Ήταν καλοκαίρι του 2011 όταν πέρασαν οι πρώτοι παράγοντες του ποδοσφαίρου από τον 6ο όροφο της ΓΑΔΑ, έρχεται το καλοκαίρι του 2015 και ακόμα με την υπόθεση αυτή δεν έχουμε τελειώσει. Πρώτη, λοιπόν, απορία: πώς να παιχτεί ποδόσφαιρο υπό τη βαριά αυτή σκιά;
Ερώτηση που μπορεί να δώσει και απαντήσεις σε όσους ψάχνουν να βρουν του λόγους για τους οποίους αδειάζουν οι εξέδρες των ελληνικών γηπέδων, εντείνεται το μίσος μεταξύ των αντιπάλων – συνεταίρων στη Σούπερ Λίγκα, απαξιώνεται το προϊόν, γιγαντώνεται το υπαρκτό πρόβλημα της βίας και πρωταγωνιστεί κι εντός των γηπέδων.
Θα ξημέρωνε – μια που μιλάμε για βαριά σκιά – λοιπόν αν η δικαιοσύνη είχε αποφανθεί; Αντί απάντησης σε αυτό το υποθετικό ερώτημα μια διαπίστωση: ούτε εμείς μπορούμε να πατήσουμε το γκάζι στους αρμόδιους εισαγγελείς, ούτε ξέρουμε – παρά τις διαρροές και τα δημοσιεύματα – όλες τις λεπτομέρειες της πολύκροτης αυτής υπόθεσης. Άρα δεν μπορούμε να κρίνουμε και αν οι δικαστικές αρχές πάνε με κανονική ταχύτητα ή κάτι τους έχει αναγκάσει να κινούνται σε ρυθμούς slow motion…
Και στο πειθαρχικό κομμάτι υπάρχει η αίσθηση ότι κάτι παραπάνω μπορούσε να είχε γίνει. Βλέπετε, το ποδόσφαιρο βρήκε τότε τους αποδιοπομπαίους τράγους, τους τιμώρησε και έβαλε όποια άλλη υποχρέωση έρευνας στα «υπ’ όψιν». Εκεί μια κουβέντα παραπάνω μπορείς να την πεις. Για παράδειγμα δεν μοιάζει λογικό εμπλεκόμενοι σε μια τέτοια υπόθεση διαιτητές να είναι ενεργοί σε ματς του ελληνικού πρωταθλήματος. Όχι μόνο επειδή μπορεί στο μέλλον να αποδειχθούν ένοχοι αλλά κυρίως επειδή παίζουν στα ματς με ψυχολογία που επιβαρύνεται από την εμπλοκή του ονόματός τους στην υπόθεση αυτή και επειδή κρίνονται από τους οπαδούς (και όχι μόνο) και με το χαρακτηριστικό του εν δυνάμει κατηγορούμενου.
Το ποδόσφαιρο, λοιπόν, αυτό έπρεπε να το είχε κάνει: έπρεπε να είχε προστατεύσει όλους αυτούς τους διαιτητές από τη διαρκή έκθεσή τους σε παιχνίδια υψηλού ενδιαφέροντος. Το ποδόσφαιρο θα μπορούσε να είχε κάνει κι άλλα πολλά αλλά… Όταν ανοίγει τις πόρτες του ή όταν δεν μπορεί να κλείσει τις πόρτες του σε μπράβους καταλαβαίνεις ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα απολύτως. Και λέω ποδόσφαιρο γενικά και αόριστα για να αποφύγω τις συγκεκριμένες αναφορές…
Άλλο πρόβλημα και αυτό: λογικό και επόμενο είναι ο ριγμένος της υπόθεσης (ή τέλος πάντων όποιος θεωρεί τον εαυτό του ριγμένο) να ζητεί αίμα. Να θέλει να διαβάζει και να ακούει ονόματα, να θέλει να ακούει και να διαβάζει επώνυμα κατηγορητήρια. Για τους δικούς του λόγους καθένας, άλλος με περισσότερα άλλος με λιγότερα επιχειρήματα αναζητεί την «κάθαρση» με λάθος τρόπο. Διότι είναι λογικό και για όσους οι θιγόμενοι θεωρούν θύτες ή – για να το πούμε αλλιώς – όσους κατηγορούνται στις υποθέσεις αυτές (κοριόπολις, εγκληματική οργάνωση) να προστατεύονται μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους. Και σε τελική ανάλυση: κανένας δεν μπήκε φυλακή επειδή το όνομά του περιφερόταν σε πρωτοσέλιδα πριν την ετυμηγορία της έδρας. Ίσα – ίσα που έχουν απαλλαχθεί στο παρελθόν αποδεδειγμένα ένοχοι λόγω κακοδικίας, επειδή, δηλαδή, δεν έγιναν σεβαστά τα δικαιώματά τους κατά τη διάρκεια της εξέτασης της υπόθεσης.
Είναι μια απλή παράθεση σκέψεων το κείμενο αυτό με αφορμή τις νέες εξελίξεις και τις νέες πληροφορίες και στις δύο αυτές υποθέσεις. Άλλη μια σκέψη θα παρατεθεί αντί επιλόγου: περίπου 180 είναι εμπλεκόμενοι στην πρώτη ενώ στους 25 έχει ανέλθει ο αριθμός όσων θα εξεταστούν για τη δεύτερη υπόθεση.
Από αυτούς πάνω από τους 100 θα προσέλθουν κατηγορούμενοι σε δίκη. Πώς, αλήθεια, να παίξεις μπάλα σε τόσο βαθύ σκοτάδι;