρχίας.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.