Εξαιρετική συναυλία, με κακή εκτέλεση στο τελευταίο τραγούδι, εκείνο του encore: αυτή ήταν η φετινή ευρωπαϊκή περιπέτεια του Ολυμπιακού. Δεν νομίζω ότι ο λόγος για τον οποίο οι οπαδοί των «ερυθρολεύκων» στο «Στάμφορντ Μπριτζ» επευφημούσαν ασταμάτητα την -αφόρητα «μαγκωμένη»- ομάδα ήταν η επιθυμία τους να μοιάσουν στους φίλους της Λίβερπουλ. Απλούστατα, έκριναν τη συναυλία ολόκληρη, όχι το τραγούδι του encore. Στο τέλος αποζημιώθηκαν με ορισμένα καλά «σόλα» -κυρίως του Μπελούτσι. Κάπως έτσι το τέλος του τελευταίου κομματιού θύμισε κάτι από την αρτιότητα της πολύμηνης συναυλίας. Αν είναι μια φορά αχρείαστο να διαγράψεις τα 70 λεπτά ενός αγώνα, θα ήταν δέκα φορές άδικο και μίζερο να αξιολογήσεις ολόκληρο το κοντσέρτο με μοναδικό κριτήριο τον επίλογό του.
Ασφαλώς ο Ολυμπιακός όφειλε καλύτερη έξοδο από τη σκηνή. Γιατί δεν το πέτυχε; Σταχυολογούμε τρεις λόγους. Πρώτον: σε τέτοιο επίπεδο αυξάνεται πολύ το ειδικό βάρος απουσιών, όπως αυτές των Λούα Λούα και Γκαλέτι. Πολλώ δε μάλλον στον φετινό Ολυμπιακό των λίγων, αξιόπιστων κι ετοιμοπόλεμων εναλλακτικών λύσεων. Το 20% των πιθανοτήτων που είχαν οι «ερυθρόλευκοι» να επιτύχουν το θαύμα στο Λονδίνο -κι αυτό, εάν κι εφόσον «πετύχαιναν» την Τσέλσι σε… παρά φύσιν κακό βράδυ- καθηλώθηκε στο 10% (το πολύ), άμα τη ανακοινώσει του παροπλισμού των δύο παικτών. Οταν χάνεται το ήμισυ του «στοκ» των -λίγων ήδη- πιθανοτήτων, η συνολική αυτοπεποίθηση της ομάδας μπορεί να πέσει, όχι στην ίδια αναλογία, αλλά πολύ περισσότερο. Κάτι που φάνηκε από τα πρώτα λεπτά -αν όχι… δευτερόλεπτα- της αναμέτρησης.
Δεύτερον: όσο κι αν έχει επισημανθεί η διαφορά του Ολυμπιακού «εσωτερικού» από την ομάδα «εξωτερικού» που τόσο εντυπωσίασε, η αυτοτέλεια των δύο «Ολυμπιακών» είναι σχετική. Η εγχώρια αγωνιστική εικόνα των «ερυθρολεύκων» παραμένει σταθερά προβληματική έως κακή, εδώ και καιρό. Παίκτες-βαρόμετρα της ομάδας (π.χ. Τζόρτζεβιτς, Λεντέσμα) δεν διανύουν περίοδο φόρμας. Πόσο εύκολο θα ήταν να «αναδυθεί» ξαφνικά στο «Στάμφορντ Μπριτζ» ο άλλος, ο καλός Ολυμπιακός, με μοναδικό ελατήριο την επίγνωση της «ιστορικής διάστασης» της βραδιάς; Οχι και τόσο.
Τρίτον: όλα τα προαναφερθέντα «μείον» συνθέτουν ένα τεράστιο… «ωχ», όταν βαραίνουν μια ομάδα που καλείται να αντιμετωπίσει το ισχυρότερο αγγλικό ποδοσφαιρικό όπλο: τον ανελέητο ρυθμό. Αυτόν που -τόσο συχνά- επιβάλλουν οι αγγλικές ομάδες, τουλάχιστον εντός έδρας. Ας θυμηθούμε πώς πλήρωσαν -κατά τα τελευταία χρόνια- την αδυναμία τους να «σπάσουν» τον ρυθμό των Αγγλων γηπεδούχων, ή να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του, ευρωπαϊκά ποδοσφαιρικά «μεγαθήρια»: εμβρόντητη η Μπαρτσελόνα πάσχιζε να καταλάβει πώς ακριβώς το σκορ είχε φθάσει στο 3-0 στο πρώτο τέταρτο του αγώνα στο «Στάμφορντ Μπριτζ», πριν αρχίσει να «το παλεύει» (τελικό 4-2, πρόκριση στην Τσέλσι). Με το «καλησπέρα» η Γιουβέντους στο «Ανφιλντ» είχε φορτωθεί δύο γκολ. Πέρυσι η Ρόμα, η οποία αφενός δεν ενσάρκωνε ακριβώς τον ορισμό του «μεγαθήριου» κι αφετέρου έπεσε πάνω σε μία -επί 90 λεπτά ορεξάτη και- άκρως αποτελεσματική Μάντσεστερ Γουνάιτεντ, δέχθηκε επτά γκολ. Χρειάζεται, μήπως, να υπογραμμίσουμε τι ακριβώς κινδυνεύουν να πάθουν ομάδες πολύ υποδεέστερες (αυτών που προαναφέραμε), εάν δεν βρουν αντίδοτα στον αγγλικό ρυθμό; Ρωτήστε τη Σλάβια και τη Φενερμπαχτσέ πώς πέρασαν, στην τρέχουσα σεζόν, στο «Εμιρέιτς» και το «Ανφιλντ» αντιστοίχως. Φέτος ο Ολυμπιακός στο Τσάμπιονς Λιγκ κέρδισε αυτοπεποίθηση, «τεχνογνωσία», σεβασμό. Τίποτε (εξ αυτών) δεν είναι a priori κατοχυρωμένο για το μέλλον. Ολα όμως θα αποτελέσουν πολύτιμα συστατικά, εάν αξιοποιηθούν σωστά στο εγχείρημα της διαμόρφωσης του νέου Ολυμπιακού. Χωρίς «νεκραναστάσεις» ψυχώσεων και δόγματα του τύπου «χάνεται πρωτάθλημα, χάνεται κι ο κόσμος»…
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.