Θα ζητούσα από το Υφυπουργείο Αθλητισμού να αποποιηθεί κάθε προσπάθεια για απονομή του χρυσού μεταλλίου των 100 μέτρων του Σίδνεϊ στην Κατερίνα Θάνου, αν δεν θυμόμουν το σχέδιο Κοροιβός. Τη δήλωση του υφυπουργού Αθλητισμού, Γιώργου Λιάνη, πριν από το 2004, ότι ο Χρήστος Τζέκος και άλλος ακατονόμαστος προπονητής τού είχαν ζητήσει επτά εκατομμύρια ευρώ λέγοντας απροκάλυπτα ότι θα χρησιμοποιηθούν για ντόπινγκ. Ο Λιάνης είχε πει ότι έδιωξε και τους δύο από το γραφείο του, αλλά ποτέ δεν είχε αποκαλύψει το όνομα του δεύτερου προπονητή. Με τους Ολυμπιακούς να ξεκινούν σε μικρό διάστημα και την ανάγκη διατήρησης του ήρεμου κλίματος, η συμπεριφορά του υφυπουργού ήταν κατανοητή. Το ότι κανένας εισαγγελέας μετά τη λήξη των Αγώνων δεν τόλμησε να ακουμπήσει την καταγγελία δείχνει ότι το ντόπινγκ είναι το ένοχο μυστικό του ελληνικού αθλητισμού.
Το ντόπινγκ στην Ελλάδα στηρίζεται σε δημοφιλείς μύθους. Ο πρώτος είναι ότι, σκασμένοι από τη ζήλια τους, οι ξένοι έχουν μαρκάρει τα παιδιά μας, που τα έχουν λυσσάξει στα αντιντόπινγκ κοντρόλ. Να ρωτήσω, λοιπόν, με το φτωχό μου το μυαλό: οι Αμερικανοί δεν ήταν που κυνήγησαν την υπόθεση της Αμερικανίδας Μάριον Τζόουνς; Εμείς έχουμε κάνει ποτέ τσακωτό αθλητή ή αθλήτρια πρώτης διαλογής; Δεν νομίζω... Οποτεδήποτε αθλητής ή αθλήτριά μας πιάστηκε ντοπέ συρθήκαμε στην τιμωρία του από τους ξένους. Απλώς θα υπενθυμίσω ότι στην υπόθεση των Κεντέρη-Θάνου ο ΣΕΓΑΣ έπαιξε τον ρόλο του ανεπίσημου συνηγόρου, με αποτέλεσμα τη δημόσια επίπληξη της IAAF όταν η «τιμωρία» των δύο αποδείχθηκε χάιδεμα. Επίσης, οι Αμερικανοί είναι αυτοί που αποκάλυψαν το σκάνδαλο με τις μη ανιχνεύσιμες ουσίες της Balco. Εμείς δεν νομίζω ότι σκιζόμασταν να προχωρήσουμε τις έρευνες όταν βρίσκονταν αποθήκες τίγκα στα αναβολικά...
Η θέση που εξέφρασε ο Κάρπετ χθες ήταν ότι «δεν θέλουμε το λερωμένο μετάλλιο της Τζόουνς». Θα διαφωνήσω. Εγώ τουλάχιστον δεν θα ήθελα το χρυσό μετάλλιο του 2000 να αφαιρεθεί από μια αθλήτρια που ομολόγησε ότι ήταν λερωμένη για να δοθεί σε μια αθλήτρια που αργότερα τιμωρήθηκε επειδή αρνήθηκε να ελεγχθεί. Το θέμα δεν είναι από ποια αφαιρείται το μετάλλιο, αλλά σε ποια πηγαίνει.
Τυπικά μπορεί να πάρουμε το χρυσό μετάλλιο των 100 μέτρων του Σίδνεϊ. Στην ουσία, όμως, τι θα έχουμε κερδίσει; Να σηκωθεί ο κόσμος και να κατέβει στην Ομόνοια για να πανηγυρίσει την επιτυχία της Θάνου, μοιάζει απίθανο. Οπως και παίρνουν ταχύπλοα και στάδια το όνομά της. Η εποχή της αθωότητας του κοινού τελείωσε κάτω από μια πεσμένη μοτοσικλέτα, πλακωμένη από μερικές δεκάδες ψέματα. Μια διεκδίκηση του χρυσού μεταλλίου θα πρέπει να αφορά μόνο τη Θάνου. Οσο για τους υπόλοιπους που ασχολούνται με τον κλασικό αθλητισμό, θα πρέπει να κάνουν μια απαραίτητη αυτοκριτική.
Οπως, για παράδειγμα, να αναρωτηθούν τι σημαίνει ένας Ολυμπιονίκης για τις σημερινές κοινωνίες. Παρά τις εθνικιστικές μπαλαφάρες περί ηρώων, γιγάντων και δεν συμμαζεύεται, με τις οποίες χρόνια ταΐζει τον κόσμο η πολιτεία, ο σημερινός Ολυμπιονίκης δεν είναι τίποτα περισσότερο από νικητής στους συγκεκριμένους αγώνες. Οποιαδήποτε άλλη προέκταση είναι από υποκριτική έως και γελοία. Η αρχαία αντίληψη ότι οι Ολυμπιονίκες ήταν τα τείχη της κάθε πόλεως χάνει κάθε σοβαρότητα στη θέα του Ιωάννη Μελισσανίδη και του εκάστοτε πρωταθλητή του μπάντμιντον. Η αυτόματη ανακήρυξη του κάθε Ολυμπιονίκη σε αξιωματικό των Ενόπλων Δυνάμεων το μόνο που κάνει είναι να υποβαθμίζει τις Ενοπλες Δυνάμεις. Είναι δεκτό κάθε Ολυμπιονίκης να παίρνει το πριμ που του έχει τάξει η πολιτεία, αλλά το να φοράνε τη στολή του αξιωματικού άνθρωποι που, όχι μόνο δεν μπορούν να πουν τον όρκο, αλλά μπορεί και να χορέψουν στον εθνικό ύμνο, είναι κατάντημα. Οπως κατάντημα για το σώμα των Ελλήνων αξιωματικών είναι και το να έχουν στις τάξεις τους ανθρώπους που για την επιτυχία αποφάσισαν να παίξουν με σημαδεμένη τράπουλα. Διότι όταν ένα σώμα είναι τόσο περήφανο για την ακεραιότητα των μελών του που διαγράφει από τη Σχολή Ευελπίδων κάθε δόκιμο που αντιγράφει στις εξετάσεις, είναι υποτιμητικό να διατηρεί στις τάξεις του μέλη που αθλητικά καταδικάστηκαν και ποινικά είναι υπόδικα.
Πριν από λίγο καιρό είχα αλληλογραφία με SMS με πρωταθλητή του στίβου. Δεν προσπαθούσε να επικαλεστεί την αθωότητα των αθλητών του στίβου, αλλά έλεγε ότι δεν έχουν την ίδια ανοχή που απολαμβάνουν από τον Τύπο οι ποδοσφαιριστές. «Είναι δυνατόν ένας ποδοσφαιριστής να παίζει 50 ματς τον χρόνο και να τρέχει σαν τον τρελό πίνοντας πορτοκαλάδες και τρώγοντας φιλέτα;». Σίγουρα όχι, αλλά ανάμεσα στον επαγγελματία ποδοσφαιριστή και τον Ολυμπιονίκη υπάρχει μια διαφορά. Το φωτοστέφανο του ερασιτεχνισμού.
Το 1912 στους Ολυμπιακούς της Στοκχόλμης ο Αμερικανοϊνδιάνος Τζιμ Θορπ πήρε το χρυσό μετάλλιο στο πένταθλο και το δέκαθλο. Αργότερα τα μετάλλια αφαιρέθηκαν από τον Θορπ, όταν αποκαλύφθηκε ότι το 1909 είχε πάρει χρήματα για να παίζει σε ημιεπαγγελματική ομάδα του μπέιζμπολ. Το 1982, πριν από τους Ολυμπιακούς του Λος Αντζελες, τα δύο χρυσά μετάλλια επιστράφηκαν στον Θορπ. Οχι επειδή ήταν αθώος για τις κατηγορίες για τις οποίες καταδικάστηκε, αλλά επειδή οι εποχές είχαν αλλάξει και το έγκλημα του Θορπ είχε πάψει να είναι έγκλημα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν αλλάξει. Εμείς, όμως, συνεχίζαμε να μιλάμε για Ελληνόπουλα που αγωνίζονταν για τη σημαία και τα υπόλοιπα συγκινητικά και εθνικοπατριωτικά.
Τι θα κερδίσουμε διεκδικώντας το μετάλλιο της Θάνου εκτός από το να υπενθυμίσουμε στον κόσμο τα μοτοσικλετιστικά «ατυχήματα» του 2004; Τίποτα. Αλλά δεν είναι σωστό να το πάρει η δική μας αθλήτρια, που ήταν καθαρή, όταν η άλλη πιάστηκε ντοπέ; Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η Τζόουνς δεν πιάστηκε ντοπέ. Ομολόγησε στους φίλους και την οικογένειά της ότι ήταν ντοπέ κάτω από την πίεση της αμερικανικής Δικαιοσύνης. Κάτι που με τον δυναμισμό και την ταχύτητα της ελληνικής Δικαιοσύνης είναι αδύνατον να συμβεί.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.