Πέρασε στα ψιλά μία δήλωση του Γιάννη Ιωαννίδη ότι με τον νόμο περί αθλητισμού «πηγαίνουν στη φυλακή αθώοι». Αν δεν ήταν μια προσπάθεια να ικανοποιηθούν οι ΠΑΟΚτσήδες που έχουν οργανωμένους στη φυλακή μετά τα επεισόδια της πρώτης αγωνιστικής στην Ξάνθη, έχει ενδιαφέρον να μάθουμε ποιοι είναι οι αθώοι που βρίσκονται στη φυλακή. Ετσι και ονοματιστούν, υπόσχομαι να ξεκινήσουμε αγώνα μέχρις εσχάτων Ελευθεράτοι και Τσοχοχελάκηδες.
Μία από τις περασμένες μέρες άκουγα την εκπομπή του Ελευθεράτου. Οπου σε μια στιγμή βγήκε στον αέρα ένας ακροατής για να πει ότι ο αδελφός του είπε ότι ο Μοχάμεντ Αλι, την εποχή που ξεκινούσε την καριέρα του, έχασε ένα ματς από κάποιον πυγμάχο, αλλά τα αμερικανικά Μέσα κράτησαν την ήττα μυστική. Τόσο επιτυχημένα ώστε να την ξέρουν μόνο ο ακροατής και ο αδελφός του... Για την ακρίβεια, ο ακροατής, ο αδελφός του και όσοι αγοράζουν την «Καθημερινή», γιατί, όπως πρόσθεσε, η μυστική ήττα του Αλι είχε βγει σε DVD στην εφημερίδα. Ο ακροατής δεν θυμόταν το όνομα του γίγαντα που νίκησε μυστικά τον Αλι, αλλά μια που, όπως είπε ότι ήταν πρώην πυγμάχος, λεγόταν «Τζόνι Μαρτσιάνο». Αν αφαιρέσουμε ότι ο Ρόκι Μαρτσιάνο δεν λεγόταν Τζόνι, ότι είχε σταματήσει την πυγμαχία όταν έπαιζε ο Αλι και ότι η «Καθημερινή» δεν είχε βάλει DVD από αγώνα του Αλι, το υπόλοιπο ρεπορτάζ του ακροατή ήταν σωστό. Δηλαδή ότι είχε μιλήσει με τον αδελφό του. Εκτός αν και εκεί είχε κάνει λάθος...
Αυτό όμως που είπε ο ακροατής κατά σατανική σύμπτωση είχε βάση. Οχι βέβαια σε τέτοιο επίπεδο, όπως μια μυστική ήττα ενός contender, αλλά στο χαμηλότερο επίπεδο ενός πυγμάχου των μεσαίων βαρών που ποτέ δεν υπήρξε. Στα τέλη της δεκαετίας του '60 ο συγγραφέας της βίβλου του παγκόσμιου μποξ και εκδότης του περιοδικού «Ring», Nat Fleicher δημιούργησε τον ανύπαρκτο πυγμάχο David Pretzel, έναν Εβραίο πυγμάχο που άφηνε ελπίδες στα μεσαία βάρη ότι όχι μόνο θα έμπαινε στα rankings, αλλά μπορεί να διεκδικούσε ακόμα και τον τίτλο. Στο «Ring» άρχισαν να δημοσιεύονται οι επικές μάχες του Pretzel εναντίον μυθικών αντιπάλων. Επειτα από δύο χρόνια η ιστορία είχε γίνει τόσο πειστική που μία από τις ομοσπονδίες της πυγμαχίας έβαλε τον Pretzel στα rankings. Βλέποντας ότι η ιστορία σύντομα θα αποκαλυφθεί, ο Nat Fleicher σκότωσε σε αυτοκινητικό δυστύχημα τον Pretzel και τον αποχαιρέτισε με ένα σπαραξικάρδιο ρεπορτάζ, συνοδευόμενο από φωτογραφίες, σύμφωνα με το οποίο είχε ενταφιασθεί στο Oxάιο με την ταφόπετρα να έχει στην κορυφή ένα γιγάντιο Pretzel, που είναι η yidish έκδοση του κουλουριού.
Μια ιστορία που έχω γράψει περισσότερο από μια φορά, επειδή έχει δύο συμπεράσματα. Πρώτον, ότι η ιστορία μετράει και όχι η πραγματικότητα, μια θεώρηση που αργότερα ανήγαγε σε τέχνη ο Hunter Τhompson και, δεύτερον, ότι ένα καλό αστείο μπορεί να επαναλαμβάνεται. Ακόμα και για 20 χρόνια.
«Μήπως είναι χάπι; Μήπως είναι σιρόπι; Μήπως είναι υπόθετο; Μήπως είναι διάλυμα;». Ο Ζουγανέλης είχε τελειώσει τον μονόλογό του στη σκηνή του «Ζυγού». «Διάλειμμα, διάλειμμα», άρχισε να φωνάζει ο Σταρόβας, που ήταν ντυμένος γιατρός με την κοπέλα που έκανε τη νοσοκόμα δίπλα του. Εγινε διάλειμμα. Μου φάνηκε φοβερά έξυπνο ακόμα και όταν την επόμενη μέρα έμαθα ότι το συγκεκριμένο αστείο είχε πρωτοειπωθεί από τον Ζουγανέλη πριν από 20 χρόνια στο «Αχ, Μαρία».
Η ανάγκη του καινούργιου είναι μια ψύχωση του δεύτερου μέρους του 20ού αιώνα. Για παράδειγμα, στη μουσική αιώνες ο κόσμος βολευόταν να τραγουδάει 50 – 100 κομμάτια. Με την επικράτηση της αμερικανικής κουλτούρας και τον καταναλωτισμό στη μουσική, για να κινηθεί η μουσική βιομηχανία χρειάστηκε 50 hits τον μήνα. Επειδή όμως οι μουσικές φόρμες δεν είναι ατελείωτες, το αποτέλεσμα είναι σήμερα τα κομμάτια να μοιάζουν απελπιστικά. Η αλήθεια είναι ότι στα 50 χρόνια της ροκ ζήτημα είναι να υπάρχουν 500 κομμάτια που να είναι αριστουργήματα και σύνολο 2.000 αυτά που υπήρχε λόγος να υπάρξουν. Μια θέση που συμφωνούσε με την αντίστοιχη του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, όταν πριν από το «Για το καλό μου» έλεγε ότι ο Μηλιώκας δεν χρειαζόταν να γράψει ούτε ένα ακόμα κομμάτι για να περάσει στην ιστορία της ελληνικής μουσικής.
Με τον Μαχαιρίτσα, τον Ζουγανέλη, τον Μπουλά, τον Παπακωνσταντίνου και τον Σταρόβα το πρόγραμμα του «Ζυγού» είναι ένα tour στην ιστορία του ελληνικού ροκ μετά το '70. Ανεξάρτητα από το αν σου αρέσουν ή όχι, αν γουστάρεις το ελληνικό ροκ δεν σε παίρνει να τους αγνοήσεις. Ορισμένες φορές ρετρό, όπως στην περίπτωση του Πέτρου, του Γιόχαν και του Φραντς που εδώ και 30 χρόνια δεν έχουν βαρεθεί να φτιάχνουν τανκς, ορισμένες φορές φτάνοντας στον αυτοσαρκασμό, όπως όταν ο σε κάθε άλλη περίπτωση παρωχημένος «Κουρσάρος» τραγουδιέται από τους τρεις κουφούς, το πρόγραμμα του «Ζυγού» ήταν κάτι σαν τον Γιώργο Αμανατίδη. Πάντα ήξερες ότι το τρέξιμο στα κουλουάρ του ΟΑΚΑ με το μπαντάζ του αγκώνα να ανεμίζει είχε ένα μεγάλο ποσοστό γραφικότητας, αλλά, όποτε το θυμάσαι, δεν μπορείς να παραδεχτείς ότι ήταν κομμάτι της τότε κουλτούρας.
Αντίθετα με τον «Ζυγό», που ο όποιος πονοκέφαλος μετά την παράσταση δεν οφειλόταν στη μουσική, μετά την παράσταση της περασμένης εβδομάδας του Καετάνο Βελόζο ο πονοκέφαλος οφειλόταν στην τσαντίλα για τα περισσότερο χαμένα 80 ευρώ της ζωής μου. Οσοι νόμιζαν ότι ο Βελόζο ήταν ο μουσικός που εμφανιζόταν στις ταινίες του Αλμοδοβάρ να τραγουδάει ακαπέλα με φωνή μπετόν κλασικά ισπανόφωνα τραγούδια, βλαστήμησαν την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκαν στο γήπεδο του μπάντμιντον για να παρακολουθήσουν τον απελπισμένο αγώνα ενός πενηντάρι με τον χρόνο με θύμα τη μουσική.
Το γιατί ένας Βραζιλιάνος πενηντάρης κύριος θα τραγουδούσε ποπ τραγούδια στα αγγλικά, προβάλλοντας την πιο διασκεδαστική προφορά μετά την Εφη Θώδη, είναι σαφές. Για να κάνει ένα hit στην Αμερική των εκατοντάδων χιλιάδων πωλήσεων CD για κάθε επιτυχία της ποπ. Το γιατί ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης θα είχε ένα τόσο ερασιτεχνικό γκρουπ να τον συνοδεύει δεν ήταν τόσο σαφές, αλλά όχι και αδύνατον να εξηγηθεί. Με τον μεγαλύτερο από τους μουσικούς του να μην έχει καβαλήσει τα 30 και το μουσικό επίπεδό τους πολύ μικρότερο, οι αμοιβές είναι ανάλογες... Αυτό που δεν μπορεί να εξηγηθεί είναι γιατί ένας ηλικιωμένος κύριος πρέπει να χοροπηδάει σαν γκόμενα της δεκαετίας του '90 στο «EXIT». Δεν υπάρχει πιο θλιβερό θέαμα από έναν κύριο που προσπαθεί να χοροπηδήσει και να σηκώνεται λιγότερο από τον Μιλίσεβιτς στην περίοδο της πατρινής καριέρας του.
Τελικά περισσότερο και από τον έρωτα, αυτό που μπορεί να πληγώσει είναι ένα χαραμισμένο 80άρι. Αν ο «Κουρσάρος» του Παπακωνσταντίνου συνεχίζει να κυκλοφορεί και κάνει και καμιά αρπαχτή σαν τσαντάκιας, να σηκώσει την τσάντα με τις εισπράξεις από τη συναυλία του Βελόζο. Και το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να αγοράσει ένα δερμάτινο μπουφάν. Τριάντα χρόνια με το ρημάδι το πλαστικό δεν αντέχονται...
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.