Η γνωριμία του Αμπράμοβιτς με τον Αβραάμ Γκραντ θυμίζει κάτι από το σενάριο της ταινίας «Οταν ο Χάρρυ γνώρισε τη Σάλυ» με προξενητή, τον Πίνι Ζάχαβι, τον μάνατζερ με τον οποίο ο Αμπράμοβιτς έκανε αποκλειστικά τις δουλειές του τον πρώτο χρόνο της παρουσίας του στην Τσέλσι.
Ο Γκραντ γνωρίστηκε με τον ιδιοκτήτη της Τσέλσι -χάρη στη μεσολάβηση του συμπατριώτη του, Ζάχαβι- πριν από περίπου τρία χρόνια, όταν ο Αμπράμοβιτς βρέθηκε στη Μόσχα για το παιχνίδι της Τσέλσι με την ΤΣΣΚΑ. Ο Γκραντ, τότε, ήταν προπονητής του Ισραήλ και τώρα παίρνει τη θέση του Μουρίνιο στον πάγκο της Τσέλσι, αν καταφέρει να πάρει και την άδεια του προπονητή από την ΟΥΕΦΑ.
Η κοινή καταγωγή του Αμπράμοβιτς και του Γκραντ, όπως επίσης και η θρησκεία -είναι και οι δύο ορθόδοξοι αν και όχι ιδιαίτερα θρησκευόμενοι-, τους ένωσε από πολύ νωρίς. Παρά το γεγονός ότι ο Αμπράμοβιτς επιχείρησε να βοηθήσει τον Γκραντ να αναλάβει προπονητής της Χάποελ Τελ Αβίβ -αγοράζοντας την ομάδα με βιτρίνα τον Εβραίο επιχειρηματία, Λεβ Λεβιέβ- η «δουλειά» χάλασε και ο Γκραντ από το Ισραήλ ανηφόρισε στην Πόρτσμουθ -του Γαλλοεβραίου Γκαυνταμάρκ- για να καταλήξει στο «Στάμφορντ Μπριτζ» το καλοκαίρι, ως τεχνικός διευθυντής της Τσέλσι.
Ο Αμπράμοβιτς ήθελε έναν άνθρωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του στη θέση του Μουρίνιο και μέσα στα αποδυτήρια και, φυσικά, ο Γκραντ ήταν η επιλογή του. Ο Γκραντ, που είναι σήμερα 52 χρονών, ποτέ δεν έπαιξε επαγγελματικά ποδόσφαιρο -το μόνο σημείο στο οποίο μοιάζει με τον Μουρίνιο- ούτε υπήρξε προπονητής σε άλλη ομάδα έξω από τη χώρα του. Εχει δύο παιδιά και είναι παντρεμένος με μια ηθοποιό, την Τζόφι, που είναι από τις πιο γνωστές τηλεοπτικές προσωπικότητες του Ισραήλ και της αρέσει, συχνά, να δημιουργεί θόρυβο γύρω από το άτομό της.
Η πρώτη ομάδα που ανέλαβε ο Γκραντ, πριν από 30 χρόνια, ήταν η παιδική ομάδα της Χάποελ Πέτα Τίκβα, της ομάδας του τόπου που γεννήθηκε. Κέρδισε δύο φορές το πρωτάθλημα στο Ισραήλ, μία με τη Μακάμπι Τελ Αβίβ και μία με τη Μακάμπι Χάιφα, αλλά ως προπονητής της εθνικής ομάδας του Ισραήλ, επί μία τετραετία, δεν κατάφερε τίποτε σπουδαίο.
Ο Γκραντ, που υπηρέτησε για μία τριετία στις μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ, πρέπει να πείσει τους ποδοσφαιριστές της Τσέλσι -και ιδιαίτερα την «Αγία Τριάδα» των Τέρι, Λάμπαρντ και Ντρογκμπά- ότι είναι ο καταλληλότερος άνθρωπος για να διαδεχθεί τον Μουρίνιο. Μπορεί η εμπειρία του από το κοουτσάρισμα μιας ομάδας του επιπέδου της Τσέλσι να είναι ανύπαρκτη, αλλά είναι ο ιδανικός «yes-man» του Αμπράμοβιτς, έναν ρόλο που ο Μουρίνιο δεν θα μπορούσε να παίξει ποτέ.
Ο Αμπράμοβιτς θέλει να κατακτήσει το Τσάμπιονς Λιγκ δύο φορές μέσα στην επόμενη εξαετία και η Τσέλσι να παίξει ένα άκρως θεαματικό και εμπορικό, συνάμα, ποδόσφαιρο. Για να τα καταφέρει όλα αυτά η Τσέλσι, με τον Γκραντ στον πάγκο, θα πρέπει να δικαιώσει το παρατσούκλι που του είχαν δώσει οι οπαδοί της Μακάμπι Τελ Αβίβ, οι οποίοι τον αποκαλούσαν «μάγο». Αλλο πράγμα, όμως, τα μαγικά στο Ισραήλ και άλλο στην Αγγλία και ειδικά σε αυτό το επίπεδο ποδοσφαιρικού ανταγωνισμού.
Ο Γιακούμπου, που τώρα αγωνίζεται στην Εβερτον, τον είχε προπονητή στη Μακάμπι Χάιφα και σε μία συνέντευξή του την περασμένη βδομάδα είπε ότι στον Γκραντ αρέσει να χρησιμοποιεί το 4-5-1, που μπορεί να γίνει και 4-3-3. Συμπλήρωσε ότι μιλά πολύ και κατ’ ιδίαν στους ποδοσφαιριστές του. Φαντάζομαι ότι με τους αυτοματισμούς που έχει δώσει στην Τσέλσι ο Μουρίνιο, ο Γκραντ δεν θα χρειαστεί να ασχοληθεί με το αγωνιστικό κομμάτι ιδιαίτερα, αν και μένει να αποδειχθεί η δυνατότητά του να το κάνει. Στο επόμενο χρονικό διάστημα και πολύ σύντομα θα ανακαλύψουμε αν αρκεί να είσαι άνθρωπος του αφεντικού για να κουμαντάρεις ένα σκαρί, όπως η Τσέλσι, στις άγριες θάλασσες της Πρέμιερσιπ και του Τσάμπιονς Λιγκ.
Μία «εξάρα» δεν φέρνει την άνοιξη
Οπως και να 'χει, το παιχνίδι του Ολυμπιακού με τον ΟΦΗ ήταν το πιο χορταστικό παιχνίδι της αγωνιστικής. Οκτώ γκολ σε ένα παιχνίδι από τα οποία τα 6 στο πρώτο ημίχρονο, μπορούν να ικανοποιήσουν και τον κάθε γκρινιάρη. Σε ό,τι αφορά το θέαμα, πάντα. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι ο τρόπος που αγωνίστηκε η κρητική ομάδα βοήθησε στην παραγωγικότητα των «ερυθρολεύκων», μια και η επιλογή του Μάουρερ να μαρκάρουν ψηλά οι αμυντικοί του αποδείχθηκε καταστροφική. Το πρόβλημα στο κοουτσάρισμα του Μάουερ ήταν ότι δεν είχε ένα εναλλακτικό σχέδιο σε περίπτωση που το μαρκάρισμα ψηλά δεν έβγαινε.
Σε ό,τι αφορά τους «ερυθρόλευκους», τα συμπεράσματα είναι μάλλον προφανή. Από τη μέση και μπροστά, οι «ερυθρόλευκοι» δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν προβλήματα στο ελληνικό πρωτάθλημα, με δεδομένο ότι κάποια στιγμή θα ενσωματωθεί και ο Αρτσούμπι στην ομάδα, θα πάρει παιχνίδια και ο Κωνσταντίνου, θα βρει τη χημεία της και η μεσαία γραμμή των «ερυθρολεύκων», οπότε ο Λεμονής θα έχει λιγότερους «πονοκεφάλους».
Εκεί που τα πράγματα θέλουν αρκετή δουλειά ακόμη είναι η άμυνα. Και αυτή η επισήμανση προκύπτει από ένα παιχνίδι, στο οποίο ο Ολυμπιακός δεν πιέστηκε. Ισως στο ελληνικό πρωτάθλημα οι «ερυθρόλευκοι» να μη συναντήσουν ομάδες που να τους προβληματίσουν στην άμυνα, με τη εξαίρεση των ντέρμπι με ΠΑΟ και ΑΕΚ, αλλά οι πραγματικές δυνατότητες της ομάδας μετριούνται στα ευρωπαϊκά παιχνίδια. Εκεί ο Ολυμπιακός δεν θα βρεθεί απέναντι σε αντιπάλους με περιορισμένες δυνατότητες, όπως ο ΟΦΗ. Για να πούμε την αλήθεια, στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις θα διαπιστώσουμε και τη δύναμη της επίθεσης που έχει η ομάδα του Πειραιά.
Το 6-2 της Κυριακής δεν σηματοδοτεί τη γέννηση κάποιας υπερομάδας και όσο πιο γρήγορα ξεχαστεί τόσο πιο εύκολα οι «κόκκινοι» θα αποφύγουν τις μεγάλες απογοητεύσεις. Η ομάδα θέλει παιχνίδια και ο προπονητής θα πρέπει να σταθμίσει τις αδυναμίες εκεί που υπάρχουν και να τις διορθώσει ή να τις μπαλώσει, περιμένοντας τον Δεκέμβρη. Το ερώτημα είναι αν ο Ολυμπιακός μπορεί με αυτούς τους ποδοσφαιριστές και αυτόν τον προπονητή να ανταποκριθεί στην ευρωπαϊκή πρόκληση. Η γνώμη μου είναι πως δεν μπορεί. Το ελληνικό πρωτάθλημα είναι διαφορετική ιστορία. Με καλύτερο τέλος.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.