Αν κάποιος θα ήθελε να μελετήσει το φαινόμενο που ορίζεται ως «το ελληνικό παράδοξο», το ελληνικό ποδόσφαιρο -και ειδικά η εθνική ομάδα- αποτελεί την ιδανική case study, που θα έγραφαν και οι αγγλομαθείς.
Παρακολουθείς την Εθνική ομάδα στην αγωνιστική συμπεριφορά της, ξέρεις ότι οι ποδοσφαιριστές που τη στελεχώνουν εκπροσωπούν το ελληνικό ποδόσφαιρο και εκεί τρελαίνεσαι. Γιατί αυτό που γνωρίζεις ως ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ένα μπάχαλο χωρίς όρια και νόμους.
Πιθανόν στην αγωνιστική συμπεριφορά της Εθνικής να παίζουν ρόλο δύο-τρία ξεχωριστά γεγονότα. Το ένα είναι η κληρονομιά της Πορτογαλίας. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές εκείνου του ποδοσφαιρικού θαύματος είναι ακόμα εν ενεργεία και μεταφέρουν στους νεότερους την τεχνογνωσία της επιτυχίας.
Το δεύτερο έχει να κάνει με... την παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου που έφερε ο νόμος Μποσμάν. Η ανεμπόδιστη πλέον μετακίνηση των ποδοσφαιριστών οδήγησε στο εξωτερικό πολλούς Ελληνες ποδοσφαιριστές, τους άλλαξε τη νοοτροπία πλουτίζοντάς τους σε εμπειρίες και παραστάσεις, τους έκανε επαγγελματίες όσον αφορά υποχρεώσεις και δικαιώματα.
Το τρίτο γεγονός είναι προφανώς η παρουσία του Ρεχάγκελ στον πάγκο της ομάδας και η καθοριστική συμβολή του στη μεταμόρφωση του ελληνικού ποδοσφαίρου σε επίπεδο Εθνικής ομάδας. Τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιο συνηθισμένο το φαινόμενο στον πάγκο των εθνικών ομάδων να κάθονται προπονητές διαφορετικής εθνικότητας. Η τάση αυτή μπορεί να ήταν διαδεδομένη κάποτε για τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά τώρα διευρύνεται και στις εθνικές των αναπτυγμένων ποδοσφαιρικά χωρών.
Μπορείτε να το δείτε να συμβαίνει στην Ευρώπη, ένα γεγονός που μπορεί να οδηγεί και στην ομογενοποίηση των ποδοσφαιρικών χαρακτηριστικών. Οι αθλητικογράφοι συχνά χρησιμοποιούμε στερεότυπα όταν μιλούμε για τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά των εθνικών ομάδων, π.χ. η γαλλική φινέτσα, η γερμανική αποφασιστικότητα, η αμυντική δεινότητα των Ιταλών, οι χορευτές Βραζιλιάνοι. Τώρα πια βλέπουμε αυτά τα χαρακτηριστικά να διαχέονται ή να αδυνατίζουν.
Κάποτε ο όρος «Βραζιλιάνος αμυντικός» ήταν για γέλια. Πριν από τέσσερα χρόνια, αν κάποιος υποστήριζε ότι η Εθνική Ελλάδας θα αποκτούσε χαρακτηριστικά του γερμανικού ποδοσφαίρου -συμπεριλαμβανομένης της πάλαι ποτέ αποτελεσματικότητας των Τευτόνων-, θα τον παίρναμε με τις πέτρες. Το ίδιο θα κάναμε και με κάποιον που θα υποστήριζε ότι οι Κινέζοι θα μπορέσουν να παίξουν σαν Ολλανδοί, επειδή στον πάγκο της εθνικής τους κάθισε ο Χάαν.
Βέβαια, οι Κινέζοι δεν έχουν μάθει ακόμα να παίζουν ποδόσφαιρο, πόσω μάλλον να παίζουν σαν Ολλανδοί. Ομως στον νοσηρό περίγυρο του ελληνικού ποδοσφαίρου δημιουργήθηκε μια νησίδα υγείας με τον ερχομό του Οτο Ρεχάγκελ στον πάγκο της Εθνικής.
Ο Γερμανός δημιούργησε ένα φράκτη γύρω από την ομάδα και τη δουλειά του, πίστεψε στους ποδοσφαιριστές του, τους υποστήριξε και αυτοί του το ανταπέδωσαν. Εμαθε στους παίκτες της Εθνικής τη σπουδαιότητα της συνεχούς προσπάθειας, της επιμονής και της συνεργασίας. Τους βοήθησε να αναδείξουν τα προτερήματά τους και να πιστέψουν στον εαυτό τους.
Εκ των υστέρων καταλάβαμε πόσο μεγάλη ήταν η δουλειά που έκανε ο Γερμανός. Μπορεί σε επίπεδο τεχνικής, ως προπονητής, να κάνει λάθη, να έχει αδικαιολόγητες εμμονές, να παίζει «αντιποδόσφαιρο», αλλά η ψυχολογική προσέγγισή του είναι εξαιρετική.
Η αίσθηση που μου έχει δημιουργηθεί είναι ότι πλέον οι ποδοσφαιριστές της Εθνικής έγιναν σοφότεροι και πως μπορούν να προχωρήσουν χωρίς ο «μπαμπάς Ρεχάγκελ» να τους κρατά το χέρι. Και πιστεύω ότι αυτή τους την ωρίμανση θα μας τη δείξουν του χρόνου στα γήπεδα της Αυστρίας και της Ελβετίας.
Φτώχεια και κυβερνητικές πρωτοβουλίες
Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι θα είδατε τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν προχθές και αφορούσαν την κατάσταση της φτώχειας στην Ελλάδα. Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο, κατά τη γνώμη μου, αφορά το ποσοστό των συμπατριωτών μας που φοβούνται ότι μπορούν κάποια στιγμή να βρεθούν σε συνθήκες φτώχειας.
Το ποσοστό φθάνει στο 63% και αυτό μαρτυρά την απειλή της ανασφάλειας που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια των περισσότερων. Μία αίσθηση που θα έπρεπε να κάνει τους ανθρώπους περισσότερο διεκδικητικούς και πολύ λιγότερο συμβιβασμένους.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η απάντηση ενός ποσοστού που ξεπερνά το 60%, το οποίο θα δεχόταν την επιβολή κάποιου φόρου προκειμένου τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν να κατευθυνθούν για την ενίσχυση εκείνων που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Πρόκειται για μία ισχυρή ένδειξη αλληλεγγύης στην ελληνική κοινωνία, γεγονός ιδιαίτερα παρήγορο.
Οσον αφορά τα επιμέρους στοιχεία, οι γυναίκες (20,9%), οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών (27,9%) και οι νέοι 16-24 ετών (22,7%) είναι οι τρεις κατηγορίες πολιτών στην Ελλάδα που μαστίζονται περισσότερο από τη φτώχεια. Επίσης, το 40% των φτωχών κατοικούν σε Αθήνα και σε Θεσσαλονίκη. Τα «γκέτο» των φτωχών των μεγάλων πόλεων αποτελούνται από ανέργους, γυναίκες, ηλικιωμένους και νέους.
Στην Ελλάδα το 50% του πληθυσμού βιώνει υψηλό βαθμό δυσκολίας στην ικανοποίηση των βασικών του αναγκών και αναγκάζεται να καταφύγει στον δανεισμό από τις τράπεζες, μέσω καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών, για να αντιμετωπίσει πάγια έξοδα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, σήμερα μόνο το 20% του πληθυσμού μπορεί να καλύψει τις βασικές ανάγκες του, αφού το 80% όσων εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα αμείβεται με λιγότερα από 1.000 ευρώ μηνιαίως. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως έχει αποδειχθεί, οι επιδοματικές πολιτικές που έχει επιλέξει η κυβέρνηση για την καταπολέμηση της φτώχειας δεν έχουν αποτέλεσμα.
Οι φτωχοί εκείνο που θέλουν είναι μία δουλειά ή συντάξεις με απολαβές που θα τους επιτρέπουν να ζουν σε ανθρώπινες συνθήκες και σε ένα εργασιακό περιβάλλον που θα εγγυάται κάποια βασικά δικαιώματα. Οι δουλειές και οι ανθρώπινες συνθήκες απαιτούν δικαιότερη κατανομή του πλούτου και επίσης δικαιότερο φορολογικό σύστημα. Επιλογές που δεν περιλαμβάνονται στην ατζέντα μιας νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης μειοψηφίας, σαν αυτή που έχουμε.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.