Είναι μια συζήτηση που επαναλαμβάνεται κάθε φορά που η ομάδα της Αρσεναλ καταφέρνει κάτι. Και η συζήτηση έχει τα δύο –ίδια πάντα- σκέλη, τα ίδια ερωτήματα... Το πρώτο αφορά το πόσο μακριά μπορεί να φθάσει η ομάδα των «κανονιέρηδων» και το δεύτερο αφορά την αξιολόγηση της ικανότητας του Βενγκέρ, το πόσο καλός προπονητής είναι ο Αλσατός. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι ουσιαστικά το ερώτημα είναι ένα μονάχα και μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: «Αν ο Βενγκέρ είναι τόσο καλός προπονητής όσο λένε, γιατί η Αρσεναλ δεν έχει κερδίσει ακόμη έναν τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ;». Θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα, θυμίζοντας ότι προχθές η Αρσεναλ έγινε η πρώτη αγγλική ομάδα που κέρδισε τη Μίλαν στην Ιταλία. Ενα αποτέλεσμα που μετράει όχι μόνο για την πρωτιά, αλλά και γιατί η Μίλαν, η ομάδα που νίκησε πέρυσι τον ευρωπαϊκό τίτλο, δεν χάνει εύκολα. Θυμίζω ότι πρόκειται για την ίδια ομάδα που με τον τρόπο που έπαιξε εγκλώβισε τους «κανονιέρηδες» και πήρε το αποτέλεσμα που ήθελε στο πρώτο παιχνίδι στο Λονδίνο.
Πάμε τώρα στο ερώτημα που αφορά τον Βενγκέρ, ο οποίος τον Οκτώβριο θα συμπληρώσει 12 χρόνια στον πάγκο της Αρσεναλ. Τι κατάφερε, λοιπόν, σε όλα αυτά τα χρόνια ο Βενγκέρ; Στα εύκολα πρώτα. Εκανε την Αρσεναλ μία από τις δυο-τρεις -με την προσθήκη της Τσέλσι από το 2004- καλύτερες ομάδες στο νησί. Της χάρισε εγχώριους τίτλους και μπόρεσε να συναγωνιστεί για μία οκταετία στα ίσα τη Γιουνάιτεντ, η οποία είχε πολύ περισσότερες οικονομικές δυνατότητες. Κατάφερε επίσης να οδηγήσει την Αρσεναλ σε έναν τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ και να χάσει από την καλύτερη Μπάρτσα της τελευταίας δεκαετίας, αν και μπορεί να ισχυρίζεται ότι ίσως να είχε καλύτερη τύχη, αν μια διαιτητική απόφαση ήταν διαφορετική. Ο Φέργκιουσον που είναι 20 χρόνια στη Γιουνάιτεντ πήγε στον τελικό μόνο μία φορά και τον κέρδισε, με εκείνο τον μνημειώδη τρόπο στις καθυστερήσεις το 1999.
Ο τελικός και το τρόπαιο δεν είναι και εύκολη υπόθεση, πόσω μάλλον όταν προσπαθείς να τα καταφέρεις και στο πρωτάθλημά σου, το πιο δύσκολο του κόσμου. Ο προπονητής της Αρσεναλ, επίσης, είναι αυτός που τη μεταμόρφωσε οργανωτικά και οικονομικά. Με το καινούργιο γήπεδο, για το οποίο επέμενε και δούλεψε από το 1998 ο Αλσατός, η Αρσεναλ απόκτησε τις οικονομικές δυνατότητες που της έλειπαν, εξασφαλίζοντας ένα σοβαρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αυτά είναι τα εύκολα χνάρια που αφήνουν οι πατημασιές του Βενγκέρ.
Στα κρυμμένα χνάρια του Αλσατού βρίσκεται ο τρόπος που οργάνωσε τις ακαδημίες του συλλόγου και το σκάουτινγκ, με αποτέλεσμα να ανακαλύπτει ποδοσφαιρικά ταλέντα με μεγαλύτερη συχνότητα από κάθε άλλον. Και δεν είναι μόνον η ανακάλυψη, είναι και η συμβολή του στη διαδικασία της ωρίμασής τους. Φάμπρεγκας, Γουόλκοτ, Φλαμινί, Χλεμπ, Εμπουε, για να αναφέρω μερικούς. Ισως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του να είναι το γεγονός ότι άλλαξε ολοκληρωτικά την αντίληψη των Αγγλων για το ποδόσφαιρο σε ό,τι αφορά την προπόνηση, την προετοιμασία, τη διατροφή και την ψυχολογική διαχείριση των ποδοσφαιριστών. Και αυτά τα πράγματα είναι πολύ σπουδαιότερα επιτεύγματα για έναν προπονητή από δύο, ας πούμε, ευρωπαϊκά τρόπαια.
Στη διάρκεια αυτής της δωδεκαετίας ο Βενγκέρ έφτιαξε μία ομάδα πρωταγωνίστρια, η οποία έφθασε κάποια στιγμή στην κορυφή της απόδοσής της, και λίγο πριν από την καμπή της παρακμής άρχισε να φτιάχνει μια δεύτερη –αυτή που βλέπουμε τώρα– με πολύ χαμηλό μέσο όρο ηλικίας. Από την ομάδα που έχει τώρα στα χέρια του το μόνο που λείπει είναι η εμπειρία. Και τα τρόπαια. Αλλά με την μπάλα που παίζει –προσωπικά– λίγο με νοιάζει αν θα τους κατακτήσει. Την Ουγγαρία του '54 ή την Ολλανδία του '74 δεν τις είδε κάποιος να κερδίζουν τίτλους. Ομως κανείς δεν θα τις ξεχάσει. Ποτέ.
Υπάρχει κίνδυνος εξαγοράς της Αρσεναλ;
Γράφω για κίνδυνο, γιατί αυτός που θα μπορούσε να ολοκληρώσει μία τόσο δύσκολη επιχείρηση, όπως αυτή της εξαγοράς, δεν φαντάζει και πολύ αισιόδοξη προοπτική. Εδώ και καιρό όλοι έχουν αντιληφθεί πως ο Ουζμπέκος εκατομμυριούχος Αλισερ Ουσμάνοφ, ο οποίος ξεκίνησε να μαζεύει μετοχές της Αρσεναλ αγοράζοντας για αρχή το ποσοστό που είχε ο πρώην αντιπρόεδρος του συλλόγου, Ντέιβιντ Ντέιν, πολύ θα ήθελε να γίνει ένας νέος Αμπράμοβιτς. Δεν έχει όμως τα λεφτά του. Το ποσοστό του Ντέιν έφθανε το 14,58% και ο Ουσμάνοφ το απέκτησε μέσω της επενδυτικής του εταιρείας Red & White έναντι 105 εκατομμυρίων ευρώ. Ο Ουσμάνοφ, που βρίσκεται στη 18η θέση του καταλόγου με τους πλουσιότερους Ρώσους, δεν μπορεί να κινηθεί με την οικονομική άνεση του ιδιοκτήτη της Τσέλσι, αλλά έχει καλές σχέσεις με αρκετούς κεφαλαιούχους, όπως ο Αμερικανός πολυεκατομμυριούχος Σταν Κρένκε, που κι αυτός ήθελε πολύ να αποκτήσει την Αρσεναλ. Ο Ουσμάνοφ έχει γίνει φανερό ότι έχει στόχο να μαζέψει στα χέρια του όσες περισσότερες μετοχές μπορεί, στόχος οπωσδήποτε δύσκολος, με δεδομένο ότι οι μετοχές των «κανονιέρηδων» έχουν μικρή διασπορά, δηλαδή βρίσκονται στα χέρια λίγων ανθρώπων. Μετά το ποσοστό του Ντέιν, ο Ουσμάνοφ μπόρεσε να αγοράσει σταδιακά κι άλλες μετοχές, ανεβάζοντας το ποσοστό του στο 24,5%, ξοδεύοντας άλλα 95 περίπου εκατομμύρια ευρώ. Η κάθε μετοχή της Αρσεναλ κοστίζει πάνω από 12.000 ευρώ, γεγονός που ανεβάζει τη μετοχική αξία της ομάδας στα 820 περίπου εκατομμύρια ευρώ. Αν υπολογιστεί σε αυτό το ποσό και η αξία του νέου γηπέδου, όπως και το χρέος της ομάδας, το συνολικό ποσό που κάποιος θα χρειαστεί να δώσει για να αγοράσει τον λονδρέζικο σύλλογο φτάνει στο ποσό που έδωσε ο Γκλέιζερ –ή και λίγο παραπάνω– για να αγοράσει τη Μάντσεστερ. Το κλειδί σε αυτή την ιστορία με τις μετοχές είναι το 30%. Οποιος το αποκτήσει, πρέπει σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στο χρηματιστήριο του Λονδίνου να κάνει πρόταση εξαγοράς του συνόλου των μετοχών.
Οι άνθρωποι της Αρσεναλ, πάντως, που δεν πολυγουστάρουν τον Ουζμπέκο, με το ποσοστό που έχει τώρα θα είναι πολύ δύσκολο να του αρνηθούν μία θέση στο διοικητικό συμβούλιο, αν τη ζητήσει.
Η διπλωματία της Ε.Ε. και το όνομα της ΠΓΔΜ
Το πόσο καλά είναι προετοιμασμένη η ελληνική διπλωματία για τη διαπραγμάτευση γύρω από το όνομα της ΠΓΔΜ θα έχουμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε όταν θα έχει χρησιμοποιηθεί –αν φθάσουμε μέχρις εκεί- το όπλο του βέτο. Τότε θα φανεί και η στρατηγική της ελληνικής πλευράς. Μέχρι τότε, αναρωτιέμαι αν μπορεί να προσμένει κάποια βοήθεια από την Ε.Ε. και τι είδους βοήθεια μπορεί να είναι αυτή. Η απάντηση δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Η Ε.Ε. στο θέμα του Κοσσόβου εμφανίζεται διχασμένη. Παράλληλα με τις όποιες επιλογές της και έχοντας απορρίψει αποφάσεις του ΟΗΕ -ακυρώνοντας έτσι τον ρόλο του οργανισμού-, δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να περιμένουμε κάποια βοήθεια από τις Βρυξέλλες. Από τη στιγμή που η εξωτερική πολιτική δεν είναι κοινή, θα πρέπει να προετοιμαστούμε ακόμη και για εχθρική στάση από κάποιους από τους εταίρους μας, αν τα συμφέροντά τους δεν συμπίπτουν με τα δικά μας στο θέμα της ονομασίας.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.