Πριν από μερικά χρόνια, αν κάποιος πήγαινε σε έναν εκδότη ένα χειρόγραφο με θέμα τη γεωπολιτική του ποδοσφαίρου, το πιο πιθανό είναι να τον αντιμετώπιζαν με συμπάθεια. Εκείνη τη συμπάθεια της μορφής «ρε τον κακομοίρη, τι έπαθε... του σάλεψε από το διάβασμα», που συνοδεύεται και από ένα χαμόγελο κατανόησης για την περίπτωσή του. Αυτά πριν από μερικά χρόνια.
Γιατί τώρα οι συνθήκες έχουν αλλάξει δραματικά. Το ποδόσφαιρο είναι ένας προνομιακός χώρος για να μελετήσει κάποιος τα χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης και, συνεπεία τούτου, πληθαίνουν τα βιβλία που αντιμετωπίζουν το ποδόσφαιρο με τη σοβαρότητα που του αξίζει. Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που εξετάζουν αναλυτικά και με επάρκεια το ποδόσφαιρο στις μέρες μας -με ένα άρωμα γαλλικής αλαζονείας- είναι το βιβλίο του Πασκάλ Μπονιφάς «παγκοσμιοποίηση και ποδόσφαιρο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Ο Μπονιφάς είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων στο Παρίσι και διδάσκει στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών σπουδών του Πανεπιστημίου Paris VIII. Αντιγράφω ένα σημείο που αφορά τη σχέση του ποδοσφαίρου με τον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο. «Σε ό,τι αφορά το ποδόσφαιρο, τη θέση του εθνικού ορίζοντα έχει διαδεχθεί ένας ορίζοντας ευρωπαϊκός. Συχνά φοβόμαστε ότι η Ευρώπη θα εξαλείψει τις εθνικές ταυτότητες. Στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει τέτοιος φόβος. Πρώτα απ’ όλα γιατί οι εθνικές ομάδες παραμένουν ισχυρά σύμβολα και μάλιστα ισχυροποιημένα σε σχέση με το παρελθόν.
Αν και αποκτήσαμε κοινούς θεσμούς και κοινό νόμισμα, απέχουμε πολύ από τον καιρό που θα έχουμε μία εθνική Ευρώπης. Ομως και το ενδιαφέρον που δείχνουμε για τον ευρωπαϊκό χώρο δεν αναπτύσσεται σε βάρος του ενδιαφέροντος γι’ αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μας. Αυτοί που ενδιαφέρονται για το ποδόσφαιρο παρακολουθούν το εθνικό πρωτάθλημα με το ίδιο ενδιαφέρον που παρακολουθούν και τα πρωταθλήματα των γειτόνων μας, όπου άλλωστε αγωνίζονται ποδοσφαιριστές από όλη την Ευρώπη, καθώς και αρκετοί Γάλλοι. Αντίθετα, αυτοί που δεν ενδιαφέρονται για το ποδόσφαιρο δεν ενδιαφέρονται για κανένα πρωτάθλημα, είτε το δικό μας είτε ξένο.
Δεν ισχύει εδώ όπως το ακούμε συχνά και με κάθε ευκαιρία, το "η Ευρώπη ενάντια στα έθνη". Στο ποδόσφαιρο οι σκοποί της Ευρώπης και των εθνών δεν διαφέρουν. Εδώ μάλλον ισχύει το "η Ευρώπη και τα έθνη" ή το "ούτε η Ευρώπη ούτε τα έθνη". Θα άξιζε επίσης να σημειώσουμε ότι η υπογραφή της συμφωνίας της Ρώμης (ιδρυτική συνθήκη της ΕΟΚ) συνέπεσε χρονικά με τη διεξαγωγή του πρώτου Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης που κατέκτησε η Ρεάλ (1956-57).
Αυτή η χρονική σύμπτωση μάς υποδεικνύει παράλληλα και τα όρια της επιχειρούμενης σύγκρισης. Η Ισπανία, που την εποχή εκείνη ήταν αποκλεισμένη από την Ευρώπη για πολιτικούς λόγους (λόγω της δικτατορίας του Φράνκο), επρόκειτο να κυριαρχήσει στη νεογέννητη ποδοσφαιρική Ευρώπη. Την Ισπανία θα ακολουθούσε η Πορτογαλία με την Μπενφίκα, εξίσου αποκλεισμένη από την Ευρώπη λόγω του δικτατορικού της καθεστώτος.
Ωστόσο η συγκρότηση αυτής της Ευρώπης του ποδοσφαίρου επιτάχυνε την ανάπτυξη του αισθήματος ένταξης σε ένα κοινό ευρωπαϊκό χώρο, και αυτό σε μία ήπειρο που στη διαδρομή των αιώνων σπαράχτηκε από εσωτερικούς πολέμους».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.