Tο καλοκαίρι, πολυαγαπημένε μου αναγνώστη, βρίσκεται προ των πυλών. Τα ζεστά και ρομαντικά βράδια έχουν εξάψει το καλλιτεχνικό μου πνεύμα, το οποίο είναι σε συνεχή οργασμό. Τις τελευταίες μέρες οι στίχοι ενός τραγουδιού, σαν γάργαρο νερό, αναβλύζουν από το στόμα μου: «Βρε πώς αλλάζουν οι καιροί, ποιος είμαι 'γω, ποιος είσαι 'συ...».
Με χαρά διαπιστώνω ότι και άλλα γλυκά αγόρια έχουν επηρεαστεί από την αύρα των ημερών και βρίσκονται σε καλλιτεχνικό οίστρο. Για παράδειγμα, ο καλός μου Γιάννης Σερέτης στην «Εξέδρα» σκαρώνει αυτοσχέδια στιχάκια όλο χάρη. «ΠΕΚτη Τζίγκερ, τα πήρες και αυτά» έγραφε χθες, μπολιάζοντας το κείμενό του με ένα λυρισμό που θα ζήλευε και ο Λευτέρης Μούφτογλου, ο ποιητής που δημοσιεύει τα πονήματά του χρόνια τώρα στο εφημεριδάκι του «Super 3»...
Γιάννη μου, είσαι σε καλό δρόμο, αλλά θες δουλειά ακόμα. Ισως πρέπει να δοκιμάσεις κάτι πιο ποιητικό όπως: «Εκεί που έχω ταξιδέψει εγώ, μαζί με τον πολυμετοχικό, εσύ δεν θα το δεις, Κούλη Δουρέκα, στο πιο τρελό σου όνειρο». Ή κάτι πιο διαχρονικό: «Γκόντζο μου, σε αγαπώ, σαν τον Πατέρα, σαν τον Αρη τον Βωβό, σαν τον "Βγενό", σαν τον Κοντό, Τζίγκερ, φέρε μου και τον Παυλάρα τον Θεό να τρελαθώ».
Παραληρώ. Είναι τέτοια η ομοψυχία στον Παναθηναϊκό μετά τη συνάντηση του Τζίγκερ με τον Αντρέ, που τίποτα δεν αποκλείεται πλέον. Δεν θα μου προκαλέσει καμία εντύπωση αν σήμερα στη βραδινή εκπομπή του στον SuperΣΠΟΡ FΜ ο Κώστας Γκόντζος βγάλει, σε ένδειξη καλής θέλησης, στο τηλέφωνο τον Παναγιώτη Μπόμη και τραγουδήσουν ντουέτο σαν τον Τζον Λένον και τη Γιόκο Ονο: «Imagine all the people, living life in peace»...
Μπορεί, επίσης, να δούμε τον «Ζουν ανάμεσά μας» (παρεμπιπτόντως, γλυκέ μου Ζουν, άλλαζε τα μαύρα γυαλιά -από τη στιγμή που τα φόρεσε ο Σωκράτης, βγήκαν από την παναθηναϊκή μόδα...) στην εκπομπή «Πάμε Πακέτο» της Βίκυς Χατζηβασιλείου να ζητεί δημόσια συγγνώμη από τον Νικόλα Βασιλαρά, την ώρα που η χορωδία του Πιτιακούδη, της Κάτιας και του Νίκου Συρίγου θα προτρέπει τον Νικόλα: «Δώσε του μια ευκαιρία ακόμα, τίποτα δεν σου ζητώ παραπάνω»...
Είναι στιγμές, λατρεμένε αναγνώστη, που σκέφτομαι να κάνω τη στήλη φραντσάιζ αυτής του Θέμη Σινάνογλου στο «Φως» για να μη χάνεις καμία μυθική συνέντευξη του πιο δαιμόνιου δημοσιογράφου που έχει γνωρίσει η χώρα από την εποχή του Πίκου Απίκου της «Φρουτοπίας». Ως γνωστόν, υπάρχει το τυποποιημένο ερωτηματολόγιο του Προυστ που λάτρεψε η μοντέρνα ψυχανάλυση, και το σκληρό ερωτηματολόγιο του Θέμη, το οποίο οδηγεί σε ψυχανάλυση τον άνθρωπο που σπάει τη σιωπή του υπό το φως (διπλό νόημα, που ελπίζω, υποψιασμένε μου αναγνώστη, να κατάλαβες…) της ματιάς του. Στο ψυχαναλυτικό κρεβάτι του Θέμη ο Ραούλ Μπράβο. Ας δούμε τι είπε με τους εντός παρενθέσεων συλλογισμούς μου.
Ο Θέμης ξεκινάει με μια διαπίστωση: «Με κοιτάει με βλέμμα ανήσυχο». (Από τη συγκίνηση είναι, Θέμη μου. Δώσ' του ένα αυτόγραφο να δεις πώς θα ηρεμήσει.)
Θ.: «Εγραφαν ότι γυρνάς πολύ έξω. Στα μπουζούκια».
Μ.: «Μπουζούκια, δεν μου αρέσουν». (Θα σε μπέρδεψαν με τον Μύρτσο, βρε Ραούλ. Αν φορέσεις μια μαύρη φενάκη, σαν δύο σταγόνες νερό μοιάζετε.)
Θ.: «Με ποιους κάνεις παρέα από τον Ολυμπιακό πιο πολύ; Με τον Γκαλέτι;».
Μ.: «Μη γράψεις ότι ξενυχτάει και ο Γκαλέτι!». (Ο Θέμης δεν το έγραψε: το γράφω εγώ. Δεν ξενυχτάει ο Γκαλέτι. Δεν ξενυχτάει ο Γκαλέτι. Δεν ξενυχτάει ο Γκαλέτι. Δεν ξενυχτάει ο Γκαλέτι. Δεν ξενυχτάει ο Γκαλέτι. Δεν ξενυχτάει ο Γκαλέτι -άντε να δούμε πού θα βγάλει η ιστορία.)
Θ.: «Τον Σεγούρα πώς τον βλέπεις; - Δεν κρύβουμε ότι διακρίνουμε κάτι στο βλέμμα του-». («Σε 'χω δει κάπου κάπου σε ξέρω, τα μάτια σου αυτά μου είναι τόσο γνωστά…»)
Μ.: «Ε... Τι νομίζω;». (Ο καλός μου Ραούλ θέλει να πει σε γλώσσα Αλέφαντου: «Κεσκεσέ Σεγούρα;»)
Θ.: «Ο Ρονάλντο έξυπνος είναι; Πώς είναι δυνατόν ένας άντρας να μην καταλάβει ότι οι ιερόδουλες αυτές ήταν τραβεστί;».
Μ.: «Εσύ είσαι σίγουρος ότι μπορείς να διακρίνεις αν κάποιες είναι κανονικές γυναίκες ή είναι τραβεστί;». (Σε λίγο οι δυο τους θα συζητήσουν για την ταινία του Νιλ Τζόρνταν «Το παιχνίδι των λυγμών», ομολογώντας ότι το είδαν από το τέλος προς την αρχή, για να έχει λίγο ενδιαφέρον...)
Θ.: «Το όνομα του προέδρου του Ολυμπιακού;».
Μ.: «Πέτρος Κόκκαλης». (XXX. Wrong Answer)
Θ.: «Το όνομα του πατέρα του; Ο πατέρας του είναι πρόεδρος».
Μ.: «Δεν το ξέρω». (Χο, χο, χο. Επειτα από αυτό θα το μάθεις. Θα το γράφει το απολυτήριο. «Καλός πολίτης», εύχομαι…)
Θ.: «Δυο-τρία ονόματα Ελληνίδων τραγουδιστριών και τραγουδιστών;».
Μ.: «Νίκος Βέρτης, Τάμτα, Ρομέο». (Δείξε μου τον τραγουδιστή σου, να σου πω ποιος είσαι: σωστά σχολιάζει ο Θέμης «βρε πώς καρφώνονται…»)
Θ.: «Η πιο όμορφη Ελληνίδα που γνωρίζεις; Η πιο ωραία γυναίκα στον κόσμο; Για εμένα λόγου χάρη, η Μπελούτσι».
Μ.: «Ο... δικός μας Μπελούτσι; (Σε παρακαλώ, Ραούλ! Τι εννοείς; Τι kinky σκέψεις είναι αυτές;) Α, η Μόνικα Μπελούτσι... (Λύτρωση!). Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μία. Τζένιφερ Λόπεζ, Πάμελα Αντερσον». (Είσαι και πλεονέκτης, πανάθεμά σε).
Θ.: «Ενα λεπτό, Τζένιφερ Λόπεζ διάσημη για τον πισινό της. Πάμελα Αντερσον, διάσημη για τα στήθη της. Εσύ τι κοιτάς περισσότερο σε μια γυναίκα; Το πάνω ή το κάτω;». (Φιρί φιρί το πάει ο Θέμης να μας κολάσει πρωινιάτικα...)
Μ.: «Και τα δύο!». (Φαίνεται ο στόπερ ο σωστός, ο πρόστυχος, ο έξυπνος, ο γοητευτικός...)
Επειτα από αυτή τη μυσταγωγία, πιστέ μου αναγνώστη, κάνω τον σταυρό μου και αναφωνώ: «Πιστεύω εις έναν Σινάνογλου, δημοσιογράφο παντοκράτορα». Και κρατάω για το φινάλε μια μεγάλη φιλοσοφική διαπίστωση του Θέμη. «Ελληνίδες ή Ισπανίδες;», ρωτάει και μπροστά στον δισταγμό του Ραούλ προσθέτει: «Ελα τώρα, άνδρες είμαστε!». Δηλαδή, αν μας αρέσουν οι Σουηδέζες, δεν είμαστε;
ΔΩ-ΔΩΝΗΣ
Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια για την ΑΕΚ. Και μεγάλος προπονητής και μεγάλος χορηγός με μία κίνηση. Ποιος την πιάνει την «Ενωση» στο νέο πρωτάθλημα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.