Διάβαζα το χθεσινό άρθρο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου και συμφωνώ απόλυτα. Το τηλεοπτικό ψείρισμα των αμφισβητούμενων φάσεων στην τηλεόραση, αντί να ρίχνει φως, δημιουργεί άλλοθι για τις ομάδες που χάνουν. Το ριπλέι στο ποδόσφαιρο είναι τόσο ψεύτικο όσο θα ήταν αν χρησιμοποιείτο με την ίδια λογική στο άλμα εις ύψος για να δείξει πόσο χρόνο μένει ο άλτης στον αέρα. Κέφι και διάθεση να υπάρχουν και όχι μόνο βρίσκονται δύο οφσάιντ του πόντου στο ματς του Ηρακλή με τον Ολυμπιακό, αλλά ακυρώνονται και δύο γκολ επειδή ο Κατσιαμπής σκαρφάλωσε στην πλάτη του Σέζαρ και ο Κοβάσεβιτς έσπρωξε τον αντίπαλό του στον αέρα. Και δίνεται και πέναλτι στον Ολυμπιακό από το χέρι του αμυντικού του Ηρακλή στο πέμπτο λεπτό. Οπως καλή διάθεση να υπάρχει και ο Παναθηναϊκός παίρνει στη Λεωφόρο όχι ένα πέναλτι, αλλά τρία.
Ας πούμε, όμως, ότι είχαν γίνει όλα αυτά. Ας πούμε ότι στο Καυταντζόγλειο είχαν ακυρωθεί τα δύο γκολ και στη Λεωφόρο είχαν δοθεί τρία πέναλτι. Θα ήταν δικαιότερη τότε η διαιτησία; Οχι μόνο δεν θα ήταν δικαιότερη, αλλά θα ήταν μια κωμωδία. Γιατί πείτε μου πόσα ευρωπαϊκά ματς θυμάστε που να έχουν ακυρωθεί δύο γκολ από φάουλ στη διεκδίκηση στον αέρα και πόσα άλλα που μια ομάδα κέρδισε τρία πέναλτι. Και να θυμάστε, αποκλείεται να είναι πάνω από τρία. Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν κάτι τόσο σπάνιο να συμβαίνει σε δύο ελληνικά ματς την ίδια αγωνιστική; Η απάντηση είναι ότι δεν συνέβη. Συμβαίνει στο ποδόσφαιρο του ριπλέι. Στο οποίο θα έπρεπε να υπήρχε ένας διαιτητής που να κάθεται σε ένα μπουθ και να έχει δικαίωμα να σταματάει το ματς στο επόμενο τρίλεπτο από μια φάση και να αποφασίζει τι θα δώσει. Στο πραγματικό ποδόσφαιρο, αν το σπρώξιμο και το σκαρφάλωμα δεν είναι κραχτό, αν η μπάλα δεν αλλάξει πορεία επειδή χτύπησε στο χέρι, παράβαση δεν υπάρχει και ούτε πρέπει να υπάρχει. Το ότι, όμως, υπάρχει μόνο στην Ελλάδα έχει λόγους.
Στην Ελλάδα δεν κοιτάμε τι έγινε, αλλά ποιος μπορεί να ευνοήθηκε από αυτό που στην τηλεόραση διακρίναμε στο τρίτο ριπλέι. Διότι στην Ελλάδα είχαμε την Παράγκα, την οποία το ποδόσφαιρο πληρώνει και για πολύ καιρό ακόμα θα την πληρώνει. Οχι διότι η Παράγκα υπήρξε, αλλά επειδή έμεινε ατιμώρητη. Σήμερα η διαιτησία στην Ελλάδα είναι αντίστοιχη με το τι θα είχε συμβεί αν στη μεταπολίτευση του 1975 οι πραξικοπηματίες έμεναν ατιμώρητοι και το επιτελείο το ίδιο. Το ποδόσφαιρο πληρώνει την ανυπαρξία κάθαρσης και την ύπαρξη των ίδιων ατόμων που δημιούργησαν, στήριξαν ή ανέχτηκαν την Παράγκα. Μέχρι ο χρόνος να τους αποστρατεύσει θα ψάχνουμε να βρούμε στα τρία ριπλέι αν πίσω από το σπρώξιμο του πούπουλου και το οφσάιντ του πόντου κρύβεται το μήνυμα ότι το σύστημα συνεχίζει να λειτουργεί.
Επειδή το εορτολόγιο και οι βίοι των αγίων μπορούν να αποτελέσουν βάση για τις δηλώσεις στις συνεντεύξεις Τύπου μετά τα ματς, υλικό για την επόμενη αγωνιστική μπορεί να δώσει ο βίος του Αγίου Αθανασίου, που τη μνήμη του γιορτάζουμε στις 18 Ιανουαρίου. Ο οποίος άγιος έκανε όνομα ως αντίπαλος του αιρετικού πατριάρχη Αλεξανδρείας, Αρειου, τον τέταρτο αιώνα. Στην αρχή του ματς ο Αρειος είχε πάρει κεφάλι, πετυχαίνοντας την εξορία του Αθανάσιου αρκετές φορές. Ο Αθανάσιος, όμως, δεν πτοήθηκε από τις λειτουργίες που αναγκάστηκε να κάνει εκτός έδρας, επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια και τράβηξε μια περιποιημένη κατάρα στον Αρειο, που στη διαδρομή για να λειτουργήσει στον πατριαρχικό ναό της Αλεξάνδρειας χέστηκε, μετά αιμορράγησε και τελικά πέθανε. Συμπέρασμα; Οποιος διαιτητής πηγαίνει να σφυρίξει σαν χεσμένος στο Καραϊσκάκη κακό τέλος θα έχει.
Ενας ακόμα άγιος που μπορεί να γίνει σύμβολο για την ΑΕΚ είναι ο Θεοδόσιος ο Νέος (για τους φίλους του JR). Ο οποίος γεννήθηκε τον 9ο αιώνα, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και, αν και Αθηναίος, μόνασε κοντά στο Αργος. Με τη νηστεία και τις προσευχές έχτισε μια εκκλησία και άρχισε να κάνει θαύματα. Συμπέρασμα; Για να πετύχεις δεν χρειάζεται να έχεις μεγάλο μπάτζετ, αλλά πίστη και δουλειά, με την οποία μπορείς να κάνεις θαύματα και βασικό τον Χρόνη και τον Μπαρμπούδη. Επίσης, το θέμα δεν είναι πού θα χτίσεις την εκκλησία και το γήπεδο, αλλά να το χτίσεις, αφού θαύματα και εισιτήρια χωρίς το οίκημα δεν γίνονται.
Εν τω μεταξύ, δύο ήταν οι μεγάλες διαπραγματεύσεις της μεταγραφικής σεζόν του χειμώνα. Του Μπελούτσι, που έκλεισε στα επτά και κάτι για το 50% των δικαιωμάτων του, και του Μεντόζα, που σίγουρα θα κλείσει, αν η διοίκηση της ΑΕΚ δώσει τα οκτώ κατοστάρικα χιλιάρικα που στοιχίζει ολόκληρος για τρία χρόνια. Τώρα, αν αυτό είναι κανονικό παιχνίδι, τότε η θεία μου η Μαριάννα, που κάθε Πρωτοχρονιά έπαιζε 31 με φασόλια, πρέπει να δηλώνει συνάδελφος τζογαδόρος του Τζον Τάραμας.
Μέσα σε αυτές τις ευσεβείς και μπατζετικές σκέψεις έχεις στο γραφείο και τον Ηρακλή Αντύπα, το dancing bear της «SportDay», να σου πρήζει το κεφάλι ότι οι συντάκτες της ΑΕΚ για να γράψουν το πρωταθλητής έστω και χειμώνα πρέπει να ανοίξουν το λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη στο Χ. Και μαζί του και ο Χελάκης να λέει ότι πρέπει να αλλάξω το όνομά μου από Αντώνης σε «Ιωάννης» από τις κωλοτούμπες που κάνω και μετέτρεψα την ΑΕΚ από μεγάλο φαβορί σε σκέτο φαβορί. Επειδή, λοιπόν, ορισμένοι άνθρωποι περιμένουν στη γωνία να σου την πουν και επειδή λόγω αισθητικής δεν θέλω να τους ξηγηθώ κατάρα να πάθουν ό,τι ο Αρειος, μια διευκρίνιση. Κάθε κείμενο κρίνεται στον χρόνο που έχει γραφτεί. Ενα μεγάλο φαβορί μπορεί να γίνει φαβορί ή αουτσάιντερ στην πορεία μιας διοργάνωσης. Αν, λοιπόν, στην ΑΕΚ αποφασίσουν οι παίκτες να ασχολούνται με το τι έγινε στο Καυταντζόγλειο αντί για το τι συνέβη στην Τρίπολη και χάσανε το ματς, εύκολα παραμένουν φαβορί. Για το UEFA...
Οποιος κάνει εκτιμήσεις, κάποιες θα του βγουν και κάποιες όχι. Από το ποσοστό των σωστών εκτιμήσεων φαίνεται πόσο στρίβει αυτός που τις κάνει. Να γράψω, λοιπόν, ότι οι δυσκολότερες εκτιμήσεις είναι αυτές που αφορούν τίτλους και αποτελέσματα αγώνων, διότι παίζει ρόλο, όχι μόνο η δυναμικότητα μιας ομάδας, αλλά και της άλλης. Πολύ ευκολότερη είναι η εκτίμηση των ικανοτήτων ενός παίκτη.
Η μεγαλύτερη αποτυχία που είχα ποτέ για την καριέρα ενός παίκτη ήταν με τον Σπύρο Βάλλα. Είχα εκτιμήσει ότι θα γινόταν ένας από τους καλύτερους Ελληνες αμυντικούς και μέχρι στιγμής έχω πέσει έξω. Ο λόγος ότι ο Βάλλας δεν βγήκε ήταν ο δυσκολότερος να εκτιμηθεί. Διότι άλλο να βλέπεις κάτι οφθαλμοφανές, ότι ένας παίκτης δεν μπορεί να κοντρολάρει την μπάλα ή δεν πηδάει για κεφαλιά, και άλλο να μπορείς να καταλάβεις ότι αγχώνεται τόσο με τη φανέλα μιας μεγάλης ομάδας μέχρι που να μην μπορεί να παίξει. Επίσης, λάθος εκτίμηση έκανα και με τον Σορεντίνο, που στις πρώτες εμφανίσεις του έμοιαζε πολύ παχύς και χωρίς έξοδο για να γίνει τερματοφύλακας της ΑΕΚ. Πρέπει να πω ότι υποτίμησα και τον Μάτος, που στην αρχή μού είχε φανεί ότι μπορεί να παίξει μόνο τον ρόλο του υαλοκαθαριστήρα. Κόψιμο στο κέντρο και την μπάλα στον κοντινότερο συμπαίκτη στα δεξιά ή τα αριστερά, για να κάνει παιχνίδι κάποιος που ξέρει παραπάνω μπάλα.
Από την άλλη, για να ευλογήσω και τα γένια μου, είχα από την πρώτη μέρα φαγωθεί ότι ο Νασίφ Μόρις είναι επιπεδάτος αμυντικός, ότι ο Πάντος έχει δει την άσχημη πλευρά του ποδοσφαίρου αρκετά για να μπορεί να καταλάβει ότι πρέπει να εκμεταλλευθεί τη μοναδική καλή ευκαιρία που του έτυχε με τη μεταγραφή του στον Ολυμπιακό, ότι ο Σωτήρης Νίνης είναι ό,τι πιο χαρισματικό πάτησε το χορτάρι των ελληνικών γηπέδων τα τελευταία χρόνια και ότι ο Παπασταθόπουλος είναι ό,τι πιο ώριμο εμφανίστηκε σε οθόνη μετά τη Σίρλεϊ Τεμπλ.
Οσο για τα αρνητικά, το πρώτο πράγμα που κοιτάζω σε έναν παίκτη είναι το κοντρόλ. Ιδιαίτερα αν ο παίκτης είναι επιθετικός, αν δεν έχει κοντρόλ δεν πάει πουθενά. Η αρχή του ανύπαρκτου κοντρόλ ίσχυσε για την «κόμπρα του Ισημερινού» Φέλιξ Μπόρχα, για την «γκολομηχανή» της Ουγγαρίας Τόργκελε, για το αξέχαστο «ζαρκάδι της Αλ Αχλί» Φέλιξ (το έχει το όνομα) Αμποάγκουε. Φυσικά, υπάρχουν φορ που δεν έχουν σπουδαίο κοντρόλ, αλλά τότε πρέπει να έχουν θανατηφόρα τελειώματα. Περιπτώσεις όπως του Κοβάσεβιτς ή του Μπλάνκο, που την μπάλα δεν την τρέχουν, αλλά την ευκαιρία θα σου την κάνουν γκολ.
Στο πρόσφατο παρελθόν ο παίκτης που είχα εκτιμήσει ήταν ο Σωκράτης Φυτανίδης στην Καλαμαριά. Σε σημείο που να κάνω τηλεοπτική ερώτηση στον Κατσαβάκη γιατί φέτος τον χαραμίζουν στον πάγκο. Για το μέλλον, αν υπάρχουν δύο παίκτες που περιμένω να δω να εξελίσσονται, είναι ο Στέφανος Σιόντης του Παναθηναϊκού και ο Μάρκος Μαραγκουδάκης του Φωστήρα. Ο Σιόντης είναι πολύ κοντρολαρισμένος για την ηλικία του και ο Μαραγκουδάκης –και με τη γνώμη μου συμφωνεί και ο Κώστας Κιάσσος–, αφού έχει δει τη ζωή στις χαμηλές κατηγορίες, μπορεί άνετα να εξελιχθεί σε νέο Πάντο, με μεγαλύτερα όμως σωματικά προσόντα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.