Προσπαθούσα, τρεις μέρες τώρα, να κατανοήσω τους λόγους της απομάκρυνσης του Τάκη Λεμονή από τον πάγκο του Ολυμπιακού. Πριν, όμως, γράψω τις σκέψεις μου για το συγκεκριμένο ζήτημα, θα παραθέσω μία υποψία μου που αφορά τον Λεμονή. Οτι αρχίζει να μεταβάλλεται, για τον Κόκκαλη, σε μία λύση ανάλογη με αυτήν που αποτελούσε κάποτε ο Αλέφαντος, μόνο πιο σύγχρονη. Το χαρτί του πιστού στρατιώτη που είναι πρόθυμος στα δύσκολα να επωμιστεί τα βάρη και ο οποίος, όταν απομακρυνθεί από τον πάγκο –ακόμη και χωρίς αιτιολογία- δεν θα διαμαρτυρηθεί, δεν θα προκαλέσει θόρυβο στα Μέσα δίνοντας συνεντεύξεις εδώ και εκεί, ούτε θα εγείρει απαιτήσεις αποζημιώσεων και άλλα τέτοια ενοχλητικά, για τον πρόεδρο, ζητήματα (Αλήθεια, με εκείνη την αποζημίωση, που διεκδικούσε ο απολυθείς Σόλιντ, τι έγινε;). Ελπίζω αυτή η υποψία μου να μην έχει βάση, διότι ο Τάκης Λεμονής αξίζει καλύτερη αντιμετώπιση για πολλούς λόγους, όχι τόσο γιατί οι προπονητικές του ικανότητες είναι εξαιρετικές, αλλά κυρίως γιατί τολμάει να κυνηγάει το αδύνατο, χωρίς συμμάχους, γνωρίζοντας ότι αν χάσει είναι μόνος. Γι’ αυτόν τον λόγο έχει και τον σεβασμό μου. Ας επιστρέψω στον αρχικό μου συλλογισμό. Κάποτε, λένε, ένα αμερικανικό λογοτεχνικό περιοδικό ζήτησε από διάφορους συγγραφείς να διηγηθούν μία ιστορία με έξι λέξεις. Από όλους εκείνους που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, ξεχώρισε η ιστορία του Χέμινγουεϊ που έγραψε «καινούργια παιδικά παπούτσια. Δεν φορέθηκαν ποτέ». Αν ζητούσαμε κάτι ανάλογο, με θέμα τον τρόπο που διοικείται ο Ολυμπιακός, η ιστορία των έξι λέξεων θα ήταν «δικό μου μαγαζί. Σωκράτης Κόκκαλης. Τέλος». Αυτού του είδους η αντιμετώπιση φάνηκε και στα όσα είπε ο πρόεδρος και ιδιοκτήτης στους παίκτες, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στου Ρέντη. Μιλώ για εκείνη την αποστροφή της ομιλίας του που συνέδεε την κατάκτηση του τίτλου με τα συμβόλαια (εκείνος ο σύνδεσμος των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών λειτουργεί ή έχει διακοσμητικό ρόλο;). Ο Ολυμπιακός, μετά την απόφαση του Σωκράτη Κόκκαλη, θα πάει μέχρι το τέλος της χρονιάς με τον πρώην βοηθό τού Φερέρ, τον Σεγούρα. Αυτή η επιλογή προπονητή είναι καθαρά διαχειριστική επιλογή. Με διαχειριστικές επιλογές, όμως, είναι σχεδόν απίθανο να επιτύχεις τους στόχους σου, εκτός και αν ως πρόεδρος έχεις τις δυνατότητες να διασφαλίσεις με τις ενέργειές σου στο «εξωαγωνιστικό πεδίο» τους στόχους της ομάδας, έτσι που και ένας προπονητής-διαχειριστής να είναι αρκετός στον πάγκο. Πάντως, το μοντέλο των ομάδων με «αυτόματο πιλότο» είναι ξεπερασμένο. Αλλωστε αποδείχθηκε ελάχιστα αποτελεσματικό. Παρόμοιες αποφάσεις ο Σωκράτης Κόκκαλης έχει πάρει και στο παρελθόν. Αποφάσεις που δεν ταυτίζονται με ένα σύγχρονο τρόπο διοίκησης τον οποίο συχνά διαφημίζει η ΠΑΕ, που συχνά μας θυμίζει ότι στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο είναι καθοριστική η οικονομική επιτυχία της ομάδας. Μία επιτυχία που διασφαλίζεται μόνο με τη συμμετοχή στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Η επιχειρηματική λειτουργία της ομάδας είναι πάνω από όλα. Δεν λέω, είναι πολύ καλό και επιβεβλημένο να στρέψεις την προσοχή σου στην εξεύρεση επιπλέον οικονομικών πόρων για την ομάδα, να προωθείς την εμπορική αξιοποίηση του σήματος, να εισάγεις τον θεσμό του μέλους με οικονομική εισφορά, να διασφαλίζεις –έστω και με τον σκανδαλώδη τρόπο που αποδέχτηκε η Βουλή- ένα νέο και σύγχρονο γήπεδο για την ομάδα, να μπορείς να αποκομίσεις έσοδα από την πώληση ποδοσφαιριστών σου. Ομως, επειδή είσαι ιδιοκτήτης, δεν μπορείς να έχεις άποψη για όλα και να την επιβάλεις. Αν θεωρείς ότι είσαι ικανός, κάτσε στον πάγκο και κοουτσάρισε την ομάδα. Διαφορετικά, είναι ανέντιμο να αναζητείς κάθε φορά αποδιοπομπαίους τράγους για να τους φορτώσεις τις δικές σου ευθύνες. Η εξουσία λειτουργεί σαν προπέτασμα που προφυλάσσει από την κριτική και την αμφισβήτηση, αλλά κάποια στιγμή ο καιρός καλυτερεύει, η ομίχλη διαλύεται και όλα αποκαλύπτονται, όπως πραγματικά είναι. Και τότε καταλαβαίνεις ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός.
Το «λαϊκό» πρωτάθλημα της Ευρώπης
Τα νούμερα δεν λένε πάντα την αλήθεια. Βοηθούν, όμως, για να βγουν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα. Λοιπόν, οι 36 γερμανικές ομάδες των δύο πρώτων κατηγοριών του γερμανικού ποδοσφαίρου την περίοδο 2006/07 είχαν έσοδα που έφτασαν το 1 δισ. 750 εκατομμύρια ευρώ. Παράλληλα την ίδια περίοδο τα εισιτήρια σημείωσαν αύξηση για έκτη συνεχή χρονιά, ενώ αύξηση σημείωσε και το ποσοστό των γυναικών που πηγαίνει στα γήπεδα. Ισως ποτέ άλλοτε το ποδόσφαιρο δεν ήταν τόσο δημοφιλές στη Γερμανία, και όμως, ένα σωρό πρωτοκλασάτοι ποδοσφαιριστές εγκαταλείπουν το γερμανικό ποδόσφαιρο. Μπάλακ, Ροτίτσκι, Μπερμπάτοφ έφυγαν για Αγγλία, αλλά δεν αντικαταστάθηκαν από ανάλογης αξίας ποδοσφαιριστές, που προτιμούν άλλα πρωταθλήματα. Ο Ριμπερί και ο Λούκα Τόνι ήταν δύο μεγάλα στοιχήματα της Μπάγερν που από ό,τι φαίνεται, της βγαίνουν. Παρά το γεγονός ότι, συνολικά, οι ομάδες της Μπουντεσλίγκα έχουν –συνολικά- κέρδη τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι οικονομικά το γερμανικό ποδόσφαιρο υπολείπεται του αγγλικού, του ιταλικού και του ισπανικού ποδοσφαίρου που ξοδεύονται περισσότερα χρήματα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην προσέγγιση των Γερμανών στο ποδόσφαιρο, που θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω περισσότερο «σοσιαλδημοκρατική», καθώς η διανομή των χρημάτων από τα τηλεοπτικά δικαιώματα είναι πολύ περισσότερο δίκαιη από ό,τι σε άλλα πρωταθλήματα, όπως στην Ιταλία για παράδειγμα, όπου οι μεγάλες ομάδες εισπράττουν 20 φορές περισσότερα από τις μικρές ομάδες. Επιπλέον, στη Γερμανία δεν υπάρχουν πολυεκατομμυριούχοι ιδιοκτήτες που να αντιμετωπίζουν το ποδόσφαιρο ως χόμπι και να ξοδεύουν απλόχερα εκατομμύρια. Στη Γερμανία το ποδόσφαιρο θεωρείται ακόμη ένα σπορ για τον πολύ κόσμο. Οι γερμανικές ομάδες αρνήθηκαν πριν από δύο χρόνια μία πολύ μεγάλη προσφορά από ένα καλωδιακό κανάλι για τα τηλεοπτικά τους δικαιώματα, γιατί τα στιγμιότυπα της αγωνιστικής θα μεταδίδονταν αργά το βράδυ, αντί για τις 6:30 το απόγευμα. Επίσης, ένα ακόμη ζήτημα έχει να κάνει με τις τιμές των εισιτηρίων, αφού η μέση τιμή ενός εισιτηρίου για έναν αγώνα της Μπουντεσλίγκα είναι 20 ευρώ περίπου, ενώ η τιμή του φθηνότερου διαρκείας της Μπάγερν για τα 17 εντός έδρας παιχνίδια της είναι μικρότερη από 500 ευρώ. Ο σύλλογος των συνδέσμων κάθε χρόνο κάνει τις προτάσεις του στη γερμανική ομοσπονδία ποδοσφαίρου, πολλές από τις οποίες υιοθετούνται. Ας πούμε προτάσεις για τις τιμές των εισιτηρίων ή την επαναφορά των κερκίδων των ορθίων στα γήπεδα, με το πολύ φθηνό εισιτήριο. Φυσικά και τα επεισόδια στα γερμανικά γήπεδα είναι κάτι τελείως ξένο. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως αντί να αντιγράφουμε στοιχεία του αγγλικού ποδοσφαίρου, είναι καλύτερο να ρίξουμε μία προσεκτικότερη ματιά στην Μπουντεσλίγκα;
Δημοκρατία σε κρίση
Η ελληνική πραγματικότητα, από παλιότερα αλλά με μεγαλύτερη ένταση και σε μεγαλύτερη έκταση σήμερα, είναι ένα πεδίο ασκήσεων για παραλογισμούς. Η κυβέρνηση διαμορφώνει ένα ασφαλιστικό νομοσχέδιο –αφού η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού είναι κάτι που όλοι αποδέχονται- και το φέρνει για ψήφιση στη Βουλή. Τα προβλήματα ή οι παραλογισμοί έχουν ξεκινήσει λίγο νωρίτερα. Οταν η κυβέρνηση, ουσιαστικά, διαμόρφωσε το νομοσχέδιο –που δεν συνιστά επ’ ουδενί κάποιας μορφής μεταρρύθμιση- δεν την ενδιέφερε να συζητήσει με τους εργαζομένους. Ούτε παρουσίασε κάποιες προτάσεις προς συζήτηση. Ηταν σαφές ότι ο όποιος διάλογος γινόταν θα ήταν προσχηματικός, αφού η κυβέρνηση είχε δείξει ότι θα ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο δρόμο, ο κόσμος να χαλάσει. Η αντίδραση των εργαζομένων απέναντι σε αυτή την επιδρομή στα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα ήταν δεδομένη. Οπως δεδομένες θα πρέπει να θεωρούνται όλες οι μεθοδεύσεις της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των απεργιών. Μεθοδεύσεις που δεν θα πρέπει να αποτελούν έκπληξη από μία κυβέρνηση που έχει γράψει τη δημοκρατία και τους θεσμούς στα παλιά της τα παπούτσια.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.