Σύμφωνα με τον Σαρτρ, «εάν το ρολόι δείχνει τρεις, να ξέρεις ότι είναι πολύ αργά ή πολύ νωρίς για οτιδήποτε». Ας αποτολμήσουμε μια παράφραση: εάν ακούσεις κάποιον προπονητή να κάνει κωμικοτραγικές δηλώσεις για το άρτι λήξαν παιχνίδι της ομάδας του, λες και είναι «μακριά νυχτωμένος», να ξέρεις ότι νιώθει πολύ ανασφαλής ή πολύ... άνετος! Στην πρώτη περίπτωση λειτουργεί υπό το κράτος του φόβου και του άγχους. Στη δεύτερη περίπτωση, γνωρίζει ότι διαθέτει την ευχέρεια να τονώσει το ηθικό των παικτών του. Ανέξοδα. Χωρίς να τον λοιδορήσει ο Τύπος, δίχως να τον περιβάλλουν διακριτικοί καγχασμοί.
Χαρακτηριστικό δείγμα της πρώτης κατηγορίας ήσαν οι δηλώσεις Λεμονή για το χόρτο. Το ίδιο χόρτο που, μυστηριωδώς, ουδόλως δυσκόλεψε τους παίκτες του Αρη. Ναι, τόση σπασμωδικότητα μπορεί να κυριεύσει έναν προπονητή, που διαισθάνεται πως κάποιοι εκ των ένδον «τον περιμένουν στη γωνία», την οποία μάλιστα -ανυπόμονοι όντες- ενίοτε εγκαταλείπουν για να βγουν απειλητικά στη μέση του δρόμου. Για τα όποια λάθη του ο Λεμονής είναι 100% υπεύθυνος. Για τη φοβία που τον διακατέχει σημαντικές ευθύνες φέρει και η εντός των «ερυθρόλευκων» τειχών «περιρρέουσα ατμόσφαιρα». Είναι ηλίου φαεινότερον ότι ο φοβικός εκνευρισμός μεταφέρεται από τον Λεμονή στην ομάδα, όχι απαραιτήτως μέσω συγκεκριμένων εντολών ή επιλογών αγωνιστικής τακτικής. Κάτι που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα δεν χρειάζεται ιμάντες μεταβίβασης για να φθάσει στους παίκτες.
Πολύ λιγότερες είναι οι εκ διαμέτρου αντίθετες περιπτώσεις. Εκείνες, κατά τις οποίες προπονητές λένε αρλούμπες για την αγωνιστική εικόνα ενός παιχνιδιού (αφήστε τη διαιτησία, είναι άλλο κεφάλαιο), όχι επειδή είναι ανασφαλείς, αλλά αντιθέτως διότι αισθάνονται ακλόνητοι, κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Στην Ελλάδα σπανίζουν οι ευτυχείς προπονητές που δουλεύουν υπό τέτοιες ιδεώδεις συνθήκες για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Χρειαζόμαστε ένα παράδειγμα; Ας μετακινηθούμε στον χρόνο και όχι στον χώρο: μείνετε στη Θεσσαλονίκη, στρέψτε τα βλέμματά σας στον Μπάγεβιτς και θυμηθείτε: «Βρεθήκαμε τυχαία να χάνουμε 4-0 στο 30' δίχως οι αντίπαλοί μας να είναι καλύτεροι»! Τάδε έφη Ντούσαν, μετά τον αγώνα Ολυμπιακός - ΑΕΚ (4-2) στην πρεμιέρα της σεζόν 1991- 92. Προπονητής της «Ενωσης» ήταν τότε ο Μπάγεβιτς. Δεν εκστόμισε αυτό το αμίμητο επειδή... τρελάθηκε ξαφνικά, αλλά διότι επιθυμούσε να ανορθώσει το ηθικό των παικτών του. Γνώριζε καλά, εκτός των άλλων, πως ο Τύπος δεν επρόκειτο να τον χλευάσει. Και, κακά τα ψέματα, προπονητής που μπορεί να λέει ό,τι του κατέβει για να καλύψει τα πουλέν του, δίχως τα ΜΜΕ να βγάζουν «κιχ», αυτομάτως θεοποιείται στα μάτια των ίδιων των παικτών του. Λίγα χρόνια αργότερα, μετά τον αγώνα του Ολυμπιακού στο Μόλντε, ο Μπάγεβιτς εκτόξευσε δεύτερο «μαργαριτάρι»: απέδωσε τη μετατροπή του 2-0 σε 2-3 στην απογοήτευση που ένιωσαν οι παίκτες του στην ανάπαυλα, πληροφορηθέντες το ασύμφορο αποτέλεσμα της αναμέτρησης Πόρτο- Ρεάλ.
Δεν τολμώ να φανταστώ πόσα... κουδούνια θα είχαν κρεμάσει τα ΜΜΕ σε οποιονδήποτε άλλον προπονητή εκστόμιζε κάτι τέτοια. Ελληνα ή ξένο, συμπεριλαμβανομένων και τεχνικών (Ιλιε Πέτροβιτς) των οποίων το βιογραφικό συμπεριλάμβανε Κύπελλο Πρωταθλητριών. «Κάποιοι τον σεβασμό τον κερδίζουν», θα μου πείτε. Σωστά. Μόνο που ο πολύς ή λίγος σεβασμός, η πλεονάζουσα ή ελλιπής εκτίμηση, αφορούν την ποιότητα της δουλειάς κάθε προπονητή. Οχι τις λεκτικές «κουτσουκέλες», στις οποίες καταφεύγει. Ειδάλλως τα διαφορετικά «μέτρα και σταθμά» παραγίνονται ενοχλητικά.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.