Από το περσινό Παγκόσμιο Κύπελλο σκεφτόμουν τη σχέση που μπορεί να έχουν με το ποδόσφαιρο διοργανώσεις όπως το κορυφαίο ποδοσφαιρικό γεγονός του πλανήτη ή το Τσάμπιονς Λιγκ, που στα μάτια μου αρχίζουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο με marketing events, παρά με «γιορτή» για το δημοφιλέστερο παιχνίδι του κόσμου.
Ολα οργανώνονται μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Από την κλήρωση των ομίλων –που μοιάζει με ορισμό και έχει στόχο να διασφαλίσει την πορεία των ισχυρών, να αποκλείσει τις εκπλήξεις και να διασφαλίσει τα γεμάτα γήπεδα και το τηλεοπτικό ενδιαφέρον– μέχρι το τι θα φοράνε και τι θα πίνουν μέσα στα γήπεδα οι φίλαθλοι-οπαδοί. Από τις κερκίδες «εξορίζεται» ό,τι μπορεί να ενοχλήσει ή να χαλάσει την πανηγυρτζίδικη εικόνα της τηλεοπτικής κάλυψης.
Οι ποδοσφαιριστές στο γήπεδο ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο να διατηρήσουν τις δυνάμεις τους εν όψει των αγωνιστικών υποχρεώσεών τους, να κάνουν δηλαδή οικονομία δυνάμεων και να αποφύγουν κάποιο σοβαρό τραυματισμό, που μπορεί να τους κοστίσει ένα καλό συμβόλαιο. Το ποδόσφαιρο, τουλάχιστον στην Ευρώπη, τείνει να γίνει ένα απονευρωμένο παγκόσμιο τηλεοπτικό γεγονός.
Ισως είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι οι καλύτεροι παίκτες, οι πιο πολύτιμοι για τις ομάδες, είναι οι αμυντικοί ή οι ανασταλτικοί χαφ. Αποκαλυπτικό σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα του ποδοσφαίρου που παίζεται. Ενα ποδόσφαιρο που δεν έχει να κάνει με το θέαμα, αλλά με το αποτέλεσμα. Και ένα ποδόσφαιρο που επιλέγει το αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτο να βασιστεί στο σύστημα, στη συνταγή, παρά στο άτομο.
Ετσι, σε πρώτο πλάνο βρίσκονται πλέον οι προπονητές και όχι οι ποδοσφαιριστές. Οι οποίοι, τουλάχιστον εκείνοι που διακινδυνεύουν πολλά, σπάνια ρισκάρουν. Η ποδοσφαιρική σιγουριά, όμως, μπορεί να φέρνει αποτελέσματα και χρήματα, αλλά συνοδεύεται από την ανία. Η εμμονή και η εξάρτηση των προπονητών από το σύστημα κλείνoυν τον δρόμο στους νεαρούς ποδοσφαιριστές που θα μπορούσαν να φρεσκάρουν την ποιότητα του θεάματος.
Οι νέοι ποδοσφαιριστές, βλέπετε, δεν είναι «δοκιμασμένοι». Είναι σαν τους άνεργους πτυχιούχους, που όταν αναζητούν δουλειά οι πιθανοί εργοδότες τούς επισημαίνουν την έλλειψη εμπειρίας. Το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο σε επίπεδο Τσάμπιονς Λιγκ αλλά και Παγκοσμίου Κυπέλλου είναι, ως θέαμα, ένα ετεροκαθοριζόμενο γεγονός. Την ποιότητα του θεάματος, τώρα, την καθορίζουν ένα σωρό εξωποδοσφαιρικοί παράγοντες, κυρίως οικονομικοί.
Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Στον απολογισμό της διοργάνωσης από το 1998 και μετά εκείνο που κυριαρχεί είναι τα οικονομικά δεδομένα, αποκλειστικά. Πόσοι παρακολούθησαν από την τηλεόραση, πόσα εισιτήρια πουλήθηκαν, πόσα εισέπραξε η ΟΥΕΦΑ, πόσα οι ομάδες, πόσα ελπίζουν να κερδίσουν οι χορηγοί, τι τζίρος έγινε στο στοίχημα, ποια ήταν η επίπτωση στον τουριστικό τομέα και άλλες συναφείς ερωτήσεις που αφορούν ποσότητες.
Μπορεί πλέον το Τσάμπιονς Λιγκ ή και το Παγκόσμιο Κύπελλο να έχουν αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν drama, αλλά δεν έχουν χαρακτήρα. Ποδοσφαιρικό εννοώ και όχι εμπορικό. Το ποδόσφαιρο παίζεται από ανθρώπους με συναισθήματα και αδυναμίες και όχι από τέλεια, χαμογελαστά και καλογυαλισμένα ανθρωπάκια, που η πρώτη δουλειά τους είναι να προσφέρουν κοινό στους διαφημιστές και δευτερευόντως να χαρούν –αν αυτό συμβαίνει...– το παιχνίδι.
Αυτό το παιχνίδι, που κάποιοι θέλουν να το απονευρώσουν για να το μεταβάλουν σε ένα είδος μιας «καθωσπρέπει» διασκέδασης για όλους, που όλοι θα χειροκροτούν την ίδια στιγμή και θα καταναλώνουν τα ίδια προϊόντα, δεν είναι το ποδόσφαιρο που αγαπήσαμε. Το παιχνίδι, όταν μεταβάλλεται σε προϊόν, αναιρεί τον ίδιο τον εαυτό του.
Ολο και περισσότερο συλλογιέμαι τον Εντουάρντο Γκαλεάνο, που έγραψε ότι το σύγχρονο ποδόσφαιρο οργανώνεται όλο και περισσότερο, με στόχο να αποτρέψει το ενδεχόμενο να παιχτεί παιχνίδι. Δυστυχώς, τα πολλά χρήματα και η τηλεοπτική λάμψη δεν μπορούν να κρύψουν αυτή την αρρώστια, που φοβάμαι ότι όσο περνάει ο καιρός τόσο εξαπλώνεται...
Το παιχνίδι των πλουσίων
Eδώ και κάμποσα χρόνια έχω αντιληφθεί ότι στο ποδόσφαιρο οι αιτίες βρίσκονται έξω από το πράσινο ορθογώνιο με τις λευκές γραμμές, που έχει «στοιχειώσει» τα καλύτερά μου χρόνια. Οπως και πολλών από εσάς, φαντάζομαι.
Το ποδόσφαιρο αλλάζει διαρκώς, μια και αποτελεί κομμάτι της κοινωνίας, η οποία δεν μένει ποτέ στατική. Το αν κινείται προς μια κατεύθυνση βελτίωσης ή επιδείνωσης είναι κάτι που μπορούμε να το συζητήσουμε, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι κινείται. Πλέον η πορεία μιας ομάδας καθορίζεται περισσότερο από τον τρόπο που διοικείται και τα οικονομικά μεγέθη της, παρά από την αγωνιστική αξία των ποδοσφαιριστών και του προπονητή της.
Το ποδοσφαιρικό περιβάλλον έχει μεταβληθεί σε τέτοιο βαθμό, που τώρα πια, για παράδειγμα, το μεγαλύτερο κατόρθωμα στην Αγγλία δεν είναι αν μία ομάδα κατακτήσει το νταμπλ, αλλά αν μια ομάδα από την πρώτη κατηγορία ανέβει στην Πρέμιερσιπ και διατηρηθεί εκεί. Ο ανταγωνισμός στο ποδόσφαιρο πλέον είναι κυρίως θέμα οικονομικού μεγέθους, παρά αγωνιστικού.
Πριν από μία δεκαετία σε έναν τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ θα μπορούσαμε να δούμε μια μικρή ομάδα. Από το 2008 και μετά θα είναι έκπληξη αν δούμε στον τελικό μια ομάδα που δεν βρίσκεται στον κατάλογο των 20 πλουσιότερων. Μια μικρή, μια άγνωστη ομάδα είναι και λιγότερο εμπορική και φαντάζομαι ότι αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει αυτό.
Η οικονομική δύναμη πλέον είναι καθοριστικό στοιχείο επιρροής, παρέμβασης και εξουσίας. Ακόμα και στο διεθνές πολιτικό σκηνικό δεν είναι ίδια η επιρροή της Ελλάδας ή της Βουλγαρίας με αυτή της Γερμανίας ή της Γαλλίας, για παράδειγμα. Δεν μου αρέσει που το δίκαιο διαμορφώνεται με βάση την ισχύ, αλλά ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι οι ομάδες, όπως και οι χώρες τώρα, είναι ισότιμες, αλλά δεν είναι ίσες.
Την ανάγκη να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, εις βάρος κάποιων άλλων φυσικά, με απώτερο στόχο να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, την κατάλαβαν από πολύ νωρίς οι ισχυρότερες ομάδες της ευρωπαϊκής ηπείρου. Και σιγά σιγά δημιούργησαν ένα περιβάλλον που αφήνει χώρο μόνο για το ποδόσφαιρο των πλουσίων.
Η βαθμολογία των διαιτητών
Εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία για να θυμίσω σε πολλούς –με αφορμή την παραπομπή του Κασναφέρη– ότι οι διαιτητές βαθμολογούνται σε πέντε τομείς. Στην προσωπικότητα, που αξιολογούνται η εμφάνιση, η συμπεριφορά, το κύρος ενός διαιτητή, η αντικειμενικότητά του, ο επηρεασμός από το κοινό και η συμπεριφορά του απέναντι στους ποδοσφαιριστές. Στη φυσική κατάσταση, στην εφαρμογή και την ερμηνεία των κανονισμών, στη συνεργασία με τους βοηθούς και στην επιτυχία τήρησης του διαγώνιου συστήματος –αν μπορεί δηλαδή να κινείται διαγώνια στο γήπεδο για να έχει ανά πάσα στιγμή οπτική επαφή με τους βοηθούς και αν παίρνει τις σωστές θέσεις στις στημένες φάσεις– και τέλος στον πειθαρχικό έλεγχο, αν δηλαδή χρησιμοποιεί σωστά τις κάρτες. Σε κάθε τομέα η βαθμολογική κλίμακα είναι από το 1 μέχρι το 10. Oι βαθμοί που παίρνει κάποιος διαιτητής και στους πέντε τομείς προστίθενται και ο αριθμός που θα προκύψει από τη διαίρεση με το 5 είναι ο μέσος όρος. Ο διαιτητής που θα βαθμολογηθεί με 6 δεν παραπέμπεται αυτόματα –όπως γινόταν παλιότερα–, αλλά τίθεται στη διάθεση της ΚΕΔ.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.