Ως πρωταθλητής Ευρώπης και Ελλάδας την περασμένη σεζόν, ο Παναθηναϊκός το καλοκαίρι έκανε προσεγμένες μεταγραφικές κινήσεις, ώστε να διορθώσει τις όποιες περσινές ανορθογραφίες και να κάνει ακόμη καλύτερο το ήδη ταλαντούχο υλικό του. Στη θέση του Λούκα Βιλντόσα, που δεν βρήκε ποτέ ρόλο στο σύνολο του Εργκίν Αταμάν, αποκτήθηκε ο έμπειρος Λορέντζο Μπράουν. Το κενό στη θέση του «δεύτερου» ψηλού της ομάδας, που δεν καλύφθηκε ποτέ επαρκώς από τον Όλεκ Μπαλτσερόφσκι, ήρθε να γεμίσει ο πρώην ΝΒAer Ομέρ Γιουρτσεβέν. Τελός, ως «κερασάκι» αποκτήθηκε ο Τσεντί Οσμάν, που αντικατέστησε τον... κανένα για να δώσει άλλη διάσταση στη θέση «3» της ομάδας.

Πλέον, μετά από 10 αγωνιστικές της Ευρωλίγκας, δύο ντέρμπι «αιωνίων» και αρκετά εγχώρια παιχνίδια, ήρθε η ώρα για μία πρώτη «διερευνητική» ματιά στα όσα έχουν προσφέρει (και όσα όχι) οι τρεις νεαποκτηθέντες παίκτες στο σύνολο του Παναθηναϊκού. Φυσικά, είναι ακόμη πολύ νωρίς για οριστικά συμπεράσματα, ωστόσο το δείγμα, αν και περιορισμένο, είναι αρκετό για κάποιες, έστω και πρώιμες, παρατηρήσεις.

Λορέντζο Μπράουν





Ο Λορέντζο Μπράουν είχε εξαρχής ένα πολύ σημαντικό προβάδισμα σε σχέση με τους άλλους δύο παίκτες που απέκτησε το «τριφύλλι» το καλοκαίρι. Ο Αμερικανός γκαρντ με ισπανικό διαβατήριο βρίσκεται εδώ και χρόνια στα παρκέ της Ευρωλίγκας, επομένως δεν χρειάστηκε ιδιαίτερο χρόνο προσαρμογής στο λεγόμενο «FIBA Basketball», καθώς το παίζει σχεδόν στην εντέλεια πολλές σεζόν τώρα. Κάπως έτσι, σε αυτό το πρώιμο... ταμείο, ο 34χρονος περιφερειακός είναι σίγουρα η μεταγραφή που έχει προσφέρει τα περισσότερα.

Από την πρώτη στιγμή που πάτησε στην Ελλάδα για να υπογράψει στον Παναθηναϊκό, ο Μπράουν έδωσε τον τόνο της παρουσίας του στην ομάδα με μία απλή αλλά πολύ χαρακτηριστική δήλωση: «Δεν έρχομαι για να είμαι ο καλύτερος παίκτης αλλά για να είμαι παίκτης ομάδας και να κάνω καλύτερους τους συμπαίκτες μου». Πράγματι, ο έμπειρος γκαρντ αποτέλεσε μία... plug n' play επιλογή για το ρόστερ των «πρασίνων», αφού έχει καταφέρει να ενταχθεί αρμονικά στο σύνολο του Εργκίν Αταμάν, χωρίς να εκβιάζει προσπάθειες ούτε να απαιτεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο που γνωρίζει πως έχουν άλλοι.

Μέχρι τώρα, ο Μπράουν είναι ο τέταρτος σκόρερ της ομάδας (8,3 πόντους) και ο τρίτος πασέρ (3,4 ασίστ) έχοντας 54% στα δίποντα και 35% στα τρίποντα. Σε πολλές κομβικές νίκες του Παναθηναϊκού, όπως αυτές κόντρα σε Φενέρ, Ερυθρό Αστέρα και Ολυμπιακό στο πρωτάθλημα, έδειξε τις ηγετικές του ικανότητες αλλά και την «ασφάλεια» που προσφέρει στην ομάδα του όταν η μπάλα «καίει». Το σημαντικότερο είναι πως αποτελεί ιδανικό «alter ego» για τον Κώστα Σλούκα όταν ο αρχηγός παίρνει ανάσες, καθώς δημιουργεί το 1/3 των πόντων του Παναθηναϊκού με ασίστ όταν είναι στο παρκέ, ακριβώς όπως συμβαίνει και με τον Έλληνα γκαρντ.

Συνολικά, ο Αμερικανός είναι αυτός που προσαρμόστηκε πιο γρήγορα στο αγωνιστικό στυλ του Αταμάν, βοηθάει σε δημιουργία αλλά και σε εκτέλεση όταν απαιτείται, δεν απαιτεί μία... μπάλα για τον εαυτό του και αποδεικνύει έμπρακτα ότι η βασική του επιθυμία είναι να κάνει ό,τι μπορεί ώστε να βοηθήσει στην κατάκτηση τίτλων, αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να έχει στην κατοχή του τα «κλειδιά» της ομάδας, όπως στη Μακάμπι τα προηγούμενα χρόνια. Αποτελεί μία πραγματική «πολυτέλεια» σε μία περιφέρεια που είχε ήδη τους Κέντρικ Ναν, Κώστα Σλούκα, Τζέριαν Γκραντ και Μάριους Γκριγκόνις.


Τσεντί Οσμάν




Ο Τσεντί Οσμάν αποτελεί την πιο ιδιαίτερη από τις τρεις μεταγραφές του Παναθηναϊκού. Ο Τούρκος φόργουορντ, που έχει βάλει συνολικά 40 εκατομμύρια δολάρια στον λογαριασμό του από την πλούσια θητεία του στο ΝΒΑ, αποκτήθηκε σε ένα σημείο που δεν αναμενόταν κάποια άλλη κίνηση και προκάλεσε τρομερό ενθουσιασμό στους οπαδούς του «τριφυλλιού», οι οποίοι είδαν και την τελευταία... σπιθαμή του ρόστερ να καλύπτεται με έναν παίκτη από το ανώτατο «ράφι». Σίγουρα, ο 29χρονος δεν έχει δικαιώσει μέχρι στιγμής τις μεγάλες προσδοκίες, καθώς είναι φανερό ότι ακόμη δεν έχει προσαρμοστεί στο 100%. Εξάλλου, ο ρόλος του είναι κάτι καινούργιο στο σύστημα του Εργκίν Αταμάν, ο οποίος πέρυσι έπαιζε είτε με τρία γκαρντ είτε, στο φινάλε της σεζόν, με small forward τον «οικονομικό» Ιωάννη Παπαπέτρου, που δεν θέλει τόσο πολύ την μπάλα στα χέρια όσο ο Οσμάν.

Κανείς δεν μπορεί να πει σε καμία περίπτωση ότι ο διεθνής φόργουορντ δεν έχει βοηθήσει. Ο ενθουσιώδης τρόπος παιχνιδιού του, η ικανότητά του στο τρανζίσιον και η μόνιμη σκέψη του για επίθεση στο αντίπαλο καλάθι είναι στοιχεία που ταιριάζουν στον Παναθηναϊκό και δίνουν μάλιστα μία άλλη νότα στην επίθεσή του όταν ο Οσμάν βρίσκεται στο παρκέ. Σίγουρα, πολλές φορές κάνει μερικές επιπολαιότητες στην προσπάθειά του να λειτουργήσει ενστικτωδώς και να εντυπωσιάσει, όμως το επιθετικό ταλέντο του είναι αδιαμφισβήτητο, ενώ το θετικό είναι ότι σουτάρει μέχρι στιγμής πολύ καλά στα τρίποντα (45%) και τις βολές (90%) που αποτελούσαν ερωτηματικά στο παιχνίδι του.

Το βασικό πρόβλημα με τον Οσμάν προς το παρόν είναι η έλλειψη διάρκειας, τόσο μέσα στους αγώνες όσο και γενικότερα στη σεζόν. Παρόλο που μέσα σε κάθε παιχνίδι υπάρχουν αναλαμπές του πηγαίου ταλέντου του, ακόμη δεν έχει καταφέρει να βρει τη σταθερότητα, κάτι που οφείλεται τόσο στη δυσκολία προσαρμογής, όσο και στο γεγονός ότι μέχρι τώρα δεν έχει ξεκάθαρο ρόλο στο rotation του Αταμάν, που αναζητά τρόπο να χωρέσει έναν ακόμη παίκτη που θέλει την μπάλα στα χέρια μέσα στο σύνολό του.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 10 αγώνες που έχει δώσει στην Ευρωλίγκα, ο Οσμάν είχε θετική επιδραστικότητα (net rating) στους τέσσερις, αρνητική στους πέντε και... μηδενική σε έναν, γεγονός που αναδεικνύει πως ακόμη πασχίζει για να βάλει διάρκεια στο παιχνίδι του. Παρόλα αυτά, ακόμη και έτσι, η «σούμα» βρίσκεται στους +5,8 πόντους ανά 100 κατοχές, επίδοση που επιδέχεται βελτίωσης, όμως είναι ένα καλό πρώτο βήμα. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι ο πρώην ΝΒΑer προσπαθεί πολύ στην άμυνα και έχει το κορμί και τις δυνατότητες ώστε να αποβεί καθοριστικός εκεί, ειδικά σε σχήματα με τον Ερνανγκόμεθ στη θέση «4». Η συνύπαρξη των δύο έφερε την ανατροπή και τη νίκη κόντρα στη Μακάμπι, στο καλύτερο ματς του Οσμάν με τα πράσινα.

Το θετικό είναι πως το ρόστερ του «τριφυλλιού» είναι τέτοιο, που δίνει στον Τούρκο τη δυνατότητα να... πάρει τον χρόνο του. Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα αυτή του περσινού Χουάντσο, του οποίου η καθυστερημένη προσαρμογή προκάλεσε προβλήματα στην ομάδα, ο Οσμάν έχει γύρω του ένα υπερστελεχωμένο σύνολο με τη δυνατότητα να τον περιμένει. Ένας παίκτης με τέτοιο ταλέντο και τέτοιο ενθουσιασμό είναι σίγουρο πως κάποια στιγμή θα προσφέρει αυτά που μπορεί, και όταν το κάνει θα προσθέσει έναν ακόμη σημαντικό... πονοκέφαλο στους αντιπάλους του Παναθηναϊκού.



Ομέρ Γιουρτσεβέν




Από τις τρεις κινήσεις του Παναθηναϊκού, ο Ομέρ Γιουρτσεβέν είναι σίγουρα το μεγαλύτερο ερωτηματικό. Ο Τούρκος ψηλός αποτέλεσε την πιο σημαντική μεταγραφή για το «τριφύλλι» το καλοκαίρι, αφού ήρθε για να καλύψει το μοναδικό πολύ μεγάλο κενό στο ρόστερ της περασμένης σεζόν, αυτό του back-up σέντερ πίσω από τον Ματίας Λεσόρ. Εξαρχής, ένας παίκτης με μικρή εμπειρία από τα ευρωπαϊκά γήπεδα και μερικές μέτριες σεζόν στο NBA αποτελούσε ρίσκο, όμως η εξαιρετική παρουσία του 26χρονου στην προετοιμασία δημιούργησε υψηλές προσδοκίες για σημαντική αναβάθμιση στη θέση «5».

Φυσικά, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο Τούρκος διεθνής είναι πολύ πιο χρήσιμος από τον Όλεκ Μπαλτσερόφσκι, ο οποίος δεν πατούσε καν στο παρκέ την περασμένη σεζόν. Επίσης, πρέπει να αναφερθεί η εξαιρετική του παρουσία στο πρωτάθλημα, όπου είναι ο κορυφαίος παίκτης του Παναθηναϊκού με 17,3 πόντους, 9 ριμπάουντ και 1,3 τάπες κατά μέσο όρο, με 73% στα δίποντα και 44% στα τρίποντα. Παρόλα αυτά, το δείγμα δεν είναι τόσο θετικό στην Ευρωλίγκα.

Αν κοιτάξει κανείς τα νούμερα χωρίς να έχει παρακολουθήσει ούτε λεπτό από τα παιχνίδια του Παναθηναϊκού, μπορεί να επιχειρηματολογήσει ότι οι 7 πόντοι και τα 3,1 ριμπάουντ κατά μέσο όρο είναι πολύ ικανοποιητικές επιδόσεις για έναν παίκτη που παίζει μόλις 11,5 λεπτά και αποτελεί συμπληρωματική λύση στη θέση του. Ωστόσο, ο Γιουρτσεβέν δεν έχει κατορθώσει μέχρι στιγμής να μεταφράσει την ποιότητά του σε θετική επιδραστικότητα για την ομάδα του. Ο πρώην NBAer είναι με διαφορά ο χειρότερος παίκτης του «τριφυλλιού» στο net rating, καθώς οι «πράσινοι» βρίσκονται στους -18,2 πόντους ανά 100 κατοχές με αυτόν στο παρκέ σε σχέση με τους αντιπάλους τους.

Είναι χαρακτηριστικό πως ο Γιουρτσεβέν είναι ταυτόχρονα αρνητικά επιδραστικός και στην επίθεση και στην άμυνα, καθώς οι επιδόσεις του Παναθηναϊκού χειροτερεύουν αισθητά με αυτόν στο παρκέ σε σχέση με τους μέσους όρους του συνολικά. Αυτό αποτελεί μία ξεκάθαρη ένδειξη ότι ακόμη ο Τούρκος ψηλός δεν έχει προσαρμοστεί ούτε στην αλλαγή πραγματικότητας σε σχέση με το NBA, ούτε στον ρόλο του στο σύνολο του Εργκίν Αταμάν. Κι αν στην επίθεση έχει δείξει πως διαθέτει το ρεπερτόριο ώστε να δώσει μία διαφορετική «νότα» στη θέση του σε σχέση με τον Ματίας Λεσόρ, το αμυντικό κομμάτι είναι ευθύνη του Τούρκου τεχνικού, ο οποίος θα πρέπει να βρει τρόπο να καλύψει τις αδυναμίες του παίκτη του, ειδικά στην ταχύτητα.

Από την άλλη, δεν είναι όλα «μαύρα» στην περίπτωση του Γιουρτσεβέν. Αρχικά, ο Τούρκος έχει δημιουργήσει ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον Κώστα Σλούκα. Οι δυο τους βρίσκονται με... τηλεπάθεια, καθώς ο ψηλός του Παναθηναϊκού είναι ικανότατος στο pick n' roll και γνωρίζεται με τον αρχηγό της ομάδας από την κοινή τους θητεία στη Φενέρ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Έλληνας γκαρντ έχει δώσει στον Γιουρτσεβέν 10 ασίστ σε ισάριθμα ματς στην Ευρωλίγκα, κάτι που αποτελεί τη συχνότερη συνεργασία μεταξύ παικτών του «τριφυλλιού» στη διοργάνωση!



Παράλληλα, η προσθήκη του Γιουρτσεβέν έχει βοηθήσει πολύ στα ριμπάουντ, που ήταν μία πολύ μεγάλη «πληγή» για τους πρωταθλητές Ευρώπης πέρυσι. Ο 26χρονος μαζεύει το 18,1% των διαθέσιμων αμυντικών «σκουπιδιών» και το 14% των αντίστοιχων επιθετικών όταν βρίσκεται στο παρκέ, ποσοστά τα οποία είναι αποτελούν στις δύο κατηγορίες τα ψηλότερα σε ολόκληρη την ομάδα. Κάπως έτσι, ο Παναθηναϊκός, που την περασμένη αγωνιστική περίοδο ήταν μόλις 12ος στο ποσοστό των διαθέσιμων αμυντικών ριμπάουντ που «κατέβαζε», φέτος είναι τέταρτος, με τον Τούρκο να έχει βάλει το... λιθαράκι του.

Η τελευταία πηγή αισιοδοξίας για τον Γιουρτσεβέν είναι πως το παιχνίδι με τη Βίρτους Μπολόνια την προηγούμενη αγωνιστική, ήταν το καλύτερό του με τα πράσινα στην Ευρωλίγκα. Μπορεί να πέρασε... απαρατήρητος επειδή φορτώθηκε από νωρίς με 4 φάουλ και δεν έπαιξε στην τελική ευθεία του αγώνα, όμως ο 26χρονoς είχε 7 πόντους, 5 ριμπάουντ και 1 τάπα σε 10 λεπτά συμμετοχής και η ομάδα του ήταν +30 πόντους ανά 100 κατοχές από τους Ιταλούς όσο αυτός αγωνιζόταν, αφού έπαιξε σε όλη σχεδόν τη δεύτερη περίοδο, που αποτέλεσε το καλύτερο διάστημα των «πρασίνων» στο παιχνίδι. Ας ελπίσουμε αυτό το ματς να αποτελέσει εφαλτήριο για ακόμη καλύτερες παρουσίες στο μέλλον...

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube