Δεν θα χρειαζόταν πολλή σκέψη σήμερα, προκειμένου να χαρακτηρίσει κάποιος τη Βραζιλία φαβορί σε ένα ματς κόντρα στην Ουγγαρία. Τη δεκαετία του 50', όμως, θα χρειαζόταν να καταβάλλει λίγο περισσότερη προσπάθεια, για να απονείμει τον συγκεκριμένο τίτλο στη Σελεσάο. Και θα ήταν μάλλον ελάχιστες οι πιθανότητες να μην τον έδινε, τελικά, στους Ούγγρους.
Ο χαρακτήρας των δύο ομάδων, λοιπόν, έδωσε ιδιαίτερη αξία στη συνάντησή τους στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954 στην Ελβετία. Μια συνάντηση, που θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία ως το απόλυτο ντέρμπι, όμως μετατράπηκε σε απόλυτο φιάσκο, γνωστό ως «Η μάχη της Βέρνης».
Η Βραζιλία προερχόταν από τον… παραλίγο θρίαμβο στο Μουντιάλ που διοργάνωσε το 1950. Η τελική φάση, τότε, γινόταν σε μορφή ομίλου και η Σελεσάο χρειαζόταν μόλις μια ισοπαλία στον «τελικό» με την Ουρουγουάη για να σηκώσει το τρόπαιο στο κατάμεστο Μαρακανά. Η Σελέστε δεν της έκανε τη χάρη, επικράτησε 2-1, στέφθηκε πρωταθλήτρια κόσμου και άφησε τραύματα στους Βραζιλιάνους. Τραύματα, τόσο βαθιά, που για να επουλωθούν είχαν μετατρέψει σε υποχρέωση την κατάκτηση του τροπαίου τέσσερα χρόνια αργότερα.
Ακόμα πιο αποφασισμένη, όμως, εμφανίστηκε στη διοργάνωση η «Golden Team» της Ουγγαρίας, με ονόματα, που έγραψαν ιστορία: Ο Φέρεντς Πούσκας, ο Νάντορ Χιντεγκούτι, ο Ζόλταν Τσίμπορ και ο Σάντορ Κότσις ήταν τα βασικά στελέχη μιας ομάδας, που βασίστηκε στην καινοτομία, έπαιξε ελκυστικό ποδόσφαιρο και αποτέλεσε φόβητρο τη δεκαετία του '50. Πριν συναντήσει τους Βραζιλιάνους, άλλωστε, έτρεχε ήδη ένα εντυπωσιακό σερί 32 παιχνιδιών χωρίς ήττα, ενώ είχαν προηγηθεί οι ιστορικές νίκες επί της Αγγλίας στο Γουέμπλεϊ (6-2) και στη Βουδαπέστη (7-1).
Από τη φάση των ομίλων ακόμα, οι Μαγυάροι ήταν συγκλονιστικοί. Ξεκίνησαν με το εντυπωσιακό 9-0 απέναντι στη Νότια Κορέα και διέλυσαν με 8-3 τη Δυτική Γερμανία, εν αντιθέσει με τη Βραζιλία, που, παρότι ξεκίνησε εντυπωσιακά απέναντι στο Μεξικό (5-1), έμεινε στο 1-1 κόντρα στη Γιουγκοσλαβία.
Οι οιωνοί, λοιπόν, ήταν με το μέρος της Ουγγαρίας, αλλά ένα απρόοπτο προκάλεσε μια μικρή αναστάτωση. Είκοσι λεπτά πριν το φινάλε το ματς με τη Δυτική Γερμανία, ο Φέρεντς Πούσκας δέχτηκε ένα σκληρό φάουλ από τον Βέρνερ Λίμπριχ. Ο θρυλικός Μαγυάρος, που περιέγραψε την ενέργεια του αντιπάλου ως «μια μοχθηρή κλωτσιά στο πίσω μέρος του αστραγάλου όταν δεν είχα πια την μπάλα», τέθηκε νοκ άουτ για τα προημιτελικά και τα ημιτελικά, λόγω του σοβαρού τραυματισμού του.
Ούτε αυτό, ωστόσο, αποδείχθηκε αρκετό για να αλλάξει τη ροή της ιστορίας. Η Ουγγαρία παρέμεινε το φαβορί απέναντι στην πληγωμένη Βραζιλία και το έδειξε με το «καλημέρα» του αγώνα στο στάδιο Βάνκντορφ.
Μέχρι το έβδομο λεπτό του ματς ο Νάντορ Χιντεγκούντι και ο Σάντορ Κότσις -με μία από τις θρυλικές κεφαλιές του- είχαν κάνει ήδη το 2-0. Η Βραζιλία μπήκε ξανά στο παιχνίδι στο 18', με εύστοχη εκτέλεση πέναλτι του Τζάλμα Σάντος. Μάλιστα, παραδέχτηκε χρόνια αργότερα ότι κανείς από τους συμπαίκτες του δεν ήθελε να αναλάβει το βάρος της ευθύνης της εκτέλεσης του πέναλτι και το έκανε ο ίδιος, τρέμοντας μην αστοχήσει.
Η Ουγγαρία κατάφερε να αυξήσει ξανά το προβάδισμά της στο 60', όταν ο Μιχάλι Λάντος ευστόχησε σε πέναλτι για το 3-1. Από κει και πέρα, η άγρια τροπή που είχε ήδη πάρει το παιχνίδι έγινε ανεξέλεγκτη.
Η υπόδειξη του πέναλτι οδήγησε σε έντονες διαμαρτυρίες τους Βραζιλιάνους, ενώ μέλη της αποστολής, αλλά και δημοσιογράφοι, εισέβαλαν στο γήπεδο. Το παιχνίδι συνεχίστηκε και έγινε ακόμα πιο σκληρό. Ο διαιτητής υποδείκνυε το ένα φάουλ μετά το άλλο και δεν άργησαν να βγουν οι κόκκινες κάρτες. Ως το φινάλε είχαν δοθεί 42 φάουλ, δύο πέναλτι και τρεις αποβολές!
Εν μέσω αυτού του χαμού, η Βραζιλία κατάφερε να μειώσει σε 3-2 με τον Ζουλίνιο, στο 65'. Έξι λεπτά αργότερα ο Μπόζικ και ο Σάντος αποβλήθηκαν, καθώς πιάστηκαν στα χέρια μετά από σκληρό μαρκάρισμα του Βραζιλιάνου. Χαρακτηριστικό της καυτής ατμόσφαιρας ήταν ότι ο διαιτητής αναγκάστηκε να… συνοδεύσει τους δύο παίκτες ως την έξοδο από τον αγωνιστικό χώρο, προκειμένου να διατηρήσουν τη ψυχραιμία τους.
Στο 88' ο Κότσις βρήκε για δεύτερη φορά τον δρόμο προς τα δίχτυα, ενώ λίγο πριν το φινάλε αποβλήθηκε και ο Ουμπέρτο Τότζι για σοκαριστικό μαρκάρισμα.
Το τελευταίο σφύριγμα δεν σήμανε και το τέλος των αψιμαχιών. Αντιθέτως, φαίνεται πως έριξε και άλλο λάδι στη φωτιά. Τους τρελούς πανηγυρισμούς των Ούγγρων διέκοψε η εισβολή οπαδών και παραγόντων στον αγωνιστικό χώρο. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν στα αποδυτήρια, ακόμα και στο εξωτερικό του γηπέδου.
Δημοσιεύματα της εποχής αναφέρουν πως ο Τζάλμα Σάντος κυνηγούσε και έφτυνε τον Ζόλταν Τσίμπορ. Το μεγαλύτερο θύμα των αψιμαχιών χαρακτηρίζεται ο Πινιέριο, ο οποίος χτυπήθηκε στο κεφάλι από ένα μπουκάλι, που του άφησε πληγή οκτώ εκατοστών -φήμες θέλουν το μπουκάλι να έφυγε από τα χέρια του Φέρεντς Πούσκας.
Τραυματίας αποχώρησε από τα επεισόδια και ο προπονητής των Ούγγρων, Γκούσταβ Σέμπες, ο οποίος έκανε τέσσερα ράμματα στο πρόσωπο μετά από χτύπημα από παπούτσι. Παρά την αγριότητα, δεν τιμωρήθηκε παίκτης, ούτε από τη FIFA, ούτε από τις δύο ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες. Ακόμα και αυτοί που αποβλήθηκαν έμειναν στο απυρόβλητο.
Το μόνο που περιγράφει την κατάσταση είναι τα λόγια του Βρετανού διαιτητή της αναμέτρησης, Άρθουρ Έλις, μετά από χρόνια. «Νόμιζα πως θα ήταν το καλύτερο παιχνίδι που θα δω στη ζωή μου. Ήμουν στην κορυφή του κόσμου. Δεν ξέρω γιατί, είτε για πολιτικούς, είτε για θρησκευτικούς λόγους, συμπεριφέρθηκαν σαν ζώα. Ήταν ντροπή. Ήταν απαράδεκτο ματς. Σήμερα θα είχαν αποβληθεί τόσοι πολλοί παίκτες, που θα είχε διακοπεί το παιχνίδι. Η μόνη μου σκέψη ήταν ότι ήμουν αποφασισμένος να το τελειώσω».