Πριν ξεκινήσω να γράψω το σημερινό άρθρο, σκεφτόμουν να κάνω έναν απολογισμό της ποδοσφαιρικής χρονιάς, παρά την εκκρεμότητα των πλέι οφ –άλλη πατέντα αυτή, η οποία δεν εξυπηρετεί κανέναν αγωνιστικό στόχο παρά μόνο έναν οικονομικό–, αλλά με πρόλαβε ένα γεγονός που έζησα την Κυριακή, καθώς παρακολούθησα την τελευταία αγωνιστική σ' ένα φιλικό σπίτι που είχε σύνδεση με το συνδρομητικό κανάλι. Ε, σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι παρακολουθούσαν την εξέλιξη των παιχνιδιών μέσω τηλεόρασης και ραδιοφώνου, πράγμα που με εντυπωσίασε σε ό,τι αφορά την παρεξηγημένη αποδοχή του ελληνικού πρωταθλήματος.
Η αυταπάτη, γιατί περί αυταπάτης επρόκειτο, κράτησε πολύ λίγο. Αυτό που ενδιέφερε δεν ήταν το πρωτάθλημα, όσο το αποτέλεσμα για το στοίχημα. Αρχισα να αναρωτιέμαι για την υγεία μιας τέτοιας προσέγγισης του παιχνιδιού, μέσω του τζόγου δηλαδή. Αν κάτι τέτοιο βοηθά το παιχνίδι ή το χαντακώνει. Το προξενιό του ποδοσφαίρου με τον τζόγο –που έχει καταλήξει πια σε γάμο– είναι η πιο προσοδοφόρα σχέση του παιχνιδιού. Περισσότερο και από τη στενή του σχέση με την τηλεόραση.
Η αλήθεια είναι ότι ο χώρος του αθλητισμού γενικότερα και όχι μόνο το ποδόσφαιρο αποτελούν προνομιακό πεδίο του τζόγου. Οι ΗΠΑ ήταν η χώρα που πρώτη εντόπισε τα τρομακτικά κέρδη που προσέφερε αυτό το πεδίο οικονομικής δραστηριότητας που συχνά υπήρξε –και εξακολουθεί να είναι– προνομιακό φέουδο της παρανομίας. Οι τεχνολογικές εξελίξεις ήταν σίγουρο ότι θα μεγάλωναν το οικονομικό πεδίο δραστηριότητας, όπως και τον τζίρο, και παράλληλα θα μπορούσαν να δώσουν στους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνταν στον χώρο και το «πλεονέκτημα» της φοροδιαφυγής.
Κι αυτό διότι οι μηχανισμοί ελέγχου –από την πλευρά των κυβερνήσεων– της οικονομικής δραστηριότητας στο Διαδίκτυο είναι ακόμα ατελείς. Φυσικά, η διάδοση του προσωπικού ηλεκτρονικού υπολογιστή και η ανάπτυξη του Διαδικτύου έδωσαν τρομακτική ώθηση στον τζόγο, αφού ο καθένας μπορεί να ποντάρει, να στοιχηματίσει από οπουδήποτε, για οτιδήποτε, ανά πάσα στιγμή. Οσον αφορά το ύψος του δικτυακού τζόγου, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένα από τα μεγαλύτερα γραφεία στοιχημάτων, οι Ladbrokes, εκτίμησαν ότι ο τζίρος του ποδοσφαιρικού στοιχήματος, μόνο στη Βρετανία, κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2006 ξεπέρασε τα περίπου 600 εκατομμύρια ευρώ, τζίρος που δεν φαίνεται ότι θα ξεπεραστεί στη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του καλοκαιριού σε Αυστρία και Ελβετία, κυρίως λόγω της απουσίας των Αγγλων από τη διοργάνωση.
Οι ερευνητές μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες μελέτης και έρευνας των τάσεων της αγοράς σε πάρα πολλούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας είχαν εκτιμήσει πριν από δύο χρόνια ότι μέχρι το 2010 ο συνολικός τζίρος του δικτυακού τζόγου –στον οποίο περιλαμβάνεται και ο τζόγος στα κάθε λογής «καζίνα»– θα ξεπεράσει τα 10 δισ. ευρώ. Οι εταιρείες πληροφορικής ήταν αυτές που πρώτες ανέπτυξαν προγράμματα και εφαρμογές δικτυακού τζόγου και προσελκύοντας πελάτες για τον τζόγο, παράλληλα διαφήμιζαν και τα υπόλοιπα προϊόντα τους. Αυτή τη στιγμή οι πολλές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο του δικτυακού τζόγου δίνουν ιδιαίτερο βάρος στο λογισμικό που χρησιμοποιούν.
Επιλέγουν ένα λογισμικό ασφαλές, χαμηλού κόστους, μεγάλου όγκου δεδομένων και υψηλής ταχύτητας. Τέτοιου είδους λογισμικό, αξιόπιστο, είναι λίγες οι εταιρείες που το κατασκευάζουν. Και επειδή στον δικτυακό τζόγο η αξιοπιστία είναι το βασικό, θα υπάρξουν πολλές συγχωνεύσεις και εξαγορές εταιρειών που διαχειρίζονται εφαρμογές δικτυακού τζόγου. Υπάρχει, φυσικά, ένα όριο σε αυτή την αγορά, που δεν είναι άλλο από τον αριθμό των προσωπικών υπολογιστών που υπάρχουν στον κόσμο, αλλά είναι ένα όριο που διαρκώς μετατίθεται. Και όταν σε αυτόν τον χώρο μπουν και οι Κινέζοι, τότε το όριο θα εκτοξευθεί στη στρατόσφαιρα.
Και όταν παίζονται τόσα χρήματα, η καθαρότητα και η αξιοπιστία μιας διοργάνωσης ή ενός παιχνιδιού είναι κάτι που κανείς δεν θα πρέπει να θεωρεί δεδομένο. Σε ό,τι αφορά το ίδιο το παιχνίδι, ο εναγκαλισμός του με τον τζόγο θα σημάνει τον αργό του θάνατο σε βάθος χρόνου.
Πωλείται ή όχι;
Μπορεί ο τραυματισμός του Φραντσέσκο Τότι και η επιστροφή του στους αγωνιστικούς χώρους, που –καλώς εχόντων των πραγμάτων– τοποθετείται σε 4 μήνες από σήμερα, να είναι το πρώτο θέμα συζήτησης ανάμεσα στους φίλους της Ρόμα, όμως το μεγάλο ζήτημα για την ομάδα της «αιώνιας πόλης» είναι άλλο. Και ενδεχομένως πολύ πιο σοβαρό, αν βγουν αληθινές οι πληροφορίες που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στις ιταλικές εφημερίδες για το ενδεχόμενο πώλησης της ομάδας σε κάποιον ξένο επενδυτή. Αν η Ρόμα είναι αντικείμενο μιας πιθανής συναλλαγής, ίσως αυτό να σημαίνει καλά νέα για το Καμπιονάτο και το ιταλικό ποδόσφαιρο γενικότερα. Για να θέλει ή έστω για να σκέφτεται κάποιος να επενδύσει τόσα πολλά χρήματα –οι πληροφορίες κάνουν λόγο για 250-300 εκατομμύρια ευρώ– σε μία ιταλική ομάδα, αυτό σε πρώτη φάση σημαίνει ότι το πολύπαθο ιταλικό ποδόσφαιρο μπαίνει σιγά σιγά σε μία φάση σταθερότητας που δεν αποκλείεται να οδηγήσει στην ανάπτυξη. Τώρα, βέβαια, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει αν κάποιος μελετήσει τα βασικά οικονομικά στοιχεία του ιταλικού ποδοσφαίρου και κυρίως την οικονομική κατάσταση των ομάδων. Η προσπάθεια εξυγίανσης που ξεκίνησε πριν από περίπου 4 χρόνια με τη ρύθμιση των χρεών των ομάδων, δεν έχει αποδώσει ακόμα για να δικαιολογεί μια τέτοια τολμηρή και παρακινδυνευμένη κίνηση, όπως η αγορά μιας ομάδας σαν τη Ρόμα. Η επιχείρηση που κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών της Ρόμα, η Italpetroli, που θεωρείται εταιρεία των συμφερόντων της οικογένειας Σένσι, ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή ότι είχε επαφές με έναν πιθανό αγοραστή, χωρίς όμως να δίνει περισσότερα στοιχεία για την ταυτότητα του επενδυτή ή το ποσό της πιθανής προσφοράς. Σε κάποιες ιταλικές εφημερίδες γράφτηκε ότι ο άνθρωπος που ενδιαφέρεται για την αγορά της Ρόμα είναι ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος Τζορτζ Σόρος, ο οποίος δεν θέλησε να κάνει κανένα σχόλιο για το συγκεκριμένο ζήτημα. Οι πληροφορίες αυτές οδήγησαν σε άνοδο τη μετοχή της ομάδας αλλά τη Δευτέρα εμφανίστηκαν πληροφορίες που κάνουν λόγο και για δεύτερο πιθανό αγοραστή, ο οποίος είναι Αραβας. Αυτό που εκτιμούν οι περισσότεροι είναι ότι υπάρχει ενδιαφέρον για την αγορά της ομάδας, αλλά μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα θα χρειαστεί να περάσει καιρός.
Ιστορία και μνήμη
Σε άλλες ιστορικές επετείους οι δηλώσεις διαφόρων υπερασπιστών της ελληνικής ιστορίας και της μνήμης αφθονούν. Τώρα, με τα 41 χρόνια της δικτατορίας, διάφοροι επώνυμοι, που σε άλλες περιπτώσεις κατακλύζουν τα παράθυρα, προσπερνούν την επέτειο στα μουγκά. Είτε γιατί διάβαζαν είτε γιατί τότε, την περίοδο της δικτατορίας, δεν είχαν την αίσθηση κανενός είδους απώλειας. Οσο περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότερο γίνονται προσπάθειες «στρογγυλοποίησης» των γεγονότων, έτσι που δίνουν την αίσθηση ότι πρόκειται για γεγονότα που διαδραματίστηκαν κάπου αλλού. Οι αναφορές στα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της περιόδου, στους νεκρούς, τους βασανισμένους και τους φυλακισμένους, «διακριτικά» αποφεύγονται και είναι ζήτημα χρόνου να πληροφορηθούμε ότι τη χούντα την έριξαν οι Αμερικανοί. Η διατήρηση της ιστορικής μνήμης είναι μία πράξη διαρκούς αγώνα και ευθύνης. Είναι μία πράξη σύμφυτη με την υπεράσπιση της Δημοκρατίας. Που ενοχλεί πάρα πολλούς με τους «περιορισμούς» που θέτει σε οικονομικά συμφέροντα, κυρίως. Συμφέροντα που επιδιώκουν να ξαναγράψουν την ιστορία σαν Αρλεκιν, για να μην ενοχλεί. Και όταν η ιστορία δεν ενοχλεί, γίνεται ανάγνωσμα των ζωντανών-νεκρών.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.