Θυμάμαι, σαν να ήταν χθές, την πρώτη φορά που είδα τον Δημήτρη Διαμαντίδη σε δράση. Ηταν ένας αγώνας του Ηρακλή στο Μαρούσι, την άνοιξη του 2001. Τότε ο «Γηραιός» έπαιζε στην Α1, είχε αφεντικό τον Πρόδρομο Εμφιετζόγλου, προπονητή αν θυμάμαι καλά τον Ηλία Αρμένη και βασικό πόιντ γκαρντ τον Ρώσο Βασίλι Καράσεφ. Ο άγνωστος στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ Διαμαντίδης, 21 ετών, αλλά δίχως πολλές συμμετοχές στις μικρές εθνικές ομάδες, ήταν ρεζέρβα των 10-12 λεπτών. Δεν τον ήξερα καθόλου.
Οταν ο Δημητράκης πάτησε το παρκέ για να ξεκουράσει τον Καράσεφ, γέμισε το γήπεδο με την παρουσία του. Εκλεβε μπάλες, έδινε ασίστ από 20 μέτρα, σούταρε τρίποντα με θράσος χιλίων Καράσεφ, πάλευε με τους ψηλούς για τα ριμπάουντ, πάσχιζε να μοιράσει τάπες. Ο Ηρακλής πήρε το ματσάκι με 95-91. Οταν η υπηρεσία του Γαλάνη μάζεψε τα στατιστικά, ο Διαμαντίδης είχε παίξει 31 λεπτά και ο βασικός Καράσεφ μόλις 12. Εάν κάποιος έχει κρατήσει την κασέτα του αγώνα, ας ψηλαφίσει τα λόγια του ταπεινού σας τηλεσχολιαστή. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς έλεγε η αφεντιά μου, θυμάμαι όμως πόσο είχα εντυπωσιαστεί. Και το μοιράστηκα με τους τηλεθεατές.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ο Πρ. Εμφιετζόγλου είχε ανοίξει τις πύλες της έπαυλής του στους εκπροσώπους του Τύπου. Τότε κοιτάζαμε με δέος τον άνθρωπο-βουνό, Σοφοκλή Σχορτσανίτη (ήταν σχολιαρόπαιδο ακόμα), και σφίγγαμε το χέρι των αστέρων της ομάδας, Νίκου Χατζηβρέττα και Λάζαρου Παπαδόπουλου.
«Και πού να δείτε αυτόν που θα λανσάρουμε όπου να 'ναι, μου είχε πει κλείνοντας με νόημα το μάτι ο προπονητής, Ηλ. Αρμένης. «Είναι εκείνος ο ντροπαλός που κάθεται στη γωνία. Διαμαντίδη τον λένε. Θα αφήσει εποχή». Πώς να φανταστώ ότι είχα μπροστά μου τον μελλοντικό «σούπερμαν» του ελληνικού -και ευρωπαϊκού- μπάσκετ, αλλά και τον πυρήνα μιας δευτεραθλήτριας Κόσμου Εθνικής ομάδας;
Ο Γιάννης Ιωαννίδης κάλεσε γρήγορα τον Διαμαντίδη στην Εθνική ομάδα, οι δε αδελφοί Γιαννακόπουλοι τον έντυσαν στα πράσινα, αρπάζοντάς τον μέσα από τα χέρια των «ερυθρολεύκων». Τη μέρα της μεταγραφής του στον Παναθηναϊκό διαμορφώθηκαν οι ισορροπίες του ελληνικού συλλογικού μπάσκετ για κάμποσα χρόνια, όπως αποδείχθηκε.
Στην εξαετία που μεσολάβησε από τότε που τον πρωτοείδα, ο λιγομίλητος και σεμνός «Μίμης» από την Καστοριά κατέκτησε την Ελλάδα, την Ευρώπη ολόκληρη, αλλά και την Αμερική, σε εκείνον τον αξέχαστο ημιτελικό της Ιαπωνίας. Θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο ΝΒΑ, είμαι απόλυτα βέβαιος για αυτό, αλλά δεν ενδιαφέρεται.
Χθες κατέκτησε μια κορυφή την οποία, από τα εκλεκτά παιδιά του ελληνικού μπάσκετ, είχε πατήσει μόνο ο Νίκος Γκάλης. Αναδείχθηκε Ευρωπαίος μπασκετμπολίστας της χρονιάς -χωρίς να εξαιρούνται από το γκάλοπ όσοι αγωνίζονται στο ΝΒΑ- από το ιταλικό περιοδικό «Superbasket». Μάλιστα κέρδισε το βραβείο σε μια χρονιά σχετικής ύφεσης για την Εθνική ομάδα. Ηταν όμως MVP της Ευρωλίγκας, MVP του φάιναλ φορ, MVP της ελληνικής Α1, πρωταθλητής Ευρώπης, νταμπλούχος Ελλάδας, πρωταγωνιστής της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ, αθλητής της χρονιάς στο (ανυπόληπτο πάντως) δημοψήφισμα του ΠΣΑΤ, ο κυρίαρχος του στερεώματος. Αυτός, που ήταν, είναι και μάλλον θα μείνει για πάντα το καλύτερο παιδί.
Αν μπορείτε να βρείτε καλύτερο πρότυπο για τα μικρά παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με τον αθλητισμό, να μου το δείξετε και μένα, για να μαθαίνω.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.