Η επικαιρότητα του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και η λήξη των πρωταθλημάτων έχουν φέρει στην επιφάνεια του ενδιαφέροντος τις εθνικές ομάδες. Οι σύλλογοι, οι οποίοι αυτή την περίοδο ανανεώνουν ρόστερ και αλλάζουν προπονητές, είναι λογικό να περνούν στη δεύτερη γραμμή από πλευράς επικαιρότητας, εκτός κι αν κάποια μεταγραφή προκαλέσει μεγάλο θόρυβο. Παρατηρώντας τον χάρτη των ισχυρών συλλόγων, εύκολα διακρίνει κάποιος εκείνους που είναι σε φάση ανάπτυξης ή βρίσκονται σε σταθερή πορεία από εκείνους που βρίσκονται σε πτώση. Και επειδή οι άσχημες ιστορίες πουλάνε περισσότερο, η ελεύθερη πτώση της Μπαρτσελόνα τα τελευταία δύο χρόνια είναι μια ιστορία με ενδιαφέρον.
Υπάρχει μία περίεργη ισορροπία ανάμεσα στους δύο μεγάλους της Ισπανίας. Σπάνια είναι και οι δύο σε καλή κατάσταση. Οταν ο ένας είναι στα πάνω του, ο άλλος έχει προβλήματα. Σαν να πρόκειται για ένα είδος ποδοσφαιρικού Γιν και Γιαν. Η Ρεάλ πήρε το δεύτερο συνεχές πρωτάθλημα και έχει βάλει πλώρη για το τρίτο, τη στιγμή που η Μπάρτσα έχει καταλάβει ότι πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή. Στα πέντε χρόνια της παρουσίας του Ράικαρντ στον πάγκο τους, οι Καταλανοί έπαιξαν σπουδαίο ποδόσφαιρο.
Ειδικά εκεί στις αρχές του 2006, πρέπει να έπαιζαν το καλύτερο ποδόσφαιρο στον κόσμο και από τα ωραιότερα που είδαμε στα ευρωπαϊκά γήπεδα τα τελευταία χρόνια. Και δεν μπορεί, παρά τα σπουδαία ονόματα που είχε η ομάδα στη σύνθεσή της, να αρνηθεί κάποιος ότι ο Ράικαρντ είχε μεγάλο βαθμό συμμετοχής σε αυτή την εξαιρετική απόδοση. Κατ' αναλογία, λοιπόν, ο Ολλανδός είχε ευθύνες και για την αγωνιστική κατρακύλα της ομάδας και φάνηκε ότι του είναι ευκολότερο να δουλέψει στο χτίσιμο μιας ομάδας παρά να διαχειριστεί ένα σύνολο όταν αρχίσουν να υπάρχουν προβλήματα ή οι απαιτήσεις γίνονται πιεστικότερες.
Από τον τελικό του Παρισιού και μετά έμοιαζε λες και ο Ράικαρντ είχε κλειστεί σ' ένα δωμάτιο και είχε βάλει την ομάδα στον αυτόματο πιλότο. Η πτώση της τελευταίας διετίας δεν έχει να κάνει με κάποια διοικητική ή οικονομική αδυναμία, στην οποία θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει τα αίτια της κακής αγωνιστικής παρουσίας της ομάδας. Κρούσματα απειθαρχίας που δεν αντιμετωπίστηκαν με την αυστηρότητα και τη σοβαρότητα που θα έπρεπε, αγωνιστικοί πειραματισμοί και αποτυχημένες επιλογές ποδοσφαιριστών διαμόρφωσαν την εικόνα.
Ουσιαστικά με την Μπάρτσα συνέβη ό,τι συμβαίνει με τον κάθε ζωντανό οργανισμό που ολοκληρώνει τον κύκλο του. Απλώς πολλοί πιστεύουν και όχι άδικα, κατά τη γνώμη μου, ότι αν είχαν «διαβαστεί» νωρίτερα τα σημάδια της παρακμής και είχαν αναλυθεί όπως έπρεπε, η πτώση της ομάδας δεν θα ήταν τόσο οδυνηρή και το πέρασμα στην επόμενη φάση θα μπορούσε να γίνει μ' έναν πιο ομαλό τρόπο. Βέβαια, η κατάσταση θα μπορούσε να ήταν ακόμα χειρότερη αν η ομάδα αντιμετώπιζε τα οικονομικά προβλήματα που είχε 5 με 6 χρόνια πριν. Ευτυχώς, όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και το γεγονός αυτό αποτελεί ένα σημάδι αισιοδοξίας. Ολα, όμως, θα εξαρτηθούν από το σχέδιο που έχει –αν έχει– η διοίκηση της ομάδας.
Η προαγωγή του Γκουαρντιόλα από τη δεύτερη ομάδα της Μπάρτσα στον πάγκο της πρώτης δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι εντάσσεται σε κάποιο σχέδιο αναγέννησης, που θα βασίζεται στην αξιοποίηση των ανθρώπων του συλλόγου και του υλικού των ακαδημιών. Ενα σχέδιο που θέλει χρόνο –και υπομονή από τους οπαδούς της ομάδας– για να αποδώσει. Πολλοί φοβούνται ότι η διοίκηση επιλέγει να κρυφτεί πίσω από έναν παίκτη που αποτελεί κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας του συλλόγου και ο οποίος θα δεχθεί την μπόρα, αν τα πράγματα και στη νέα σεζόν δεν πάνε καλά. Και μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα έχουμε καταλάβει τι από τα δύο συμβαίνει.
Η νέα γενιά αρπακτικών
Eπειδή τελευταίως κάποιοι επιχειρηματίες εμφανίζονται στον δημόσιο βίο ως άφθαρτοι, καθαροί και άτεγκτοι, σε αντιδιαστολή με ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, θυμίζω ένα παλιότερο κείμενο του Ιγνάσιο Ραμονέ που είχε δημοσιευθεί στη «Monde Diplomatique». «Την ώρα που φθίνει ο κριτικός λόγος ενάντια στην οικονομική τρομοκρατία –τον οποίο κάποτε ονομάζαμε εναλλακτικό στην παγκοσμιοποίηση– εδραιώνεται ένας νέος καπιταλισμός ακόμα πιο βίαιος.
Πρόκειται για μια καινούργια κάστα αρπαχτικών, τα "private equities" –όμιλοι επιχειρηματικών συμμετοχών που διαθέτουν τεράστια κεφάλαια και αντίστοιχη "όρεξη". Σε τέσσερα χρόνια, από το 2002 μέχρι το 2006, το ύψος των κεφαλαίων που συγκέντρωσαν δέκα από αυτούς τους ομίλους συμμετοχών, από τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, ασφαλιστικά ταμεία και πάμπλουτους ιδιώτες, πέρασε από τα 94 δισ. στα 358 δισ. ευρώ!
Η ισχύς "κρούσης" τους είναι πρωτοφανής –ξεπερνά τα 1.100 δισ. ευρώ. Τίποτα δεν τους αντιστέκεται. Πέρυσι, στις ΗΠΑ, τα κύρια "private equities" έκαναν επενδύσεις ύψους 290 δισ. ευρώ για εξαγορές επιχειρήσεων, ενώ οι αντίστοιχες επενδύσεις στο πρώτο εξάμηνο του 2007 ξεπέρασαν τα 220 δισ., εξασφαλίζοντας τον έλεγχο 8.000 εταιρειών. Ηδη ένας στους τέσσερις μισθωτούς στην Αμερική –και ένας στους δώδεκα στη Γαλλία– εργάζεται για τα εν λόγω μεγαθήρια (2).
Το φαινόμενο των αρπακτικών ομίλων εμφανίστηκε πριν από 15 χρόνια, αλλά υποβοηθούμενο από τη φθηνή πίστωση και με τη βοήθεια νέων, όλο και τελειότερων χρηματοπιστωτικών εργαλείων, έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις τον τελευταίο καιρό. Εξαιτίας της απλής αρχής πάνω στην οποία βασίζονται: ένας όμιλος πλούσιων επενδυτών αποφασίζει να αγοράσει εταιρείες που κατόπιν διαχειρίζεται ιδιωτικά, μακριά από το χρηματιστήριο και τους περιοριστικούς του όρους και χωρίς να πρέπει να δώσει λογαριασμό σε καχύποπτους μετόχους (4).
Στόχος είναι να παρακάμψει τις αρχές της ηθικής του καπιταλισμού, βασιζόμενος στους νόμους της ζούγκλας. Οπως μας εξηγούν δύο ειδικοί, η διαδικασία έχει ως εξής: "Για να αποκτήσουν μια εταιρεία που αξίζει 100, ο όμιλος βάζει 30 από την τσέπη του (πρόκειται για τον μέσο όρο) και δανείζεται 70 από τις τράπεζες, επωφελούμενος από τα χαμηλά επιτόκια. Για τρία ή τέσσερα χρόνια αναδιοργανώνει την εταιρεία με νέο μάνατζμεντ, εξορθολογίζει την παραγωγή, αναπτύσσει δραστηριότητες και τραβά από τα κέρδη (όλα ή μέρος) για να πληρώσει τους τόκους... του δικού του χρέους.
Κατόπιν, πουλά την εταιρεία 200, συχνά σ' έναν άλλο όμιλο που θα κάνει ακριβώς το ίδιο. Μόλις αποπληρωθούν τα 70 του δανεισμού, θα μείνουν 130 στις τσέπες του ομίλου, για μια αρχική επένδυση 30, δηλαδή κέρδος πάνω από 300% σε 4 χρόνια". Εχει κανείς να προτείνει κάτι καλύτερο;». Κείμενο το οποίο αξίζει να το σκεφτεί κάποιος πριν βιαστεί να ξορκίσει ως «αριστερή καταγγελία».
Ο εγωισμός δεν είναι καλός σύμβουλος
Οι προπονητικές του ικανότητες είναι γνωστές. Τις ανακαλύψαμε οι περισσότεροι όταν είδαμε την Πόρτο που έφτιαξε και τον τρόπο που την καθοδήγησε σ' ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ και έναν τίτλο Τσάμπιονς Λιγκ. Επειτα από αυτό ήταν αναμενόμενη η μετάβασή του μία θέση πιο πάνω. Στο δυσκολότερο πρωτάθλημα του κόσμου, με τους περισσότερους πόρους από κάθε άλλον προπονητή στα χέρια του, αναγέννησε μια ομάδα όπως η Τσέλσι και την οδήγησε δύο φορές στον τίτλο. Μάλιστα, η «ομάδα» του μπόρεσε να παλέψει για έναν τρίτο τίτλο μέχρι την τελευταία αγωνιστική και έφθασε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ χωρίς αυτόν.
Ηταν σαν έναν υπολογιστή που είχε προγραμματιστεί να κάνει μια συγκεκριμένη δουλειά, χωρίς να χρειάζεται ανθρώπινη καθοδήγηση. Ομως, ο Ζοσέ Μουρίνιο έπεσε θύμα της αλαζονείας, του εγωισμού και του ναρκισσισμού του. Δεν μπόρεσε να κατακτήσει ξανά τον μεγάλο τίτλο. Θα επιχειρήσει να το κάνει τώρα με την Ιντερ. Και θα το καταφέρει, αν μπορέσει να νικήσει τον κυριότερο αντίπαλό του. Τον ίδιο του τον εαυτό.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.